Κύπρος, Αύγουστος 1964. Στον κόλπο της Μόρφου πλέει το «Φαέθων» με κυβερνήτη τον Δημήτρη Μητσάτσο, όταν δέχεται σφοδρή τουρκική αεροπορική επιδρομή. Θα χαθούν επτά άνδρες και θα τραυματιστούν δεκάδες από το πλήρωμα – μεταξύ αυτών και ο Μητσάτσος ο οποίος έχασε το χέρι του. Η αποστολή κρατήθηκε απόρρητη για πάνω από μισό αιώνα. Οι προτάσεις για ηθικές αμοιβές έπεσαν στο κενό. Από το βιβλίο του «Αρση απορρήτου. Από την άγνωστη μάχη του “Φαέθων” στον κόσμο των επιχειρήσεων», που κυκλοφορεί εντός των ημερών από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, η «Κ» προδημοσιεύει σήμερα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τη δραματική μάχη του 1964. -Η. Μ.

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Η επίθεση των Τούρκων ήταν ακριβώς οι ασκήσεις που περιέγραφαν τα εμπιστευτικά εγχειρίδια του ΝΑΤΟ, αυτά που χρησιμοποιούσαμε κι εμείς στα γυμνάσια. Ηταν μία από τις ασκήσεις – επιθέσεις αεροσκαφών, νομίζω CASEX ή TACEX. Την είχα κάνει αρκετές φορές στον στόλο και γι’ αυτό ήξερα τι θα έκαναν οι Τούρκοι. Ερχονταν σε ζεύγη από την πλευρά του ήλιου και, αφού μας χτύπαγαν, απομακρύνονταν για να επιστρέψουν συνεχίζοντας τις επιθέσεις. Δεν ξέρω πόσα αεροπλάνα πήραν μέρος, αλλά δύο πάντα μας επιτίθονταν.
Δεν μπορώ να περιγράψω τι ένιωσα βλέποντάς τα να βουτάνε κατευθείαν στο καράβι. Οσο πλησίαζαν και μεγάλωναν, έμοιαζε σαν να σκόπευαν εμένα προσωπικά. Οπως στεκόμουν στην έξω γέφυρα και το αεροπλάνο κατέβαινε χαμηλά, νόμιζα πως ο πιλότος με ήξερε και ότι ο στόχος του ήμουν εγώ.

Είναι αδύνατο να ξεχωρίσω τα συναισθήματα εκείνης της στιγμής, πάντως το κυρίαρχο ήταν απερίγραπτος φόβος. Ο θόρυβος των αεροπλάνων και των εκρήξεων δημιουργούν μια ατμόσφαιρα πολύ τρομακτική. Εσκυψα και αυθόρμητα έβαλα το κεφάλι μου κάτω από μια ξύλινη καρέκλα που υπήρχε για να προφυλαχθώ… Μάλλον όμως γιατί φοβόμουν να συνεχίσω να κοιτάζω τον πιλότο, που κατέβαινε ταχύτατα.
Από κάποιο σημείο όμως και μετά δεν άκουγα πια τον εκκωφαντικό θόρυβο των κινητήρων και τις εκρήξεις. Ηταν σαν να βρισκόμουν σ’ έναν άλλο κόσμο. Αφάνταστο μίσος, λύσσα για εκδίκηση και επιβίωση με είχαν κυριεύσει, διώχνοντας τον φόβο που παραλύει τα γόνατα.

Τα αεροπλάνα συνέχισαν να μας πολυβολούν και να μας ρίχνουν ρουκέτες κατεβαίνοντας χαμηλά, ώσπου χτυπήσαμε ένα και ο πιλότος του εκτινάχτηκε και έπεσε στο Καραβοστάσι με αλεξίπτωτο. Από εκείνη τη στιγμή αύξησαν το ύψος, χάνοντας έτσι την ευχέρεια ακριβέστερης σκόπευσης.
Οπως στεκόμουν στην έξω γέφυρα και το αεροπλάνο κατέβαινε χαμηλά, νόμιζα πως ο πιλότος με ήξερε και ότι ο στόχος του ήμουν εγώ.
Η μόνη λύση που είχα για να σώσω το πλήρωμα και το ΦΑΕΘΩΝ ήταν να καλυφθώ από τα δύο αμερικάνικα φορτηγά. Συνέχισα όσους ελιγμούς μου επέτρεπε η μία μηχανή, κινούμενος πολύ κοντά και ανάμεσα στα εμπορικά καράβια. (…)

Κάποια στιγμή που ο φοβερός ορυμαγδός είχε κοπάσει, όταν τα αεροπλάνα, μετά την επίθεσή τους, έκαναν τον γύρο του όρμου για να γυρίσουν και να μας χτυπήσουν ξανά, διέταξα στον φωναγωγό αλλαγή πορείας, αλλά κανείς δεν μου απάντησε. Αναγκαστικά ούρλιαξα για να με ακούσει η τιμονιέρα: «Ολο αριστερά πηδάλιο!». Ο ΦΑΕΘΩΝ όμως έστριβε δεξιά και μάλιστα γρήγορα, παρόλο που με τη μία μηχανή που είχαμε δεν πηγαίναμε με πάνω από 7 κόμβους. Ηταν σαν να μη με άκουγε ο πηδαλιούχος. Ετρεξα προς την τιμονιέρα και, όπως κατέβαινα τα σκαλιά που τη χώριζαν από την έξω γέφυρα, έπεσα πάνω σ’ έναν ναύτη που έβγαινε φωνάζοντας: «Θα μας σκοτώσουν! Θα μας πνίξουν!». Είδα στο πρόσωπό του τον πανικό, που δεν έπρεπε ν’ αφήσω να απλωθεί στο πλήρωμα, αν έβγαινε στο κατάστρωμα. Χωρίς να το πολυσκεφτώ σήκωσα το δεξί μου χέρι και τον χαστούκισα μάλλον δυνατά, γιατί λύγισε και έκατσε στα σκαλοπάτια. Το χαστούκι εκείνο τον έσωσε. Οπως έπεφτε, ένα βλήμα τον χτύπησε και τρύπησε το κράνος του τραυματίζοντάς τον, ευτυχώς ξυστά, στο πλάι του κεφαλιού. Εκατσε στο δάπεδο φοβισμένος, αλλά ήρεμος.
Οταν συναντηθήκαμε τυχαία τη δεκαετία του 1980 στον Πειραιά, μου είπε πως υπέφερε συχνά από πονοκεφάλους. Είχε όμως δίκιο ο άνθρωπος να νιώσει τέτοιο φόβο μέσα στην τιμονιέρα. Το ΦΑΕΘΩΝ έστριβε δεξιά γιατί ο Νικόλας, ο πηδαλιούχος, είχε σκοτωθεί και είχε πέσει δίπλα στο πηδάλιο, που γύρναγε πλέον μόνο του από τη δύναμη της μοναδικής αριστερής μηχανής.
Επειδή δεν υπήρχε άλλος, έπιασα εγώ το πηδάλιο, ενώ σε λίγο ήρθε κοντά μου και ο φίλος μου ο ύπαρχος. Μου ψιθύρισε πως σκοτώθηκε ο Α΄ μηχανικός και ο ναύτης Θεοδωράτος στο μηχανοστάσιο. Στον κλειστό, ασφυκτικό του χώρο ήταν μόνος του ο Β΄ μηχανικός, ο υπαξιωματικός Ρεμουντάκης. Μου είπε ακόμη πως καιγόταν το πρυμναίο μπαλαούρο και πως στις πλευρές του σκάφους οι ρουκέτες είχαν ανοίξει τρύπες. Το πυροβόλο όμως στην πρύμνη συνέχιζε να ρίχνει.
Απείχαμε από την ακτή και όσο πέρναγε η ώρα οι ελπίδες να σώσω το πλήρωμα μειώνονταν. Με φωτιά στην πρύμνη, μέσα σ’ έναν χώρο γεμάτο εύφλεκτα υλικά, οι προοπτικές μας δεν ήταν καθόλου καλές. Δεν είχα άλλη λύση παρά να ρίξω το ΦΑΕΘΩΝ στην ακτή, σε μέρος όμως που θα μπορούσε το πλήρωμα να προφυλαχθεί. (…)

Αφού βεβαιώθηκα πως δεν υπήρχε άλλος στο πλοίο παρά μόνον οι νεκροί κι εγώ, και πως η Κυπριακή Σημαία κυμάτιζε στον ιστό, έριξα μια τελευταία ματιά στο μοναδικό πολεμικό καράβι που κυβέρνησα ποτέ και πήδηξα στη θάλασσα.
Επρεπε να κολυμπήσω την απόσταση από το καράβι ως την προβλήτα, αλλά τα αεροπλάνα πέρναγαν από πάνω και πολυβολούσαν τους ναυαγούς. Σαν να έκαναν σκοποβολή. Με χτύπησαν στον αριστερό καρπό και κοντά μου σκότωσαν τον πυράρχη, τον Αγάθο.

