Πολλά γράφτηκαν για τον πανεπιστημιακό, νεοελληνιστή Αλέξη Πολίτη και τον κριτικό λογοτεχνίας Δημήτρη Ραυτόπουλο (κρατώ τον πυρήνα του πολυσχιδούς έργου τους), οι οποίοι έφυγαν από τη ζωή πρόσφατα. «Ο Αλέξης Πολίτης συνέδεσε τα πεδία της Ιστορίας, της φιλολογίας και της λογοτεχνίας χρησιμοποιώντας τη λογοτεχνία ταυτόχρονα ως ιστορικοκοινωνικό τεκμήριο και ως αισθητική εμπειρία», έγραψε η Ελισάβετ Κοτζιά («Καθημερινή», 19-20/4). «Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος έγραψε τη δική του ιστορία στα γράμματα και στην πολιτική ζωή της χώρας, παραμένοντας μάχιμος ως δημοκρατικός πολίτης, ως σχολιαστής, ως πολιτικό ον», σημείωσε στο ίδιο φύλλο της «Κ» ο Ηλίας Μαγκλίνης, σε ένα κείμενο που τιτλοφορείται εύστοχα για το έργο του Ραυτόπουλου «κριτική σκέψη χωρίς κομματικούς δογματισμούς».
Ενδιαφέρουσα είναι και η παρατήρηση του Φίλιππου Παππά, διδάκτορος Νεοελληνικής Φιλολογίας και φοιτητή του Πολίτη: «Μαζί με τον Αλέξη Πολίτη σαν να ξεφτίζει οριστικά η εποχή του εντύπου, των βιβλιοθηκών, της προσεκτικής ανάγνωσης, της ισχύος του πανεπιστημίου, των ανθρωπιστικών σπουδών» («Το Βήμα», 20/4). Η παρατήρηση για όσα «ξεφτίζουν οριστικά» με την απώλεια του Πολίτη θα μπορούσε να αφορά στο ακέραιο και τον Ραυτόπουλο.
Εχουμε αφήσει πίσω τις «ευτυχισμένες ημέρες» των ανθρωπιστικών σπουδών, όπως η Γουίνι του Μπέκετ, που έχει ξοδέψει όλες τις δυνατότητές της αλλά δεν χάνει την αγάπη και το κουράγιο για τη ζωή; Μιλάμε για… παλιούς καιρούς, αναπολούμε, εκφράζουμε φόβους;
Ο Αλέξης Πολίτης, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, ο Ιωάννης Κακριδής, ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ο Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, ο Αλέξης Δημαράς, ο Φίλιππος Ηλιού, ο Σπύρος Ασδραχάς (ενδεικτική η ονοματολογία) και η σπουδαία γενιά τους άνθησαν μετά την απόλυτη καταστροφή κατά τη διάρκεια ιδιαίτερα ταραγμένων περιόδων της Ελλάδας, ως μπροστάρηδες της ανάπτυξης στις κλασικές σπουδές.
Οι ανθρωπιστικές σπουδές βρίσκονται σε καμπή και πρέπει να επανεφεύρουν τον εαυτό τους. Οι νεότερες γενιές επιστημόνων οφείλουν να αυξήσουν την κληρονομιά που έχουν λάβει από τις προηγούμενες.
Η εποχή μας κινείται με βάση τις καινούργιες ιδέες –και άρα τις τροφοδοτεί με πνευματική ύλη– κυρίως στα πεδία της τεχνολογίας και της ευζωίας. Στις ανθρωπιστικές επιστήμες, τα ουσιώδη έχουν κατακτηθεί. Πλέον, το ζητούμενο είναι να ειπωθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνουν ελκυστικά στους νέους ανθρώπους. Βέβαια, δεν θα παύσει η έρευνα, αλλά και πάλι αυτή θα γίνει μέσα από την οπτική και τις ανάγκες της εποχής μας, με κύριο εργαλείο την τεχνολογία.
Οι ανθρωπιστικές σπουδές βρίσκονται σε καμπή και πρέπει να επανεφεύρουν τον εαυτό τους. Οι νεότερες γενιές επιστημόνων οφείλουν να αυξήσουν την επιστημονική και πολιτιστική κληρονομιά που έχουν λάβει από τις προηγούμενες. Μέχρι τώρα, μοιάζει να τους βαραίνει, σαν ένα «μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια που εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρουν πού να τ’ ακουμπήσουν», παραφράζοντας τα λόγια του Σεφέρη.

