Πριν από λίγες ημέρες, στις 24 Απριλίου, ο Πιερ Κουσέν, Γάλλος πολίτης, υποβλήθηκε σε ευθανασία. Για τον σκοπό αυτό αναγκάστηκε να πάει στο γειτονικό Βέλγιο, χώρα στην οποία αυτό το δικαίωμα είναι κατοχυρωμένο εδώ και αρκετά χρόνια. Καθιερωμένο είναι επίσης και σε άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης, όπως στην Ολλανδία και στην Ελβετία, όχι όμως στη Γαλλία, κυρίως λόγω αντιδράσεων της εκεί πανίσχυρης Καθολικής Εκκλησίας.
Ο Πιερ Κουσέν ήταν μόλις 48 ετών, αλλά έπασχε από εκφυλιστική ασθένεια, ένα είδος Πάρκισον νομίζω, η οποία έκανε τη ζωή του αφόρητη, όχι μόνον από σωματικής (ο ίδιος μιλούσε για «σώμα-φυλακή») αλλά και από ψυχικής άποψης. Με την επιλογή του συνέβαλε καθοριστικά ώστε να έρθει στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, τουλάχιστον στη Γαλλία, ένα θέμα το οποίο, ούτως ή άλλως, απασχολεί όλο και περισσότερο την κοινή γνώμη, και κυρίως το πιο ευαίσθητο σε τέτοιου είδους ζητήματα τμήμα της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, ο Κουσέν, με το εγχείρημά του, το οποίο μάλιστα απέκτησε και σύμβολο, μια μπλε πεταλούδα στο πέτο, κατάφερε να αναθερμάνει μια δημόσια συζήτηση, η οποία πάντως είχε ήδη ανοίξει. Ενδεικτικό του ενδιαφέροντος που υπάρχει σε όλες τις προηγμένες χώρες για το θέμα είναι ότι σχετικά πρόσφατα προβλήθηκαν τρεις ταινίες που ασχολούνται με το ζήτημα της ευθανασίας (για να μην πάμε σε παλαιότερες, όπως το συγκλονιστικό «Η θάλασσα μέσα μου» του Αμενάμπαρ, με τον Χαβιέ Μπαρδέμ). Κατά χρονολογική σειρά, λοιπόν, είχαμε το «Ολα πήγαν καλά» του Οζόν, με μια εκπληκτική ερμηνεία του κύριου ρόλου από τον Αντρέ Ντισολιέ, το «Διπλανό δωμάτιο» του Αλμοδόβαρ, με την Τίλντα Σουίντον και την Τζουλιάν Μουρ, και το «Η τελευταία πνοή» του Γαβρά, αυτό εστιασμένο όχι μόνο σε όσους επιλέγουν την ευθανασία, αλλά και σε εκείνους που παρέχουν «παρηγορητική φροντίδα» σε ανθρώπους με ανίατη ασθένεια, ουσιαστικά ετοιμοθάνατους.
Ο Κουσέν με το εγχείρημά του κατάφερε να μας υπενθυμίσει το δικαίωμα στον αξιοπρεπή θάνατο. Ισως και κάτι περισσότερο.
Μακάρι και στην Ελλάδα να ανοίξει αυτός ο διάλογος. Οσο για τη μοιρολατρική άποψη και στάση «εδώ είναι Ανατολή. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα», ας μην ξεχνάμε ότι και για το δικαίωμα στην αποτέφρωση ακούγονταν επί χρόνια παρόμοια επιχειρήματα. Και όμως, ήδη κόσμος και κοσμάκης συρρέει στη Ριτσώνα, προκειμένου να παραστεί στην αποτέφρωση αγαπημένων του προσώπων. Ο,τι κάποτε ακουγόταν σαν υπερφιλόδοξο αίτημα, σχεδόν σαν εκκεντρικότητα, είναι πλέον απολύτως εφικτή επιλογή.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, λοιπόν, ο Πιερ Κουσέν έρχεται να μας υπενθυμίσει το δικαίωμα σε ό,τι έχει αποκληθεί «the right to a noble death», το δικαίωμα στον αξιοπρεπή θάνατο. Ισως και κάτι περισσότερο από απλώς αξιοπρεπή, όπως υποδεικνύει η χρήση του επιθέτου noble.
Απώλειες
Βαρύ σήμερα το κλίμα της στήλης. Και όχι μόνο λόγω των περί θανάτου ύμνων που συνοδεύουν τις ημέρες του Πάσχα, αλλά και για έναν ακόμη λόγο. Μεγάλη Πέμπτη αποχαιρετίσαμε με πολιτική κηδεία τον καθηγητή Αλέξη Πολίτη, εμβληματική φυσιογνωμία των νεοελληνικών σπουδών. Μόλις λίγες ημέρες αργότερα, και πάλι με πολιτική κηδεία, ξεπροβοδίσαμε έναν άνθρωπο που υπήρξε σημείο αναφοράς για εμάς τους γραφιάδες: τον Δημήτρη (Μίμη, για τους παλαιότερους) Ραυτόπουλο, κριτικό λογοτεχνίας, συγγραφέα και άλλα πολλά. Με τον Δημήτρη τα λέγαμε συχνά τα τελευταία χρόνια, άλλοτε τηλεφωνικά και άλλοτε τρώγοντας και πίνοντας. Είχα έτσι την ευκαιρία να θαυμάζω την εντυπωσιακή διαύγειά του και το κριτικό του πνεύμα, παρά τα χρόνια του. Εφτασε αισίως τα 101(!) και ποτέ δεν σταμάτησε να παρακολουθεί ό,τι γινόταν σε αυτήν εδώ τη χώρα αλλά και στο εξωτερικό, να διαβάζει έντυπα και βιβλία που τα θεωρούσε ενδιαφέροντα. Είχα το προνόμιο, μαζί με άλλους ανθρώπους του σιναφιού, να πω λίγα λόγια για αυτόν, μπροστά στο φέρετρό του. Θα αρκεστώ εδώ σε ένα μόνο σημείο απ’ όσα είπα, θέλω να πιστεύω ενδεικτικό αυτού που υπήρξε ο Δημήτρης Ραυτόπουλος και όσων, είμαι βέβαιος, θα ήθελε να ακούσει.
«Οποιος στα 18 του χρόνια δεν είναι κομμουνιστής, δεν έχει καρδιά. Οποιος συνεχίζει να είναι και μετά τα 40, δεν έχει μυαλό», είχε πει ο Τσώρτσιλ. Ο Ραυτόπουλος είχε καρδιά, που τον οδήγησε το 1942, σε ηλικία ακριβώς 18 ετών, στις γραμμές τής πολλά υποσχόμενης τότε κομμουνιστικής Αριστεράς, και μάλιστα με όλες τις συνέπειες (τραύμα στα Δεκεμβριανά, Μακρόνησος, Αη Στράτης). Είχε όμως και μυαλό, και κυρίως ανοιχτό, ορθάνοιχτο μυαλό, που τον οδήγησε, περίπου στα 40 του, να αποστασιοποιηθεί από το ιερατείο και από τα δόγματα της κομμουνιστικής εσχατολογίας. Τον είχε, άλλωστε, γνωρίσει καλά τον δογματισμό και τον αυταρχισμό της κομμουνιστικής Αριστεράς ο Δημήτρης Ραυτόπουλος. Στα χρόνια της θρυλικής «Επιθεώρησης Τέχνης» και όχι μόνον.
«Αυτό το 62%-38%», μου είχε πει το 2015 ο Ραυτόπουλος για το δημοψήφισμα, «θα παραμείνει στίγμα εσαεί για τη χώρα, όνειδος και άγος».
Θα κλείσω με το περιεχόμενο μιας σύντομης όσο και αγωνιώδους τηλεφωνικής συνομιλίας με τον Δημήτρη, λίγες ημέρες μετά το επαίσχυντο δημοψήφισμα του 2015. «Αυτό το 62%-38%», μου είχε πει, «θα παραμείνει στίγμα εσαεί για τη χώρα, όνειδος και άγος».
