Σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό κίνημα της Παρακμής, καλλιτεχνικό ρεύμα που άνθησε στα τέλη του 19ου αιώνα στη λογοτεχνία και στη ζωγραφική με σκοπό να «σοκάρει τη μεσαία τάξη», η σημερινή αισθητική της decadence δεν σοκάρει κανέναν. Παρακμή, κατιούσα, ξεπεσμός, εκφυλισμός, κατάντια, κατάπτωση είναι λίγες από τις λέξεις που την περιγράφουν και οι εκφραστές της δεν είναι ούτε καλλιτέχνες ούτε λογοτέχνες.
Η αισθητική της decadence υμνεί τα γκράφιτι, τους παρατημένους κήπους της πόλης, τα σπασμένα κάγκελα και πεζοδρόμια, τη γενικότερη ακαταστασία και βρώμα και μας τα πλασάρει ως αντικομφορμιστικό θέαμα. Τρομακτικό είναι πως την αντισυστημική αυτή προσέγγιση εξάγουμε με περίσσια υπερηφάνεια και στο εξωτερικό. Αξίζει κανείς να κάνει μια απλή αναζήτηση στο Διαδίκτυο για να δει την πληθώρα τουριστικών εταιρειών και λοιπών φορέων που ξεναγούν στα υποβαθμισμένα σημεία της πόλης περίεργους ξένους, που ιντριγκάρονται από την εγκατάλειψη, τα γκράφιτι, τους αστέγους και τους ναρκομανείς. Κάτι αντίστοιχο γινόταν και στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του 1980, μέχρι που κάποιοι Αφροαμερικανοί πέταξαν μολότοφ στα τουριστικά λεωφορεία που εκμεταλλεύονταν τη δυστυχία τους και κάπως έτσι σταμάτησε να αποτελεί η κατάντια τους αξιοθέατο.
Πριν από λίγα χρόνια στον δρόμο όπου κατοικώ τοποθετήθηκαν φανάρια νυχτερινού φωτισμού τα οποία μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα γέμισαν αυτοκόλλητα και μουντζούρες. Κατέβηκα λοιπόν μια ωραία πρωία, όντας πεπεισμένος πως η δημοτική αρχή δεν θα έκανε ποτέ την οποιαδήποτε συντήρηση, να τα βάψω. Μέσα σε δευτερόλεπτα είχε εμφανιστεί η δημοτική αστυνομία, η οποία μου εξήγησε πως αυτό που έκανα απαγορευόταν, μια και δεν ήμουν συνεργείο του δήμου. Υπό την απειλή προστίμου μάζεψα την πράσινη μπογιά και γύρισα σπίτι μου. Εντέλει, χωρίς διαπληκτισμούς και λόγια, έβαψα τις κολόνες τα επόμενα χαράματα, όταν οι δημοτικοί αστυνομικοί δεν είχαν ξυπνήσει ακόμη.
Καίριο παράδειγμα αποτελεί επίσης το υπέροχο παρκάκι, κάτω από τον λόφο του Λυκαβηττού, που φέρει το όνομα του πρύτανη του ΕΜΠ Νίκου Κιτσίκη. Ξεχωρίζει από τα παρτέρια του, τον ίσκιο που προσφέρουν τα καλοκλαδεμένα δέντρα του και από την καθαριότητά του. Μαθαίνουμε πως το προσέχει, το φυτεύει και το καθαρίζει εδώ και χρόνια μία κυρία από τη Σουηδία, κάτοικος της περιοχής. Επισκιάζει σαφώς το δάσος του Λυκαβηττού, που έχει αφεθεί εντελώς στη μοίρα του.

