Δυσκολεύομαι να διαβάσω το βιβλίο του Μάκη για τον αδελφό του, τον Σπύρο Φάρο: μουσικό, ποιητή, σκιά στο περιθώριο της Αθήνας, σύνοψη μιας ολόκληρης μουσικής σκηνής, περίληψη μιας εποχής. Το «Spirit of the night» είναι ένα κείμενο-σώμα, ένα κείμενο-σπίτι, ένα σώμα που καταρρέει όμως, ένα σπίτι που κατεδαφίζεται, κι αυτό μου προκαλεί βαθιά λύπη, όπως εκείνο το μεσημέρι που βράχηκα από τη δυνατή βροχή μέχρι να φτάσω στο στούντιο του Μάκη για να πάρω το αντίτυπο.
Οταν γύρισα στο διαμέρισμά μου και ξεκίνησα την ανάγνωση, όλα ξαφνικά έμοιαζαν εχθρικά. Τετελεσμένα. Ενιωθα το σώμα μου σαν ένα σπίτι ασφυκτικά γεμάτο και σαν να είχε χτιστεί στο κεφάλι μου μια συρταριέρα με άχρηστα αντικείμενα που δεν ήξερα πώς να τα ταξινομήσω.
Ισως δεν έπρεπε να διαβάσω πρώτα το κεφάλαιο για το πατρικό του Σπύρου στη Φορμίωνος, όταν μετακόμισε μετά τον θάνατο της μητέρας του. Το άφησε να μεγαλώσει γύρω του, όπως ένας ιστός αράχνης που ήθελε να τον τυλίξει, ενώ ο Σπύρος προσπαθούσε να γράψει μουσική πάνω σ’ ένα μικρό τραπέζι όπου είχε βάλει τον εξοπλισμό του. Υπήρχαν πράγματα σε κάθε σημείο του διαμερίσματος, δεν μπορούσες να βαδίσεις από το ένα δωμάτιο στο άλλο, τα παντζούρια ήταν πάντα κλειστά. Δεν υπήρχε έξοδος. Κι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να γράψεις λίγη μουσική ή δυο αληθινούς στίχους. Να είσαι παγιδευμένος. Αλλος τρόπος δεν υπάρχει.
Ο Σπύρος τα είχε εγκαταλείψει όλα για τη μουσική. Και είχε εγκαταλειφθεί. Headleaders, Rehearsed Dreams, Yell-O-Yell, Spider’s Web, This Fluid. Ιδού μερικοί σημαντικοί σταθμοί της εγκατάλειψης.
Το «Flud»
Ακούω το «Flud» στο YouTube. Ακούγεται ακόμα καλύτερο από τότε που το έβαζα απορημένος στο πικάπ μου, τέλη της δεκαετίας του ’90. Σαν τον χτύπο της μεταλλικής καρδιάς μιας πόλης που ετοιμάζεται να λιώσει πάνω μας. Ενας διπλός δίσκος που η μουσική μας αντίληψη έπρεπε να προχωρήσει για να τον κατανοήσουμε κάπως, αφήνοντας ταυτόχρονα κρυμμένα δώρα για τους μελλοντικούς ακροατές.
Μιλάω όμως για το βιβλίο του Μάκη. Το έγραψε για τον μεγάλο του αδερφό. Δούλεψαν παρέα, τον φρόντιζε μέχρι τέλους. Μέσα του ’90, ο Σπύρος κόντεψε να πεθάνει. Αφαιρέθηκε ο μισός του εγκέφαλος. Ενα μεγάλο κενό στερεώθηκε στο κεφάλι του, απ’ όπου βγήκε ακόμα περισσότερη μουσική. Ο Μάκης μιλάει με λεπτομέρειες για όλα αυτά. Είναι σχολαστικός, είναι θυμωμένος, είναι τρυφερός, είναι απρεπής: θυμός, οργή, πένθος, αγάπη, τρυφερότητα, κλειδαρότρυπα διαμορφώνουν ένα κείμενο που θυμίζει δοκίμιο, ιστορία, αρχαιολογία, βιογραφία, μυθοπλασία. Δυσκολεύομαι να το διαβάσω γιατί με απογυμνώνει.
Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για μια απόπειρα να γραφτεί μια εργοβιογραφία του Σπύρου, αλλά για μια καμουφλαρισμένη αυτοβιογραφία του Μάκη, ο οποίος ζητάει επιτέλους χώρο για να μιλήσει, χωρίς να προστατεύεται κάτω από τη σκιά του αδερφού του. Ο Μάκης προσέφερε τις μέρες του στον Σπύρο, τις δώρισε και τις σπατάλησε, και τώρα που ο αδελφός του δεν ζει πια, πρέπει να ζήσει μ’ εκείνο το τεράστιο κενό που τεντώνεται από τη μία μέρα στην άλλη: «Κενό στον εγκέφαλο, κενό στον χρόνο, κενό στις προσδοκίες, κενό σκέψης».
Κοιτάζω τις φωτογραφίες της Ολιας, κόρης του Μάκη, από το διαμέρισμα της Φορμίωνος. Χάρτινες συσκευασίες από φάρμακα στην κουζίνα, ράφια με βιντεοκασέτες VHS και κασέτες ήχου, ένα ρολόι μες στη σκόνη, το ξεφλουδισμένο ταβάνι σαν χάρτης που χαρτογραφεί μια άγνωστη χώρα, μια σβηστή οθόνη υπολογιστή και ένα ημερολόγιο τοίχου με παγωμένο χρόνο, ενώ μέσα απ’ όλη αυτή τη σαβούρα γλιστράει το πνεύμα του Σπύρου, με την αύρα ενός νευρικού Γερμανού εφήβου που έχει παράξενα μάτια και ψάχνει ένα μέρος για να γράψει μουσική ξανά και να μας στοιχειώσει για μια ακόμα φορά.
Ο Μάκης θύμωνε όταν οι γνωστοί του έλεγαν «Κρίμα» για τον Σπύρο. Κρίμα για το ανεύρυσμα. Κρίμα για το αλκοόλ. Κρίμα για τα ναρκωτικά. Κρίμα για τον καρκίνο στον πνεύμονα. Θύμωνε επειδή ο Σπύρος ήταν γεμάτος ζωή. Κι από τη στιγμή που κάθε άνθρωπος ζει την ίδια ακριβώς ποσότητα ζωής, ανεξάρτητα αν ζήσει περισσότερο ή λιγότερο από κάποιον άλλον, δεν θα έπρεπε ν’ ανησυχούμε. Ο Σπύρος έζησε ολόκληρη τη ζωή του. Αλλωστε, δεν έχει σημασία πόσα χρόνια ζει κανείς, μα πόσο πυκνή ή αραιή είναι η κάθε μέρα του. Πόσο ρευστή. Και του Σπύρου ήταν σαν πλημμύρα.
«Σεμπάστιαν»
Διαβάζω το «Spirit of the night» όπως κάποιος θα διάβαζε την «Αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ», το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε ο Ναμπόκοφ στ’ αγγλικά. Ο αφηγητής συλλέγει στοιχεία για τη βιογραφία του ετεροθαλούς αδερφού του, αλλά η έρευνα καταλήγει σε μια αποκαλυπτική φράση: «Εγώ είμαι ο Σεμπάστιαν ή ο Σεμπάστιαν είμαι εγώ ή ίσως και οι δυο μας είμαστε κάποιος που κανείς μας δεν ξέρει». Θα μπορούσε να την είχε γράψει ο Μάκης. Ή ο Σπύρος.
Μιλάω για τον Σπύρο Φάρο και το βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα ο μικρότερος αδελφός του. Ενα μαύρο μυθιστόρημα για την ύποπτη δεκαετία του ’80, μια δεκαετία γλεντιού και απόγνωσης, που χύνεται στις επόμενες δεκαετίες και εξακολουθεί να επηρεάζει τις ζωές μας. Δεν έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα από τότε. Οπως σ’ εκείνη τη θαμπή φωτογραφία στη σελίδα 17. Δύο μαύρες φιγούρες περπατούν σ’ ένα αθηναϊκό πεζοδρόμιο, καθώς σουρουπώνει, με την πλάτη γυρισμένη στον φακό. Σαράντα χρόνια έχουν περάσει από τότε και όλα είναι το ίδιο θαμπά, εξίσου σκοτεινά, το ίδιο μίζερα: «Και η αράχνη είπε πως το παρελθόν είναι πίσω από το παρόν και το παρόν θα είναι παρελθόν».
Συνάντησα ένα μεσημέρι τον Μάκη στο στούντιό του, απέναντι από το Ωδείο Αθηνών. Ηταν στενό και σκοτεινό σαν σπηλιά, γεμάτο μηχανήματα. Ημουν βρεγμένος, μου έδωσε χαρτί κουζίνας να στεγνώσω το πρόσωπό μου. Καθάρισα τα γυαλιά μου. Μιλήσαμε για ώρα, μου έβαλε ακυκλοφόρητη μουσική του Σπύρου, μου έδωσε το βιβλίο.
Οταν έφυγα, η βροχή δεν είχε κοπάσει. Μέχρι να μπω σπίτι, είχα γίνει πάλι μούσκεμα. Κρατούσα μια πάνινη τσάντα. Ο,τι είχα μέσα, βράχηκε: πορτοφόλι, ακουστικά, το σημειωματάριό μου. Αλλά, για ένα περίεργο λόγο, το βιβλίο του Μάκη δεν είχε πάθει τίποτα. Και ήταν κρίμα, τώρα που το σκέφτομαι.

