Γλωσσική η σημερινή «Αναμόχλευση», μιας και ποτέ δεν λείπουν τα αξιοπερίεργα και τα ευτράπελα που προσφέρονται για σχολιασμό. Την τιμητική τους σήμερα έχουν οι κοινοτοπίες και τα κλισέ, δημοσιογραφικά ή άλλα, αλλά και κάποια κατά κόρον επαναλαμβανόμενα γλωσσικά φάλτσα.
Αναγκαία διευκρίνιση: στα περίπου είκοσι πέντε χρόνια που γράφω κείμενα για τη γλώσσα (Υπογλώσσια, Γλωσσίδια κ.ά.), έχω αποφύγει επιμελώς τη στείρα, μικρόψυχη, συχνά χαιρέκακη λαθοθηρία, το λαθοκυνηγητό. Είμαι κατά μιας άτυπης αστυνομίας της γλώσσας, η οποία να κατακεραυνώνει όποιον υποπίπτει σε γλωσσικό σφάλμα σε κάποιο κείμενό του. Αξιες σχολιασμού θεωρώ γλωσσικές στραβοτιμονιές οι οποίες επαναλαμβάνονται με κάποια συχνότητα και, επομένως, τείνουν να γίνουν στοιχεία μιας παθολογίας της γλώσσας. Τέτοιες είναι, ενδεικτικά, η κατάχρηση του που (πουπουδισμός), η κατάχρηση του και (καικαιδισμός), η χρήση ουσιαστικού εκεί όπου κάτι μπορεί να ειπωθεί με ρήμα, η κατάχρηση της γενικής (απόρροια συχνά του προηγούμενου), η χωρίς λόγο χρήση του αόριστου άρθρου (ένας, μία, ένα), καθώς και άλλα στα οποία δεν είναι η κατάλληλη περίσταση να αναφερθώ. Ετσι, σαν μεζεδάκια λόγω και Πάσχα, παραθέτω απλώς σήμερα μερικά πρόσφατα ευρήματά μου από δημοσιευμένα κείμενα: προσκόμισε όφελος (προφανώς, προσπόρισε ή, το πιθανότερο, προσπορίστηκε), θα ενσκήψει στο πρόβλημα (προφανώς, θα εγκύψει), επισύρει ποινής (αχ, αυτή η γενική, που κάποιοι νομίζουν ότι η χρήση της τούς κάνει πιο λόγιους!), η διευθύνων σύμβουλος, η μασέρ που έγινε γιατρός, θα δει τον αγώνα με τη φυσική του παρουσία (μηχανιστική αναπαραγωγή του αγγλικού physical presence) κ.λπ., κ.λπ.
Ομως, όπως ήδη ανέφερα, έμφαση θα δώσω σήμερα σε ένα ειδικό φαινόμενο που εντοπίζεται στο εν ευρεία εννοία γλωσσικό στερέωμα. Ο λόγος για φράσεις-κλισέ που κατεξοχήν ευδοκιμούν στη δημοσιογραφία, γραπτή ή προφορική. Αλλως πώς, για αυτά τα οποία στη «δημοσιογραφική κοινή» αποκαλούνται μπακαλιάροι. Εχουμε, λοιπόν, και λέμε:
Από τότε που η άνω τελεία, αν και απολύτως απαραίτητη, εξαφανίστηκε από τα κείμενα, για λόγους κομπιουτερικούς, αλλά και όχι μόνο, κατήντησε εκφωνούμενο κλισέ σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές («ας βάλουμε εδώ μια άνω τελεία», «βάλε μια άνω τελεία» κ.ο.κ.), κλισέ προσφιλές κυρίως σε ραδιοτηλεπερσόνες, οι οποίες ανάθεμα και αν, στη ζωή τους όλη, έχουν βάλει έστω και μία άνω τελεία σε κείμενο.
Ορισμένοι που γράφουν ή λένε κάτι (που το θεωρούν) λίγο παραδοσιακό, λίγο φολκλορικό, λίγο θυμόσοφο, τείνουν να το συνοδεύουν με τη φράση «όπως έλεγε και η γιαγιά μου». Σας βεβαιώνω πως εννιά φορές στις δέκα τίποτα τέτοιο δεν έλεγε η γιαγιά του γράφοντος ή του ομιλούντος. Ακόμη και αν το έλεγε πάντως, απλώς επαναλάμβανε μια παροιμιώδη έκφραση την οποία όλοι έλεγαν («να λείπει το βύσσινο», «μη στάξει η ουρά του» κ.ο.κ.). Οσο για την αναφορά στη γιαγιά, αποτελεί απλώς επίδειξη τσαχπινιάς, ίσως και λαϊκότητας (λέμε τώρα…). Δύο ακόμη μπακαλιαράκια συνοδεύουν συχνά το κλείσιμο της συζήτησης μεταξύ παρουσιαστή της εκπομπής και καλεσμένου. Το «θα χρειαζόμασταν πολλές εκπομπές, γιατί το θέμα είναι τεράστιο» είναι σχεδόν πάντοτε κάτι μεταξύ φιλοφρόνησης και «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε». Το θέμα έχει συνήθως καλυφθεί ήδη, τουλάχιστον όσον αφορά τη συμβολή τού εν λόγω καλεσμένου στην προσέγγισή του. Αλλά και το «θα μας δοθεί σύντομα η ευκαιρία να τα ξαναπούμε» είναι κάτι σαν παρηγοριά στον καλεσμένο, ο οποίος σχεδόν πάντοτε είναι βέβαιος ότι έχει πολλά ακόμη να συνεισφέρει στη συζήτηση επί του θέματος. Αν ποτέ σας το πουν αυτό και πράγματι σας ξαναφωνάξουν σύντομα στην εκπομπή τους, εμένα να μου τρυπήσετε τη μύτη. «Οπως έλεγε και η γιαγιά μου», θα προσέθετε κάποιος που αρέσκεται στους μπακαλιάρους, στους οποίους θα έπρεπε ωστόσο να έχω ίσως αναφερθεί εκεί γύρω στις 25 Μαρτίου, και όχι πασχαλιάτικα ενώ ετοιμάζεται το κοκορέτσι.
Θα επανέλθω στα εν ευρεία εννοία γλωσσικά. Πότε ακριβώς δεν το ξέρω, αλλά πάντως πιο σύντομα απ’ ό,τι ο ως άνω καλεσμένος θα κληθεί και πάλι στην εκπομπή στην οποία μόλις συμμετείχε.

