Β. Γαίγκερ και ελληνοχριστιανισμός

Εκτός από τα βιβλία που βλέπουμε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων ή που συζητούνται στον Τύπο και στα σόσιαλ, υπάρχουν και τα άλλα, τα αθέατα, αρκετά από τα οποία είναι πολύ σπουδαία

4' 43" χρόνος ανάγνωσης

Εκτός από τα βιβλία που βλέπουμε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων ή που συζητούνται στον Τύπο και στα σόσιαλ, υπάρχουν και τα άλλα, τα αθέατα, αρκετά από τα οποία είναι πολύ σπουδαία. Eργα συχνά μεγάλου ερευνητικού μόχθου απευθύνονται σε μικρό αριθμό αναγνωστών με ειδικά ενδιαφέροντα. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, συμβαίνει παντού, συνέβαινε και θα συμβαίνει πάντα. Μεγαλύτερη σημασία ωστόσο από την περιορισμένη απήχησή τους έχει το γεγονός ότι τα βιβλία αυτά υπάρχουν και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Για ένα τέτοιο βιβλίο ο λόγος σήμερα: Γιώργος Ζωγραφίδης – Κωνσταντίνος Μποζίνης (επιμ.), «Werner Jaeger. Ελληνική παιδεία και χριστιανισμός στο έργο ενός ουμανιστή του 20ού αιώνα», Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2024. Το βιβλίο βασίζεται κατά κύριο λόγο στο ομότιτλο συνέδριο που έγινε στη Θεσσαλονίκη, τον Απρίλιο του 2012. Το γεγονός ότι από το συνέδριο μέχρι την έκδοση μεσολάβησαν δώδεκα χρόνια δείχνει, εκτός των άλλων, και πόσο δύσκολα εγχειρήματα αυτού του είδους βρίσκουν πια εκδότη. 

Ο Βέρνερ Γαίγκερ (1888-1961), ένας από τους μεγαλύτερους κλασικούς φιλολόγους του 20ού αιώνα, ξεχώριζε από τους περισσότερους ομοτέχνους του, γιατί, εκτός από την αρχαία Ελλάδα, μελέτησε συστηματικά και τον χριστιανισμό των πρώτων αιώνων, και κυρίως τον Γρηγόριο Νύσσης. Είναι αυτός που έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο του μεγάλου Βιλαμόβιτς (ο οποίος ήταν ένας από τους δασκάλους του) για μια κριτική έκδοση του Νύσσης, με την περίφημη σειρά Gregorii Nysseni Opera (GNO), η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η παρουσία του Γαίγκερ στην ελληνική πνευματική ζωή ήταν άλλοτε έντονη, μέσω των μαθητών του (Συκουτρή, Γεωργούλη, Βουρβέρη, Λαούρδα κ.ά), σήμερα όμως τα βιβλία του, με εξαίρεση τον «Δημοσθένη» (ΜΙΕΤ, 1979), δεν υπάρχουν στα βιβλιοπωλεία. Η τρίτομη «Παιδεία» του, μια συνολική θεώρηση της αρχαίας Ελλάδος, από τον Oμηρο έως τον Δημοσθένη, σε μετάφραση του επίσης μαθητή του Γεωργίου Π. Βέρροιου (1968 ο Α΄ τόμος, 1971 ο Β΄ και 1974 ο Γ΄), είναι εδώ και δεκαετίες εξαντλημένη και έχει πάψει, ούτως ή άλλως, να διαβάζεται (και όχι μόνο στην Ελλάδα). Ο Γαίγκερ θεωρούσε την ελληνική παιδεία το μορφωτικό ιδεώδες που πρότεινε η Ελλάδα στον κόσμο, αιώνια και αναντικατάστατη.

Ο τόμος απαρτίζεται από δώδεκα μελέτες, οι επτά πρώτες για την αρχαία Ελλάδα και οι επόμενες πέντε για τον χριστιανισμό και την ελληνοχριστιανική σύνθεση. Θα σταθώ σε αυτή τη δεύτερη πτυχή του έργου του Γαίγκερ, που καλό θα ήταν να την προσέξουν διάφοροι δημοσιολογούντες, τα πάντα ειδότες και μηδέν επιστάμενοι, οι οποίοι ταυτίζουν μια υπόθεση δύο χιλιάδων ετών με το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» της χούντας. 

Ο ένας εκ των δύο συνεπιμελητών, ο Κωνσταντίνος Μποζίνης, παρουσιάζει τις περίφημες διαλέξεις του Γαίγκερ στο Χάρβαρντ το 1960, που εκδόθηκαν τον επόμενο χρόνο: «Early Christianity and Greek Paideia» (το βιβλίο κυκλοφόρησε και στα ελληνικά, το 1966, με τίτλο «Πρωτοχριστιανικοί χρόνοι και ελληνική παιδεία», σε μετάφραση πάλι του Γεώργιου Π. Βέρροιου, και εισαγωγή του Κ. Δ. Γεωργούλη, από περιθωριακό εκδοτικό οίκο της Πάτρας και είναι άβρετο από χρόνια). Οι διαλέξεις και το βιβλίο πραγματοποιούν εν μέρει, στο τέλος του βίου του, το παλιό σχέδιο του Γαίγκερ για έναν συμπληρωματικό τόμο της «Παιδείας», με θέμα την πρόσληψη της ελληνικής παιδείας στον πρώιμο χριστιανισμό. Ο Κων. Μποζίνης παρουσιάζει αναλυτικά, διάλεξη τη διάλεξη, τη συγκλονιστική πορεία εξελληνισμού του χριστιανισμού από τον πρώτο αιώνα, ήδη από την Καινή Διαθήκη (ομιλία του Παύλου στον Αρειο Πάγο) μέχρι τους Καππαδόκες, και κυρίως τον Νύσσης, περνώντας ενδιαμέσως από τους απολογητές και τη Σχολή της Αλεξάνδρειας (Κλήμης, Ωριγένης). Στο σημείο αυτό ας διευκρινιστεί ότι στην τεράστια και πολύγλωσση ιστορία της χριστιανικής σκέψης και ζωής το ρεύμα αυτό του εξελληνισμένου χριστιανισμού –που ήταν φυσικό και αναμενόμενο να έλκει την προτίμηση των κλασικών φιλολόγων– ήταν κεντρικό και ισχυρό, δεν ήταν όμως το μόνο, υπήρξαν και πολλά άλλα διαφορετικά ή και αντίρροπα προς αυτό.

Η δικτατορία θα γελοιοποιήσει τον ελληνοχριστιανισμό και θα τον απαξιώσει πλήρως, με αποτέλεσμα κατά τη Μεταπολίτευση να τον αντικαταστήσει η «ελληνορθόδοξη παράδοση».

Ο συλλογικός τόμος κλείνει με το εξαιρετικό μελέτημα του άλλου συνεπιμελητή του τόμου, του Γιώργου Ζωγραφίδη, «Η νεοελληνική πρόσληψη του Werner Jaeger: Ανθρωπισμός και ελληνοχριστιανισμός» (σ. 254-314). Ο συγγραφέας χωρίζει την ιστορία της πρόσληψης αυτής σε τρεις περιόδους: α. Δεκαετία του ’30, β. 1945-1974 και γ. 1974 έως σήμερα. Στην πρώτη περίοδο, «η πρόσληψη του Jaeger φαίνεται να επηρεάζει λίγους λόγιους […] στη διαμάχη για τον εκπαιδευτικό ανθρωπισμό, την ανάγκη των κλασικών γραμμάτων, τη σχέση με την αρχαιότητα και την ελληνικότητα. Αυτές οι διαμάχες δεν ήταν απλώς εκπαιδευτικές ή θεωρητικές, αλλά συνυφαίνονται με σκληρότερες ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις. Οι μαθητές του Jaeger, σημαντικοί για τα νεοελληνικά ιδεολογικά και εκπαιδευτικά πράγματα, ειδικά μετά την Απελευθέρωση, είχαν κατανοήσει την πολιτική διάσταση του ανθρωπισμού όχι ως κατά συμβεβηκός ιδιότητά του αλλά ως αδιάσπαστη από την ουσία του – έτσι, είτε υπερτόνιζαν την αρχαιοελληνική συνιστώσα του είτε έτειναν προς μια εναρμόνισή της με τη χριστιανική. Και μέσα στη νεοελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα φαίνεται να πίστευαν ότι απαιτείται μια κεντρική, δηλαδή κρατική, παρέμβαση για την ενίσχυση ή και την επιβολή του ανθρωπισμού» (σ. 265). Αυτή η ιδεολογικοπολιτική πτυχή θα αναδειχθεί περισσότερο κατά τη δεύτερη περίοδο, κυρίως μετά το τέλος του Εμφυλίου, όταν ο ελληνοχριστιανισμός αποτελεί τον ιδεολογικό πυρήνα της εκπαιδευτικής πολιτικής. Η μεταρρύθμιση του 1964, που δέχτηκε σφοδρή και αήθη επίθεση, προεξάρχοντος, φευ, του Κ. Δ. Γεωργούλη, μένει πιστή στη γραμμή του ελληνοχριστιανισμού, και ο πρωτεργάτης της Ευ. Παπανούτσος τονίζει, επικαλούμενος τον Γαίγκερ, την ενότητα της ανθρωπιστικής παράδοσης, από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα, μέσω του χριστιανισμού, και προσβλέπει σε μια δημιουργική ελληνοχριστιανική συναίρεση (σ. 271). Σημειωτέον ότι η μεταρρύθμιση του 1964 ήταν εκείνη που επανέφερε τη διδασκαλία πατερικών κειμένων στο λύκειο! Η δικτατορία θα γελοιοποιήσει τον ελληνοχριστιανισμό και θα τον απαξιώσει πλήρως. Στη Μεταπολίτευση, τον απαξιωμένο ελληνοχριστιανισμό θα αντικαταστήσει η «ελληνορθόδοξη παράδοση», όπου τη θέση των Καππαδοκών θα πάρουν οι νηπτικοί και ο Γρηγόριος Παλαμάς, προς μια κατεύθυνση, αντίθετα από ό,τι επιχειρούσε ο ελληνοχριστιανισμός, μανιχαϊστικά αντιδυτική.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT