ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΙΘΥΜΗΤΡΗΣ
Λαύριο αναλυόμενο – Αλλοιώσεις και αναιρέσεις σε μια νεωτερική πόλη
επίμετρο: Τζένη Λιαλιούτη
εκδ. Τόπος
Το βιβλίο του Γιώργου Μπιθυμήτρη «Λαύριο αναλυόμενο – Αλλοιώσεις και αναιρέσεις σε μια νεωτερική πόλη» αποτελεί σημαντική συνεισφορά στη σύγχρονη κοινωνική σκέψη, που εκτείνεται πολύ πέραν του στενού γεωγραφικού πλαισίου του Λαυρίου, καθώς αναδεικνύονται οικουμενικά ζητήματα, όπως η δυνατότητα να διάγει κανείς μια «καλή ζωή» μέσω ικανοποιητικών σχέσεων με τον εαυτό και τον κόσμο. Το έργο βασίζεται σε 50 συνεντεύξεις με κατοίκους του Λαυρίου, ακολουθώντας μια «ψυχαναλυτικά ενημερωμένη βιογραφική – αφηγηματική προσέγγιση», και έρχεται να συμπληρώσει προηγούμενες δουλειές του Μπιθυμήτρη για την ταυτότητα του συνδικαλιστικού κινήματος και τα μετα-τραυματικά πλαίσια των ταξικών ταυτίσεων.
Είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο που συνδυάζει με άρτια ισορροπία την επιστημονική γλώσσα και σχολαστικότητα με τη μεστή αφήγηση, διανθισμένη με υποδόριο χιούμορ και προσωπικές αναφορές. Παρά την πολύπλοκη θεωρητική του βάση, το περιεχόμενο παρουσιάζεται στους αναγνώστες με τρόπο κατανοητό, εύληπτο και ελκυστικό, αποφεύγοντας την παγίδα της ελιτίστικης, δυσνόητης γλώσσας που συχνά μεσουρανεί στις κοινωνικές επιστήμες, διαλέγοντας τον δρόμο της ουσιαστικής προσβασιμότητας σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, μια, κατά τη γνώμη μου, βαθιά δημοκρατική επιλογή.
Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκονται οι άνθρωποι μιας (οποιασδήποτε) μικρής ευρωπαϊκής αποβιομηχανοποιημένης πόλης στον απόηχο πολλαπλών κρίσεων. Παρόλο, μάλιστα, που οι αφηγητές του συγγραφέα δεν είναι όλοι, και ίσως ούτε καν οι περισσότεροι, βιομηχανικοί εργάτες, μέσα από το βιβλίο αναδύεται αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως βιομηχανική συνείδηση ή βιομηχανική μνήμη, που διαπνέει το συλλογικό φαντασιακό των αποβιομηχανοποιημένων κοινοτήτων. Το Λαύριο, όπως και τόσες άλλες πρώην βιομηχανικές πόλεις, είναι «μια πόλη ξένων», η συλλογική μνήμη της οποίας «φτιάχτηκε από μια εργατική τάξη από αλλού φερμένη».
Αλλη αρετή του βιβλίου είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας, χωρίς να δημιουργεί στεγανά ή αδιαπέραστες ταξινομήσεις, αντιμετωπίζει αναλυτικές κατηγορίες, όπως η τάξη, η καταγωγή, το φύλο και η ηλικία. Ξεχωρίζει η αναφορά σε μια αρκετά αγνοημένη πτυχή της έμφυλης εμπειρίας, την εμπειρία της πατρότητας, όπου με ιδιαίτερη τρυφερότητα και βάθος περιγράφονται τα συναισθήματα που δημιουργούν στους άνδρες το πρώτο κράτημα του μωρού τους ή η απόκτηση θετών παιδιών μέσω της συντρόφου τους.
Η ένταξη του βιβλίου στο πεδίο των επονομαζόμενων ψυχοκοινωνικών σπουδών αποτελεί ακόμη ένα καθοριστικό στοιχείο της αξίας του. Ο Μπιθυμήτρης δεν εγκλωβίζεται στις παραδοσιακές διχοτομίες που απομονώνουν το ψυχολογικό/ψυχαναλυτικό από το κοινωνικό, αλλά επιλέγει τη διαλεκτική σύνθεση μεταξύ τους, μια μεθοδολογική επιλογή μα και πολιτική θέση. Ο διάλογος μεταξύ κοινωνικού και ψυχολογικού/ψυχαναλυτικού διαπερνά τις σκληρές κατηγοριοποιήσεις που είτε, από τη μία, εξετάζουν τον ψυχισμό ως αποτέλεσμα αυστηρά ατομικών διεργασιών που αγγίζουν μόνο τον σκληρό πυρήνα της πατρικής οικογένειας είτε, από την άλλη, αναλύουν τα κοινωνικά φαινόμενα ως συνέπεια μονάχα οικονομικών σχέσεων.
Ο τρίτος δρόμος
Ο συγγραφέας επιλέγει έναν τρίτο δρόμο, όπου ψυχή και κοινωνία συνδιαμορφώνονται: «είμαστε κυριολεκτικά φτιαγμένοι από κοινωνία, όσο και η κοινωνία είναι φτιαγμένη από εμάς», γράφει.
Τα τραύματα μπορεί να έχουν κοινωνική καταγωγή, όπως π.χ. το κλείσιμο των εργοστασίων στο Λαύριο, αλλά και η συγκρότηση μιας κοινωνίας πλάθεται από το δημιουργικό άθροισμα και την αλληλεπίδραση των ψυχισμών των υποκειμένων της. Ο συγγραφέας διατηρεί σε ισορροπία τόσο την επίγνωση των κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών –σε αυτό συνδράμει σημαντικά και η ιστορική έρευνα, αντλημένη από ανεξερεύνητες πρωτογενείς πηγές από την ιστορικό Τζένη Λιαλιούτη στο επίμετρο του βιβλίου– όσο και τα ευήκοα ώτα απέναντι και πλάι σε διαφορετικούς ανθρώπους με σάρκα και οστά, συναισθήματα, ματαιώσεις, μνήμες, τραύματα, πένθη και ελπίδες. Προσεγγίζει τις ιστορίες τους με αυτό που ο ιστορικός Ντομινίκ ΛαΚάρπα ονομάζει «κριτική και ενσυναίσθηση»· κριτικά, γιατί διαγιγνώσκει πως κάτι βασανίζει και δεν μπορεί να βιωθεί μια καλή ζωή, αλλά και με ενσυναίσθηση, καθώς επιτυγχάνει κάτι πολύ δύσκολο, αν και ευκταίο για τους κοινωνικούς επιστήμονες: να φτιάξει έναν ενδιάμεσο χώρο όπου, όπως υποστηρίζει ο Βρετανός ψυχαναλυτής Ντόναλντ Γουίνικοτ, παίζοντας τα παιδιά, μιλώντας οι αναλυόμενοι στις ψυχαναλυτικές συνεδρίες, κάνοντας τέχνη οι καλλιτέχνες και, τελικά, μοιραζόμενοι οι αφηγητές τη ζωή τους με τον κοινωνικό επιστήμονα, βρίσκουν κάτι από τον αληθή εαυτό τους.
* H κ. Δανάη Καρυδάκη είναι δρ Ιστορίας, Birkbeck, University of London.

