Το 2013, τη χρονιά που εξελέγη Πάπας, το Βατικανό συμμετείχε για πρώτη φορά στην Μπιενάλε της Βενετίας – το περίπτερό του ήταν εμπνευσμένο από βιβλικές αφηγήσεις της Γένεσης και περιλάμβανε φωτογραφίες του Γιόζεφ Κουντέλκα και άλλων σύγχρονων δημιουργών. Δύο χρόνια αργότερα, κυκλοφόρησε ο ίδιος ένα βιβλίο με τίτλο «Η ιδέα μου για την τέχνη», ενώ το 2020, στην επέτειο των 500 χρόνων από τον θάνατο του Ραφαήλ, η Καπέλα Σιξτίνα, υπό την εποπτεία του, φιλοξένησε ξανά τις ταπισερί του 16ου αιώνα που είχε σχεδιάσει ο μεγάλος αναγεννησιακός δάσκαλος για να συνοδεύουν τις τοιχογραφίες του Μικελάντζελο. Φυσικά, ο Πάπας Φραγκίσκος αδικείται αν μνημονευτεί σαν… καλλιτεχνικός επιμελητής και όχι σαν ο «Ποντίφικας των φτωχών». Ωστόσο, η δωδεκαετής θητεία του είχε άπλετο χώρο για την καλλιτεχνική δημιουργία και την πολιτιστική κληρονομιά, τις οποίες υποστήριξε ανταποκρινόμενος σε αιτήματα του σήμερα.
Το ενδιαφέρον του για τις τέχνες διαπιστώνεται κατ’ αρχήν και από τις σελίδες της αυτοβιογραφίας του, «Ελπίδα». Μιλώντας για ένα ταξίδι του στη Λαμπεντούζα, αυτό το σύμβολο των τραγωδιών της μετανάστευσης, που φέρνει τους πάντες ενώπιον των ευθυνών τους, ο Φραγκίσκος θυμάται το θεατρικό του Λόπε δε Βέγα «Φουέντε Οβεχούνα», όπου οι κάτοικοι της ομώνυμης πόλης ερωτούνται από έναν δικαστή ποιος σκότωσε τον κυβερνήτη τους κι εκείνοι απαντούν: «Η Φουέντε Οβεχούνα, κύριε», δηλαδή «όλοι και κανείς». Η «Γλυκιά ζωή» του Φελίνι γίνεται όχημα ανακάλυψης «του θεού μέσα σε όλα τα πράγματα», όπως εξηγεί στην ταινία ένας νεαρός ακροβάτης που βρίσκει νόημα ακόμη και σε ένα πετραδάκι, ενώ η αγάπη του Φραγκίσκου για τον Ρομαντισμό εκφράζεται μέσα από τους στίχους του Χέλντερλιν. Σε άλλο σημείο, ο εκλιπών θυμάται τον Βραζιλιάνο ποιητή και συνθέτη Βινίσιους ντε Μοράες, που πίστευε ότι «η ζωή, φίλε μου, είναι η τέχνη της συνάντησης, παρόλο που υπάρχουν πολλές διαφωνίες», ενώ δεν λείπουν και οι αναφορές στο ταγκό: «Είναι νεύρο, είναι ουσία, είναι χαρακτήρας», γράφει ο Φραγκίσκος, που γεννήθηκε στο Μπουένος Αϊρες, «ένας συγκινησιακός, βαθύτερος διάλογος που έρχεται από μακριά, από μια αρχαία ρίζα, και περιλαμβάνει τόσο τη θέλησή μας να καθοδηγούμε, όσο και να καθοδηγούμαστε, τη στοργή και την υπευθυνότητα με την οποία φροντίζουμε τον άλλον».
Το 2022 δώρισε στην Ελλάδα τρία θραύσματα του Παρθενώνα, από τις συλλογές του Βατικανού, ως «χειροπιαστό δείγμα της ειλικρινούς επιθυμίας του να ακολουθήσει το οικουμενικό μονοπάτι της αλήθειας».
Οι καλλιτέχνες που αυτές τις ημέρες τον αποχαιρετίζουν δεν είναι λίγοι (ενδεικτικά, ο Μάρτιν Σκορτσέζε τον χαρακτήρισε «αξιοσημείωτο» από κάθε άποψη και τόνισε ότι ο Φραγκίσκος «δεν σταμάτησε ποτέ να μαθαίνει και να διαφωτίζει») ενώ μετά τον θάνατό του, κινηματογραφικές ταινίες όπως το «Κονκλάβιο» γίνονται ξανά δημοφιλείς. Ο ίδιος, εξάλλου, έμοιαζε ανοιχτός ακόμη και σε δημιουργούς κάθε άλλο παρά αγαπητούς στο συντηρητικό κομμάτι της Καθολικής Εκκλησίας, όπως για παράδειγμα ο Αντρέ Σεράνο, υπεύθυνος για το αμφιλεγόμενο έργο «Piss Christ», ο οποίος ήταν ένας από τους 200 καλλιτέχνες που το 2023 κλήθηκαν στην Καπέλα Σιξτίνα για τον εορτασμό των 50 χρόνων από τη δημιουργία της συλλογής σύγχρονης τέχνης του Βατικανού (την οποία ο Φραγκίσκος ενίσχυσε με το άνοιγμα μιας ακόμη αίθουσας).
«Η τέχνη έχει την ιδιότητα μιας “πόλης-καταφυγίου”, μιας πόλης που δεν υπακούει στο καθεστώς της βίας και των διακρίσεων, αλλά δημιουργεί μορφές ανθρώπινου ανήκειν, ικανές να αναγνωρίζουν, να συμπεριλαμβάνουν, να προστατεύουν και να τους αγκαλιάζουν όλους», δήλωσε το 2024, στην επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Μπιενάλε της Βενετίας. Ενώ σε εκείνο το βιβλίο του περί τέχνης, έλεγε ότι τα μουσεία του Βατικανού «πρέπει να ανοίξουν τις πόρτες τους σε ανθρώπους από όλο τον κόσμο και να χρησιμεύσουν ως μέσο διαλόγου μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών και θρησκειών, ως μέσο ειρήνης». Το τελευταίο το έκανε με έναν τρόπο πράξη και το 2022, όταν δώρισε στην Ελλάδα τρία θραύσματα του Παρθενώνα, τα οποία ανήκαν στις συλλογές του Βατικανού, ως «χειροπιαστό δείγμα της ειλικρινούς επιθυμίας του να ακολουθήσει το οικουμενικό μονοπάτι της αλήθειας». Στη δήλωσή της για την εκδημία του Φραγκίσκου, η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, μνημόνευσε εκείνη τη γενναιόδωρη κίνησή του, όπως άλλωστε και η διοίκηση του Μουσείου της Ακρόπολης.

«Ηταν ένας άνθρωπος ουσιαστικός, που μιλούσε με πράξεις και ο οποίος δεν δώρισε ένα θραύσμα του Παρθενώνα, αλλά όσα βρίσκονταν στο Βατικανό, κάτι που δείχνει τη μεγαλοσύνη του και το νόημα της προσφοράς του», λέει στην «Κ» ο γενικός διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης, Νίκος Σταμπολίδης. «Και αυτό που συγκινεί είναι ότι δεν το έκανε μόνον ως αρχηγός κράτους, αλλά ως θρησκευτικός ηγέτης ενός δισεκατομμυρίου καθολικών ανά τον κόσμο. Είναι ένα τεράστιο παράδειγμα προς μίμηση για όσους αντιλαμβάνονται τι σημαίνει “αποκαταστατική δικαιοσύνη”, δηλαδή μια δικαιοσύνη που κραυγάζει η ίδια το νόημά της: ότι το σώμα του Παρθενώνα ζητάει την αποκατάστασή του. Και αυτή η δικαιοσύνη ήταν στα μάτια του Ποντίφικα προτεραιότητα».

