Ενας άνδρας επιστρέφει στη γενέτειρά του την Κομοτηνή για να συναντήσει ένα συμβολαιογράφο. Θέλει να πουλήσει το πατρικό του. Μόλις όμως κατεβαίνει από το λεωφορείο των ΚΤΕΛ, σωριάζεται. «Ενα πέσιμο δεν είναι βέβαια κάτι τραγικό». Ετσι αρχίζει η νουβέλα της Δήμητρας Παναγιωτοπούλου (Κομοτηνή, 1968), με ένα καθησυχαστικό ψέμα. Διότι στη βασανιστική περιπλάνησή του στην πόλη, ο άνδρας έπειτα από διαρκείς πτώσεις βυθίζεται σε έναν πρωτόγνωρο τρόμο. Αισθάνεται παγιδευμένος σε έναν κλοιό φαντασμάτων, αλλά και ο ίδιος στοιχειώνεται από «αυτή τη λύπη του φαντάσματος». Τα πρόσωπα που συναντά αποπνέουν κάτι μακάβριο, σαν να αποσπάστηκαν από νεκρώσιμη πομπή. Ο άνδρας φοβάται πως το εισιτήριο του λεωφορείου ήταν «πέρασμα απ’ την Αχερουσία της μνήμης».
Χωρίς ταυτότητα
Η νουβέλα της Παναγιωτοπούλου φαίνεται απλή, αλλά δεν είναι. Η αφήγηση εγκιβωτίζει ευθύ και πλάγιο λόγο, ενόσω το α΄ πρόσωπο ενικού εναλλάσσεται με το γ΄. Τα πρόσωπα με τα οποία συνομιλεί ο άνδρας φέρουν εντός παρενθέσεως τα αρχικά του ονοματεπωνύμου τους και την ιδιότητά τους. Αυτές οι ενδείξεις καθιστούν την υπόστασή τους πιο πραγματική από αυτήν του άνδρα, ο οποίος μάλιστα έχει χάσει την αστυνομική του ταυτότητα. Συχνά επαναλαμβάνεται η φράση «έλεγε αργότερα», που αφήνει να εννοηθεί πως η ιστορία του άνδρα συνεχίζεται και μετά την τελευταία σελίδα, πως και κάποιοι άλλοι, πέρα από αυτούς που αρχειοθετεί η αφήγηση, έγιναν αυτήκοοι μάρτυρες της ιστορίας του.
Από το άλλο μέρος, τα πρόσωπα που συναντά ο άνδρας δείχνουν σαστισμένα και καχύποπτα. Επίσης, μολονότι η Κομοτηνή απεικονίζεται με τη μέγιστη δυνατή χωροταξική ακρίβεια, φαντάζει φασματική, ένα είδος καθαρτηρίου. Προβάλλει τεφρή, σκιασμένη από γκρίζα καταχνιά και ομίχλη, επιστρωμένη με πάγο και πάχνη, ενώ την όλη γκριζάδα λογχίζουν τα μαύρα κλαδιά νεκρωμένων πεύκων. Κάθε βήμα του άνδρα μοιάζει με αλυσιτελή επιστροφή σε ένα ανύπαρκτο σπίτι. Η πορεία του ήταν «ένα κομμάτι νεφελώδους διαδρομής χωρίς προοπτική».
Ο άνδρας προχωράει τρεκλίζοντας, με τα πόδια του βαριά και ασταθή, σε σοκάκια, στοές, πάρκα, πλατείες, δρόμους και παρόδους, χαμένος σε έναν νοερό, ζοφερό λαβύρινθο. Αισθάνεται τα γόνατά του να λυγίζουν, σκοντάφτει και ζαλίζεται, συχνά παραδίδεται στην κατρακύλα. Αν και αναγνωρίζει τα τοπόσημα, δεν μπορεί να βρει το συμβολαιογραφείο. Κάποτε βρίσκει καταφύγιο σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Ομως, και αυτό το μέρος τον φοβίζει, επειδή ανησυχεί πως παντού είχαν επικαθίσει τα ίχνη μιας άτακτης φυγής. «Δεν ήξερα να πω γιατί, αλλά τριγύρω όλα μαρτυρούσαν άτακτη φυγή, έλεγε αργότερα, δεν ξέρω από πού κι ως πού, αλλά είχα αυτή την αίσθηση πως κάποιος άλλος από πριν τ’ άφησε όλα σύξυλα και το ’βαλε στα πόδια […]».
Μέσα στο δωμάτιο, πνιγμένο στην υγρασία και στη σκόνη, ένιωθε να αδειάζει από ζωή. «Λες κι είχα μέσα μου νεκρά ίχνη ζωής, προσπάθησε να εξηγήσει, νεκρά κομμάτια χρόνου ξεπηδούσαν στο μυαλό». Κι ύστερα μια καμαριέρα μπήκε στο δωμάτιο αποτελειώνοντάς τον με τη «μακάβρια διαπίστωση»: «Ηρθατε πριν την ώρα σας». Ο άνδρας ξεχύθηκε έντρομος στους λαβυρίνθους της πόλης. Τον κατέτρυχε η επιθυμία μιας άτακτης φυγής. «Μακάρι να μπορούσε να εξαφανιστεί, να τα αφήσει όλα σύξυλα τώρα που ένιωθε να πλησιάζει στο σημείο μηδέν, αυτό έλεγε συνέχεια στον εαυτό του, ότι εδώ κοντά βρισκόταν το σημείο μηδέν, ότι εδώ τερμάτιζε ή ξεκινούσε κάτι κι ότι καλύτερα θα ήταν να εξαφανιστεί».
Κάποια στιγμή ο άνδρας βλέπει ένα κορίτσι να κάθεται μες στα λασπόνερα ενός πάρκου, ακούγοντας το τραγούδι που τραγουδούσε μια μπάντα αγοριών. Ηταν το «Sha La La» των South of Νo North. Θυμήθηκε πως κάποτε συμμετείχε και ο ίδιος σε μια μπάντα. Αργότερα, φυλακισμένος σε ένα ανακριτικό γραφείο, άκουγε τον ανακριτή να του καταλογίζει παρενόχληση της λήθης των νεκρών. Το ντοσιέ με τα έγγραφα που έσφιγγε στο στήθος του δεν είχε συμβόλαια, ήταν γεμάτο μνήμες, με ληξιαρχικές πράξεις θανάτου, που εκβιαστικά κατακρατούσε.
Στοιχειά και ισκιώματα
Η πρώτη πεζογραφική εμφάνιση της Παναγιωτοπούλου είναι αναμφίλεκτα εντυπωσιακή. Ο μακροπερίοδος λόγος, ένα επίτευγμα εκφραστικού ελέγχου, ουδέποτε εκπίπτει σε παραλήρημα, αλλά δεξιοτεχνικά διαστίζει την πραγματικότητα με στοιχειά και ισκιώματα.
Κανένα συναίσθημα δεν πλατειάζει, ενόσω αφόρητη, τρομώδης ένταση δονεί τις σελίδες. Το παράλογο μεταπλάθεται σε εκβλάστηση της αληθινής ζωής. Η πόλη, από την άλλη, μετουσιώνεται ανεπαίσθητα, σαν σε ένα βραδυφλεγές θρίλερ, σε πλουτώνια πολιτεία. Εν ολίγοις, ένα συναρπαστικό βιβλίο.

