Η μορφή του Γιάννη Τσαρούχη έχει αποτυπωθεί εκατοντάδες –αν όχι χιλιάδες– φορές από τον φωτογραφικό φακό. Περίφημοι δημιουργοί της τέχνης της φωτογραφίας (Henri Cartier-Bresson, Herbert List, John Deakin, Slim Aarons) έχουν ασχοληθεί μαζί του. Ορισμένοι από αυτούς, δικοί μας, ήταν και προσωπικοί του φίλοι (Nelly’s, Δημήτρης Παπαδήμος, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Εμπειρίκος). Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν η δημόσια εικόνα του είχε πια τοποθετηθεί στο εικονοστάσι επωνύμων κοσμικών αγίων, οι Γιώργος Τουρκοβασίλης και Στέλιος Σκοπελίτης τον ακολουθούν κατά πόδας και τεκμηριώνουν σχεδόν κάθε του δραστηριότητα, ενίοτε με εξαίσια αποτελέσματα. Αλλοτε, πάλι, περιστασιακές λήψεις (Νίκη Τυπάλδου, Φίλιππος Μπούκας) έχουν χαραχθεί στη μνήμη του κοινού. Οι ομότεχνοι όμως του Τσαρούχη έχουν μείνει πίσω. Οσο ζούσε τον είχαν απεικονίσει λιγοστοί, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού: η φίλη και μαθήτριά του Lila de Nobili (αρκετές φορές), ο έτερος μαθητής του Κοσμάς Ξενάκης και οι Παναγιώτης Τέτσης και Δήμος Σκουλάκης, σε διάστημα σχεδόν πέντε δεκαετιών.
Η μορφή του Γιάννη Τσαρούχη, όπως έχει διαμορφωθεί στο συλλογικό συνειδητό, παραπέμπει σε οραματικές φιγούρες του Παπαδιαμάντη:
Σεβάσμιος πρεσβύτης, […] υψηλός, οστεώδης, πολιός, βαθυπώγων, με ωχρούς, λιποσάρκους και οιονεί διαφανείς τους χαρακτήρας του προσώπου.
(«Οι ελαφροΐσκιωτοι», 1892).
Και σε εικονογραφικές οδηγίες του Κόντογλου:
[…] Γέρων στρογγυλογένης και κοντογένης, με μαλλιά και γένεια άσπρα.[…] Το πρόσωπόν του είναι χαροποιόν και απλοϊκόν. […] Λιπόσαρκος και βαθυμάγουλος […] με έκφρασιν βαθείας κατανύξεως […].
(Εκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας, 1960)
Αλλά τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Οι φωτογραφίες και οι λίγες αυτοπροσωπογραφίες μάς αποκαλύπτουν πρώτα έναν έφηβο με κοντά παντελονάκια, άχαρη στάση, χνούδι στις άκρες του πάνω χείλους και βλέμμα πυρετικό από το ξύπνημα της επιθυμίας. Και ύστερα έναν σεβαστικό μαθητή της βυζαντινής ζωγραφικής ενδεδυμένο ράσο δοκίμου μοναχού στα Μετέωρα δίπλα στον δάσκαλό του, τον Κόντογλου. Και ύστερα έναν φαντάρο ταλαιπωρημένο από τις κακουχίες να ποζάρει ντυμένος βαριά με χλαίνη, είτε δίπλα στον Διαμαντή Διαμαντόπουλο είτε στο μέτωπο της ελληνοαλβανικής μεθορίου να κρατάει την εικόνα που έφτιαξε μόνος του. Και ύστερα έναν νεαρό δάσκαλο ζωγραφικής, αδυνατισμένο από τις κακουχίες της γερμανικής κατοχής, περιστοιχισμένο από τους μαθητές του. Και την ίδια περίοδο τον βρίσκουμε (εκείνον, που αγαπούσε πολύ τους ρόλους και το θέατρο) παρενδυτικά μεταμορφωμένο, άλλοτε σε Αΐντα και άλλοτε σε Τραβιάτα για να διασκεδάσει τους φίλους του, τον καιρό της δυστυχίας. Και ύστερα, όταν πια τα νιάτα άρχισαν να φεύγουν, ξαπλωμένο σε ένα φτωχικό εργαστήριο στη σοφίτα ενός μεγάρου, με λευκό φανελάκι –ανοιχτή λαιμόκοψη– και ελάχιστα μαλλιά στο κεφάλι, περιτριγυρισμένο από τα έργα των χειρών του με τα γυμνά και ντυμένα ανδρικά μοντέλα. Και ύστερα έναν μεσήλικα με τα σημάδια της φθοράς στο πρόσωπο και τον τράχηλο. Και ύστερα ο γνωστός πια πολιός γέρων με την άσπρη γενειάδα και το ασκητικό πρόσωπο. Και τέλος, μόνος πια, όπως όλοι την υστάτη ώρα: επελθών ο θάνατος ταύτα πάντα εξηφάνισται – χάθηκε για πάντα η ευγενική, χαριτωμένη και εράσμια μορφή του.
Το πρόσωπο του Γιάννη Τσαρούχη είναι βασανισμένο. Για χάρη του απροκάλυπτου, στη ζωγραφική, ομοερωτισμού του, ποιος ξέρει πόσους εμπτυσμούς, πόσους προπηλακισμούς, πόσα ραπίσματα θα είχε υποστεί κοινωνικά! Για χάρη του ανομολόγητου μεν, εμφανούς δε στη ζωή ομοερωτισμού του, ποιος ξέρει πόσο θα είχε υποφέρει στην αναζήτηση εφήμερων ή σταθερών ερώτων, πόσες απογοητεύσεις, πόσες προδοσίες, πόσα κολαφίσματα, πόσες ύβρεις και πόσο όξος και χολή θα τον είχαν ποτίσει! Τα ανδρικά σώματα που αγάπησε τόσο και τα είχε απεικονίσει με τόση φροντίδα στα έργα του, ήξεραν χίλιους τρόπους να τον κάνουν να πονέσει και το είχαν καταφέρει με μεγάλη επιτυχία. Η σάρκα του είχε ομοιωθεί με τη σάρκα του Αδωνι που πόνεσε βαθιά.
Η μορφή του Γιάννη Τσαρούχη είναι πάντα παρούσα σε όσους αγαπούν τη ζωγραφική, ξέρουν να βλέπουν και μπορούν να ξεχωρίζουν ποιότητες. Θα βρίσκεται πάντα εκεί και θα περιμένει όσους θα έχουν κουραστεί από τον κατακλυσμό των τεχνητών εικόνων και παραδείσων, των διανοητισμών, των πολιτικών και ιδεολογικών σκοπιμοτήτων και ψυχολογικών συμπλεγμάτων που μεταμφιέζονται σε τέχνη. Θα είναι πάντα εκεί και θα περιμένει για να ψιθυρίσει μυστικά, σε όσους θα εκτιμήσουν πια τη ζωγραφική, τα λόγια από το αγαπημένο του μεσοπολεμικό τανγκό του Κλέωνος Τριανταφύλλου:
Αν βγουν αλήθεια
όσα νομίζεις παραμύθια
αν δυστυχήσεις
την πόρτα μου έλα να χτυπήσεις
(Αν βγουν αλήθεια, 1929).
Η μορφή του Γιάννη Τσαρούχη έχει απεικονιστεί, στην παρούσα έκθεση, από δεκαπέντε ομοτέχνους του. Ολοι τους κλίνουν ευλαβικά το γόνυ στην τέχνη του και νοσταλγούν ό,τι χάσαμε: το πιο τίμιο – τη μορφή του.
*Ο Ν. Π. Παΐσιος είναι παθολόγος, λοιμωξιολόγος.
*Στον χώρο τέχνης Π7 άνοιξε από τις 29 Απριλίου η έκθεση «Το πιο τίμιο. Δεκαπέντε ζωγράφοι απεικονίζουν τον Γιάννη Τσαρούχη». Ο κατάλογος της έκθεσης κυκλοφόρησε σε μικρό αριθμό αντιτύπων και εκτός εμπορίου. Η «Κ» δημοσιεύει για τους αναγνώστες της σε αποκλειστικότητα το εισαγωγικό κείμενο του καταλόγου.

