Ο θάνατος έρχεται από τη φύση

Μια πόλη βυθίζεται βασανιστικά αργά σε μια βαθιά επώδυνη σιωπή. Τα πάντα πεθαίνουν

3' 10" χρόνος ανάγνωσης

ΦΕΡΝΑΝΤΑ ΤΡΙΑΣ
Ροζ γλίτσα
μτφρ.: Ιφιγένεια Ντούμη
εκδ. Carnívora, 2025, σελ. 288
 
Διαβάζουμε δυστοπική λογοτεχνία με αγωνία και ανακούφιση ταυτόχρονα: «Μπορεί να συμβεί μια παρόμοια καταστροφή σήμερα; / Ευτυχώς, απέχουμε πολύ από κάτι τέτοιο». Συχνά την καταναλώνουμε και με ενοχική απόλαυση, ή απλώς με τρόμο, ή και με έξαψη ή θυμό. Ομως οι ομίχλες της «Ροζ γλίτσας» μάς επιβάλλουν μιαν άλλη αναγνωστική εμπειρία: το μυθιστόρημα της Ουρουγουανής Φερνάντα Τρίας διαβάζεται με ένα σφίξιμο στο στήθος, όπως αυτό που νιώθουμε σε ένα όνειρο, όταν μια άγνωστη πλην οικεία μορφή χάνεται μέσα στην αχλή μιας παράξενης ακτής.

Το βιβλίο εκδόθηκε στο πρωτότυπο τη στιγμή που ξεσπούσε η επιδημία του κορωνοϊού, και λίγο πριν μετατραπεί σε μια παγκόσμια πανδημία που σάρωσε τις πόλεις μας. Υπάρχουν πολλές «προφητικές» αναλογίες («Επιρρεπής στη συνωμοσιολογία, είπε ότι όλα ήταν ένα ψέμα οργανωμένο από το Κράτος», σ. 50), όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι τόσο γκρίζο, τόσο καταθλιπτικό και ανοίκειο, που οι ομοιότητες με την COVID σταματούν σχεδόν από την αρχή: «Δεν μπορούσες να φανταστείς την αηδιαστική μυρωδιά, την ξαφνική ζέστη, το νερό του ποταμού που φούσκωνε σαν χταπόδι και τους αφρούς που βάφονταν απ’ τα φύκια στο χρώμα της ώχρας» (σ. 30).

Ο θάνατος έρχεται από τη φύση-1Γαντζωμένο στις πλάτες του κόκκινου ανέμου και τυλιγμένο στην ομίχλη, το κακό έρχεται από το νερό, σαν να το εξαπολύει η ίδια η φύση. Οι άνθρωποι κοιτούν με δέος το χαλί με τα νεκρά ψάρια – πολύ σύντομα συνειδητοποιούν πως χάθηκαν και όλα τα ζώα και αμέσως μετά αρρωσταίνουν κι αυτοί, κολλάνε ο ένας τον άλλο, πεθαίνουν αποκολλώντας με τα νύχια το ίδιο τους το δέρμα. Η αρρώστια δεν έχει φτάσει –ακόμα– στην ενδοχώρα, και η καραντίνα είναι αυστηρή και άγρια. Την παράκτια πόλη του μυθιστορήματος πνίγει μια εκκωφαντική ησυχία: «Τίποτα δεν ακουγόταν πια. Η σιωπή ήταν επώδυνη. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί το ηχητικό κενό μιας πόλης δίχως έντομα, δίχως ζουζουνίσματα, αλλά και δίχως κόρνες, δίχως το αργό φρούμασμα του ασανσέρ ή το μουρμουρητό από φωνές μακρινές, δίχως οτιδήποτε τεχνητό, δηλαδή –τώρα το καταλαβαίνω– δίχως αυτό που αποκαλούσαμε ζωή» (σ. 209). Η πρωταγωνίστρια θα ζήσει μια εσωτερική περιπέτεια μοιρασμένη ανάμεσα στην απόμακρη μητέρα της, στον άρρωστο σύντροφό της, και σε ένα παιδί με ένα άγνωστο σύνδρομο που έχει στην ευθύνη της.

Η μεταφράστρια του βιβλίου Ιφιγένεια Ντούμη, που μας πληροφόρησε ότι μετά τις πολλές μεταφράσεις του επίκειται και η κινηματογραφική του μεταφορά, μας εμπιστεύτηκε τα εξής: «Βάλτος, μούχλα, σάπισμα, σκουριά και μια φωτεινή επιγραφή που τρεμοπαίζει, υποδέχονται τον αναγνώστη της “Ροζ γλίτσας” στην πρώτη σελίδα. Και δεν πρόκειται να γίνει πιο ευχάριστο. Καθετί αισιόδοξο, το ωραίο τοπίο, ο έρωτας, η ελπίδα, η παιδική ψυχή, έχει σκοτεινιάσει και μολυνθεί, ενώ η έννοια της αφθονίας υπάρχει μόνο στην ανεξάντλητη παραγωγή μιας αηδιαστικής απομίμησης κρέατος, που μάλλον κάνει τη ζωή ακόμα πιο ανυπόφορη. Ο επικίνδυνος αέρας που φυσά δεν προμηνύει τίποτε ευχάριστο, δεν φέρνει καμιά ανακούφιση. Η ηρωίδα-αφηγήτρια παλεύει να διατηρήσει την ελπίδα ζωντανή, σε μια πόλη που νεκρώνεται. Ανάσες ανάμεσα στα σκοτεινά κεφάλαια αποτελούν τα ποιητικά στιγμιότυπα, που μπορούν να λειτουργήσουν παρηγορητικά, δείχνοντας πέρα και πάνω από την αρρώστια, ό,τι κι αν αποφασίσει κανείς για το τέλος».

«Βάλτος, μούχλα, σάπισμα, σκουριά και μια φωτεινή επιγραφή που τρεμοπαίζει, υποδέχονται τον αναγνώστη της “Ροζ γλίτσας” στην πρώτη σελίδα. Και δεν πρόκειται να γίνει πιο ευχάριστο», λέει η μεταφράστρια του βιβλίου, Ιφιγένεια Ντούμη.

Ο δρόμος της Μαίρης Σέλεϊ

Ενώ είμαστε θαυμαστές του Στίβεν Κινγκ και των δυστοπικών/μετα-αποκαλυπτικών του βιβλίων («Το κοράκι», εκδ. Κλειδάριθμος), αξίζει να θυμίσουμε ότι το πρώτο μυθιστόρημα του είδους –οι ρίζες του οποίου ανάγονται σε αρχαίους μύθους και θρησκευτικά κείμενα: Γκιλγκαμές, Ράγκναροκ, Αποκάλυψις Ιωάννου κ.λπ.– είναι γραμμένο από γυναίκα: ο «Τελευταίος άνθρωπος», που μιλάει επίσης για μια πανδημία και για την ολοσχερή κατάρρευση του πολιτισμού, γράφτηκε πριν από ακριβώς 200 χρόνια (και εκδόθηκε το 1826) από τη συγγραφέα που ίδρυσε την Επιστημονική Φαντασία το 1818 με τον «Φρανκενστάιν», τη Μαίρη Σέλεϊ (εκδ. Ηλέκτρα 2008).

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT