Στην έκθεση του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς (Λάκης Παπαστάθης: αναζητώντας τη χαμένη εικόνα – μέχρι τις 20 Ιουλίου) ο επισκέπτης δεν θα αντικρίσει ούτε ένα έργο του Στέφανου Δασκαλάκη. Η παράλειψη είναι μικρή και φαινομενικά ασήμαντη στο πλαίσιο μιας τόσο σπουδαίας έκθεσης, αλλά για όσους γνωρίζουν τη σχέση της βαθύτατης φιλίας ανάμεσα στον σκηνοθέτη και τον ζωγράφο είναι μεγάλη και σημαντική. Για να θεραπεύσωμεν [ή θεραπεύσουμε, αλλά χωρίς πλαγιασμό] την Βαβυλώνα ίνα ιαθή (ας χρησιμοποιήσουμε εκκλησιαστική ορολογία αφού το επιτρέπει το κλίμα των ημερών) θα ασχοληθούμε με τρεις προσωπογραφίες του Παπαστάθη από τον Δασκαλάκη.
Το πράσινο αμπέχονο
Στην πρώτη (εικ. 1), ο ζωγράφος απεικονίζει τον κινηματογραφιστή καθιστό, σε στάση τριών τετάρτων, να ατενίζει μακριά και με το βλέμμα του να αναζητεί κάποια χαμένη εικόνα. Το πράσινο αμπέχονο τονίζει τα ομοιόχρωμα μάτια του, ο σκούφος, δίκην παπαδιαμαντικού «ναυτικού κούκου», κρατά σε τάξη τα ατίθασα μαλλιά του, η παρουσία του είναι επιβλητική, ήρεμη, συγκροτημένη και συγκρατημένη, θεληματική και εντελώς προσηλωμένη στον αόρατο στόχο του και η μικρή συνοφρύωση στο κέντρο του μετώπου, πάνω ακριβώς από τα μάτια, προδίδει βαθιά σκέψη και ίσως κάποιον προβληματισμό.
Το σώμα του είναι εγγεγραμμένο σε σκαληνό τρίγωνο και, μέσα στην πληθωρικότητά του, μοιάζει με ορεινό όγκο, σαν ένας τραχύς (και πάλι παπαδιαμαντικός) «απορρώξ βράχος», αλλά η βαρύτητα αυτή εξισορροπείται στην εντέλεια από τις πινελιές του Δασκαλάκη, που αποδίδουν τις φόρμες με ρευστή ταχύτητα, όπως η τρικυμισμένη θάλασσα από όπου αναδύεται κλιμακωτά ο φάρος του κεφαλιού, και εν τω φωτί του προσώπου του διασκορπίζονται τα σκοτάδια του φόντου.
Τρεις προσωπογραφίες του Λάκη Παπαστάθη από τον Στέφανο Δασκαλάκη απουσιάζουν από την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη. Η παράλειψη, για όσους γνωρίζουν τη βαθύτατη φιλία ανάμεσα στον σκηνοθέτη και τον ζωγράφο, είναι σημαντική.
Χρωματικά, το μυστικό της επιτυχίας του έργου βρίσκεται ακριβώς εδώ. Τα θερμά κόκκινα-μωβ του σκούρου και ερεβώδους φόντου, δίπλα στο πρόσωπο του Παπαστάθη, δημιουργούν μια επιβεβλημένη αντίθεση στους πράσινους ψυχρούς τόνους του αμπέχονου και του μπλε-μαύρου του σκούφου. Οι ταραγμένες πινελιές του Δασκαλάκη, που αποδίδουν τις διάφορες φόρμες των πτυχών του αμπέχονου δημιουργούν ταυτόχρονα ένα ατέρμονο παιχνίδι αντιθετικών κατευθύνσεων και συστροφών, ένα παλλόμενο εικαστικό αποτέλεσμα και έτσι απεικονίζεται με μεγαλύτερη δύναμη η εσωτερική ζωή του Παπαστάθη.
Αισιοδοξία για τη ζωή
Η δεύτερη προσωπογραφία (εικ. 2) έχει γίνει με μεγαλύτερη bravura και συμπληρώνει αρμονικά την πρώτη. Ο ζωγράφος έχει καταφέρει να συλλάβει μια διαφορετική πτυχή του Παπαστάθη: την απορία του για τη φύση της ζωής και την αισιόδοξη, τελικά, ματιά του πάνω της. Ο Δασκαλάκης συνθέτει με μαεστρία το έργο και χτίζει με δεξιοτεχνία τις πινελιές για να συγκροτήσει αυτό το πλούσιο χρωματικά πορτρέτο. Η γνωστή, φαλσταφική παρουσία του σκηνοθέτη αντισταθμίζεται από την κινητική στάση του κεφαλιού (που στρέφεται προς το μέρος του θεατή) και από την έντονη εκφραστικότητα των χαρακτηριστικών του.
Παλιομοδίτικο καπέλο

Το τρίτο έργο (εικ. 3) δείχνει μια σχεδόν επίσημη εικόνα του Παπαστάθη. Το παλιομοδίτικο καπέλο εδώ είναι το απαραίτητο συμπληρωματικό στοιχείο ανδρικής εμφάνισης με κύρος. Το σώμα αποδίδεται σε στάση τριών τετάρτων, αλλά το πρόσωπο είναι περισσότερο στραμμένο προς τα εμπρός, με τη χαρακτηριστική ελαφρά πλάγια κλίση του κεφαλιού προς τα αριστερά. Η σύνθεση του πίνακα έχει γίνει πάνω σε δύο άξονες. Ο ένας είναι ο άξονας καπέλου και κεφαλιού, πλάγιος από το κέντρο και με φορά από τα αριστερά προς τα δεξιά, ενώ ο άλλος είναι ο άξονας του σώματος και έχει αντίθετη κλίση – από τα δεξιά προς τα κάτω αριστερά. Οι ελεύθερες, μεγάλες, φαρδιές, ρευστές πινελιές των ρούχων τονίζουν αυτή την αντίθεση των δύο αξόνων και επιπλέον η αντίθεση αυτή οξύνεται με τη λεπτομερή αναζήτηση της μικρότερης φόρμας και των τοπικών χρωμάτων στα επιμέρους στοιχεία του προσώπου και του καπέλου.

Το πρόσωπο του Παπαστάθη είναι σοβαρό, το βλέμμα του είναι πάλι απορροφημένο σε μακρινό αδιόρατο σημείο, όμως η ένταση της σκέψης του γίνεται φανερή από την πίεση του κάτω μέρους του κεφαλιού, στο σφιγμένο σαγόνι και στα χείλη. Κάτι τον απασχολεί, κάποιο πρόβλημα προσπαθεί να επιλύσει. Στιγμές περίσκεψης και περισυλλογής, που κατάφερε να συλλάβει και να αποδώσει ο ζωγράφος με σκοπό να απεικονίσει την πνευματικότητα του σκηνοθέτη. Το πιθανότερο πως ό,τι απασχολεί τελικά τον Παπαστάθη είναι η θέλησή του να μετέχει σε μια άκρως δημιουργική καλλιτεχνική λειτουργία, αυτή της ζωγραφικής. Ο ίδιος δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του στη ζωγραφική και ιδιαίτερα στην τέχνη του Στέφανου Δασκαλάκη.
Ο Στέφανος Δασκαλάκης είχε κερδίσει την καρδιά του Λάκη Παπαστάθη και το αντίστροφο, γι’ αυτό και στο τέλος ο ζωγράφος στάθηκε πραγματικός φίλος και αδελφός στον σκηνοθέτη τις ώρες της ύστατης δοκιμασίας.
Τα θερμά καφέ χρώματα του καπέλου και τα ψυχρά γαλάζια-μπλε των ρούχων δίνονται με ισορροπημένη ανάμειξη σε μικρές περιοχές του προσώπου και δημιουργούν έτσι ένα θαυμαστό πέρασμα μεταξύ των δύο ξεχωριστών χρωματικών περιοχών του έργου. Η ελαφρότατη, αιθέρια, πρασινωπή αχλή τού θερμά διαβαθμισμένου φόντου, στο πάνω μέρος του έργου, τονίζει το καπέλο και το καλυμμένο μέρος του κεφαλιού και προσδίδει μιαν αίσθηση απόμακρης και απροσπέλαστης νοσταλγικής εικόνας. Πρόκειται για ξεχωριστό έργο που αποδίδει τη λεπτή ιδιοφυΐα του Παπαστάθη, που με το ταλέντο και το ακούραστο έργο του χάρισε σε όλους μας, μαζί με τον αδελφοποιτό του Τάκη Χατζόπουλο, μια πραγματικά σπουδαία παρακαταθήκη μνήμης: τη σειρά ντοκιμαντέρ «Παρασκήνιο».
Η καρδιά ενός ανθρώπου
Στο προοίμιο του Μπολιβάρ, ο Νίκος Εγγονόπουλος βάζει για δεύτερο μότο μια παροιμία στα γαλλικά: «Le coeur d’un homme, vaut tout l’or d’un pays» – η καρδιά ενός ανθρώπου αξίζει όσο όλο το χρυσάφι ενός τόπου. Η προέλευση της ρήσης ανάγεται σε κάποια γαλλική Γέστα ή ιπποτικό τραγούδι του Μεσαίωνα, αλλά εδώ θα την παραλλάξουμε λίγο – η καρδιά ενός ανθρώπου αξίζει όσο όλο το χρυσάφι του κόσμου. Ο Στέφανος Δασκαλάκης είχε κερδίσει την καρδιά του Λάκη Παπαστάθη και το αντίστροφο, γι’ αυτό και στο τέλος ο ζωγράφος στάθηκε πραγματικός φίλος και αδελφός στον σκηνοθέτη τις ώρες της ύστατης δοκιμασίας και της αναστάσιμης οδύνης. Και ο εωρακώς μεμαρτύρηκεν και αληθινή αυτού εστίν η μαρτυρία.

