Αν και γυναίκα της πόλης με καταγωγή από την Κεφαλονιά και την Ανδρο και έχοντας ήδη γράψει δύο μυθιστορήματα, το «Χάλκινο γένος» που μας μεταφέρει στα Επτάνησα και την «Ατροπο ή Η ζωή και ο θάνατος της Βενετίας Δαπόντε», όπου τα γεγονότα διαδραματίζονται σε κάποιο νησί του Αιγαίου, η Μαρία Σκιαδαρέση αποφάσισε να μιλήσει αυτή τη φορά, μέσα από το νέο της βιβλίο «Αντιγόνη απ’ το Πουσκάρ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, για την επαρχία της Βοιωτίας.
«Ηθελα να γράψω για τη γη και τους ανθρώπους που τη δουλεύουν», λέει στην «Κ» η Μαρία Σκιαδαρέση και μας εξηγεί ότι το κύριο έναυσμά της ήταν η συνάντηση με ένα νεαρό εργάτη γης και τον εργοδότη του, οι οποίοι αποτελούν και δύο από τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου. Πηγαινοερχόμενη τα τελευταία 23 χρόνια στην επαρχία και μένοντας μόνιμα, για κάποιο διάστημα, σε ένα μικρό χωριό κοντά στη Θήβα, γνώρισε και συναναστράφηκε με ντόπιους και μετανάστες, με αποτέλεσμα να γεννηθεί η ιστορία της Ανίλας, μιας σύγχρονης Αντιγόνης ινδικής καταγωγής.
Είναι μια γυναίκα μορφωμένη, από κάστα αριστοκρατική, η οποία έπειτα από έναν επιβεβλημένο γάμο καταφέρνει να ξεφύγει από το καταπιεστικό οικογενειακό και κοινωνικό της περιβάλλον και να ακολουθήσει τον αδερφό της, Χόντι, στην Ελλάδα. Και οι δυο τους εργάζονται για μια οικογένεια μεγαλογαιοκτημόνων, τους Πεκμετζίδες, αποτελώντας αναπόσπαστα μέλη του εργατικού προσωπικού, αλλά και της ίδιας της οικογένειας. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους αγρότες της περιοχής, που απασχολούν μετανάστες για την καλλιέργεια χωραφιών, ο Ηλίας Πεκμετζής είναι ένας ανοιχτόμυαλος γαιοκτήμονας, που βρίσκει στα μάτια του Χόντι τον αδικοχαμένο πρωτότοκο γιο του, Διονύση, ο οποίος επίσης εξαφανίζεται και δολοφονείται, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.
«Ακολουθώντας τον μύθο του Σοφοκλή, μου ταίριαζε απολύτως το θέμα της αντίστασης της ταφής, αλλά και η προβληματική σχέση μεταξύ των δύο γιων του Πεκμετζή», μας λέει η κ. Σκιαδαρέση. Πράγματι, η Ανίλα, βαθιά θρησκευόμενη, επιδιώκει να αποχαιρετίσει τον αδερφό της, τοποθετώντας το άψυχο σώμα του, αφού προχωρήσει στην εκταφή του χωρίς να γίνει αντιληπτή από τις αρχές, σε νεκρική πυρά, προσπαθώντας να μην παραλείψει τίποτα από το ινδουιστικό τελετουργικό.
Ακολουθώντας τον μύθο του Σοφοκλή, μου ταίριαζε απολύτως το θέμα της αντίστασης της ταφής, αλλά και η προβληματική σχέση μεταξύ των δύο γιων ενός εκ των πρωταγωνιστών.
«Δεχτήκαμε τους νόμους και τις αξίες της χώρας και ζήσαμε αρμονικά όλα αυτά τα χρόνια. […] να όμως που ήρθε η στιγμή να […] προβώ σε πράξη που σίγουρα θα φέρει τιμωρία. […] Να παραβώ τους νόμους της χώρας που με φιλοξενεί ή να αφήσω το πνεύμα του αδερφού μου χωρίς εξαγνισμό;», αναρωτιέται η Ανίλα πριν πάρει την τελική απόφαση. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτού του σύγχρονου μύθου, που πλέκει η κ. Σκιαδαρέση χρησιμοποιώντας πρωτοπρόσωπη αφήγηση, παίζει και ο δευτερότοκος γιος του Πεκμετζή. Αλαζόνας, τεμπέλης και κακότροπος, ο Χρήστος φαίνεται, μέσα από τις εξομολογήσεις της γυναίκας του, του πατέρα του, αλλά και του ίδιου του εαυτού, να μην είναι μόνο ο ορισμός της τοξικής αρρενωπότητας, αλλά και το μαύρο πρόβατο μιας οικογένειας που διαφέρει ριζικά από τις υπόλοιπες του χωριού. Η συμπεριφορά του μοιάζει περισσότερο με εκείνη της πλειοψηφίας των ντόπιων, που στην καλύτερη περίπτωση αντιμετωπίζουν με οίκτο τους μετανάστες εργάτες γης, όταν δεν εκδηλώνουν έμμεσα ή άμεσα τον ρατσισμό τους.
« […] κανείς εργάτης δεν τολμάει να κάτσει σε τραπέζια μαγαζιών, είναι μικρό το χωριό κι όλοι γνωρίζουν όλους, του καθενός η θέση είναι δεδομένη […]. Οσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή, κάποιος μεθάει μες στο μαγαζί και ξεκινάει καβγάς, συμβαίνουν τα αστόχαστα συχνά. Και ποιος θα την πληρώσει; Ο ξένος, ο σκουρόχρωμος, αυτός που κρέμεται από τις θελήσεις των άλλων», γράφει η κ. Σκιαδαρέση.
Ο τόπος της ιστορίας
Ο κάμπος της Βοιωτίας, που με λεπτομέρειες περιγράφει η συγγραφέας, αποτελεί ένα ζωντανό σκηνικό, το οποίο βρίσκεται σε αναβρασμό όχι μόνον εξαιτίας των όσων εκτυλίσσονται μεταξύ των πρωταγωνιστών, αλλά και λόγω του τρύγου, με τους αγρότες να δουλεύουν, κυρίως, τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου στα αμπέλια. Οπως και στα δύο προηγούμενα μυθιστορήματά της, η ίδια δίνει φωνή στον τόπο όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, μιλώντας για το πώς η φύση γίνεται καταφύγιο του ανθρώπου, για τον τρόπο με τον οποίο κρατάει και αποκαλύπτει μυστικά, αλλά και για τις αλλαγές που συντελούνται πάνω της με τα χρόνια, ακόμη και σε μικρά χωριά που δεν έχουν γνωρίσει τα θετικά, αλλά ούτε και τα αρνητικά του τουρισμού.
«Με γοήτευσε το γεγονός ότι οι πεδιάδες της Βοιωτίας είναι τουριστικά ανεκμετάλλευτες. Ομως, στενοχωρήθηκα βλέποντας πολλούς αγρότες να χρησιμοποιούν την εύφορη καλλιεργήσιμη γη τους για να “φυτέψουν” φωτοβολταϊκά. Ηταν κάτι που, επίσης, ήθελα να θίξω μέσα από το βιβλίο. Δεν γίνεται να αγνοήσω τις αλλαγές που συμβαίνουν στον τόπο όπου αναπτύσσεται η ιστορία», κλείνει η συγγραφέας.


