Σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, ο άγγελος που συνάντησαν τη νύχτα του Σαββάτου έξω από τον τάφο του Ιησού η Μαρία Μαγδαληνή και άλλες μυροφόρες γυναίκες, τους το ανακοίνωσε ως εξής: «Μη εκθαμβείσθε· Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον· ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν» (Μαρκ. 16,6). Που θα πει, «μη φοβάστε. Γνωρίζω ότι ζητάτε τον Ιησού τον Ναζαρηνό, τον εσταυρωμένο. Αναστήθηκε, δεν είναι εδώ. Να ο τόπος που τον είχαν θέσει».
Αιώνες, γεμάτοι γεγονότα, πέρασαν από τότε. Ο χριστιανισμός έγινε η πιο διαδεδομένη θρησκεία, έχοντας στον πυρήνα του αυτήν ακριβώς την πίστη: ότι ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, νικώντας με τον θάνατό του τον θάνατο και χαρίζοντας τη ζωή σε όσους βρίσκονταν στα μνήματα. Στο μεταξύ, λίγα πράγματα έμειναν ανεπηρέαστα στις εκχριστιανισμένες κοινωνίες, με το ίδιο το μήνυμα της Ανάστασης να τους αφήνει το δικό του αποτύπωμα. Οπως εξηγεί στην «Κ» ο ιστορικός και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Δημήτρης Κυρτάτας, «σε αντίθεση με τους εθνικούς, οι χριστιανοί, καθώς είναι συμφιλιωμένοι με τον θάνατο –τον οποίο αποκαλούν κοίμηση– και προσδοκούν την Ανάσταση, όχι μόνο δεν έχουν πρόβλημα να φέρουν τους νεκρούς σε επαφή με τα ιερά τους, αλλά το επιζητούν κιόλας. Εθαβαν τους νεκρούς τους μέσα και γύρω από τις εκκλησίες τους, τη στιγμή που οι εθνικοί προσπαθούσαν να κρατήσουν τον νεκρό όσο πιο μακριά μπορούσαν από τους ιερούς τους χώρους».
Αυτά όμως είναι ιστορικά, πολιτισμικά στοιχεία. Ποιο είναι άραγε το νόημα ή και ο συμβολισμός της Ανάστασης για έναν χριστιανό στον σημερινό κόσμο; Παραμένει ένα γεγονός της ζωής του Ιησού και μια προσδοκία για την ανθρωπότητα; Αποτελεί μια θρησκευτική αφήγηση που πλέον αποτελεί πηγή έμπνευσης και μεταφορά για τα εγκόσμια, για τις καθημερινές δοκιμασίες και για τον φόβο του θανάτου; Είναι όλα αυτά μαζί; Τι σημαίνει τέλος πάντων η Ανάσταση σε μια εποχή που φαίνεται να καθορίζεται όλο και περισσότερο από την τεχνολογία και τον ορθολογισμό και η οποία διεκδικεί, μεταξύ άλλων, τη μακροζωία;
Οι απαντήσεις που ακολουθούν εμπνέονται από το πνεύμα του χριστιανισμού. Εστω κι έτσι όμως, διαφέρουν μεταξύ τους, αναδεικνύοντας όψεις μιας πίστης που απόψε, μετά τα μεσάνυχτα, γιορτάζει την πιο θεμελιακή, δική της αλήθεια.
Ανάσταση και αφήγηση
Του Σταύρου Ζουμπουλάκη
Την Ανάσταση του Χριστού δεν την είδε ανθρώπινο μάτι. Οι ευαγγελικές αφηγήσεις της Ανάστασης μιλούν μόνο για ένα κενό μνημείο. Αυτή ωστόσο η αφήγηση που δεν αποδεικνύει τίποτε αλλά δοκιμάζει μοναχά την πίστη μας στάθηκε η στέρεη βάση για αμέτρητες αναστάσιμες αφηγήσεις, που θα συνεχιστούν μέχρι το τέλος της Ιστορίας. Αναστάσιμη αφήγηση, θέλω να πω, είναι κάθε αφήγηση της ζωής των αγίων, όσων έζησαν την αναστημένη ζωή της πίστης, της ελπίδας και της αγάπης. Ο Ντοστογιέφσκι κλείνει τους «Αδελφούς Καραμάζοβ» με τη βεβαιότητα της κοινής Ανάστασης, συνδέοντάς την, απροσδόκητα εκ πρώτης όψεως, με την αφήγηση. Παραθέτω τις τελευταίες σχεδόν αράδες του μυθιστορήματος, σε μετάφραση του Αρη Αλεξάνδρου (εκδ. Γκοβόστης):
«– Καραμάζοβ! φώναξε ο Κόλια· ώστε στ’ αλήθεια λέει η θρησκεία πως όλοι μας θα σηκωθούμε από νεκροί και θα ξαναζήσουμε και θα ξαναδούμε πάλι ο ένας τον άλλον, και όλους και τον Ηλιούσετσκα;
– Το δίχως άλλο θ’ αναστηθούμε, το δίχως άλλο θα τον δούμε, και χαρούμενα, εύθυμα θα διηγηθούμε ο ένας στον άλλον όλα όσα γίνανε, μισογελώντας μισοενθουσιασμένος απάντησε ο Αλιόσα.
– Αχ, πόσο όμορφα θα ’ναι τότε!, ξέφυγε του Κόλια».
Σε αυτές τις λίγες αράδες ο Ντοστογιέφσκι συμπυκνώνει με συγκλονιστική απλότητα το νόημα της Ανάστασης: α. θα αναστηθούμε όλοι και θα ξαναδούμε ο ένας τον άλλο, θα ξαναδούμε τον Ηλιούσετσκα, τη Γιούλα, τον Δαβίδ, τον Κώστα, τον Μωυσή, όπως ποτέ δεν τους είχαμε ξαναδεί. β. θα είναι πολύ όμορφα τότε που θα ξαναζήσουμε, χωρίς αρρώστιες και φάρμακα. γ. θα διηγηθούμε εύθυμα τα πάντα, όλη τη ζωή μας, χωρίς κανένα λόγο να λέμε ψέματα, μισογελώντας και εμείς, όπως ο Αλιόσα, με όσα κάποτε μας στενοχώρησαν ή μας θύμωσαν. Η αφήγηση σώζει ζωές, όπως μας έχει μάθει η λογοτεχνία, με πρώτες και καλύτερες τις «Χίλιες και μια νύχτες». Τούτες όμως οι αναστάσιμες αφηγήσεις για τις οποίες κάνει λόγο ο Ντοστογιέφσκι δεν είναι προνόμιο των λίγων, θα είναι ευφρόσυνο κοινό δώρο. Αμποτε η αφήγηση της ζωής μας να αρέσει και σε Εκείνον που θα μας υποδεχθεί εκεί!
Ο κ. Σταύρος Ζουμπουλάκης είναι πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος.
Τώρα τι κάνουμε
Του Γιώργου Ζωγραφίδη
«Οι άνθρωποι, που γι’ αυτούς εσύ χτίζεις (το οικοδόμημα της ανθρώπινης μοίρας), θα δέχονταν την ευτυχία, αν τυχόν θεμελιωνόταν στο αδικοχαμένο αίμα ενός μικρού μάρτυρα;», ρωτάει ο Ιβάν τον αδελφό του Αλιόσα Καραμάζοφ. Η ιδεαλιστική μας απάντηση είναι αρνητική, μολονότι στην καθημερινότητα εκλογικεύουμε ως αναγκαία παράπλευρη απώλεια ό,τι (κακό) νομίζουμε πως θα οδηγήσει σε κάτι αγαθό. Στον κόσμο όσων μοιράζονται την πίστη του Ντοστογιέφσκι, η απάντηση βρίσκει το νόημά της στην Ανάσταση του Χριστού, τη μοναδική περίπτωση που η (σταυρική) θυσία ενός αθώου αξίζει για όλη την ανθρωπότητα. Μπορούμε άραγε να αποδεχθούμε τέτοια θυσία του Αλλου;
Ολοένα λιγότεροι αναρωτιόμαστε για την Ανάσταση, φορτώνοντάς την με κάθε λογής συμβολισμούς και προσδοκίες, συχνά με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν. Ακόμη και σήμερα, εποχή έμπρακτης εκκοσμίκευσης, περίοδο ψυχρής υπολογιστικότητας (όχι ορθολογισμού) και επιστημονισμού (με τον μανδύα της τεχνητής νοημοσύνης), που βρίσκουν αντίβαρο στην ανησυχητική επέλαση της συνωμοσιολογίας και του ανορθολογισμού.
Ομως, αν η Ανάσταση είναι πηγή αγάπης και χαράς, δεν είναι γιατί προσθέτει χρόνια (ή και την αιωνιότητα) στη ζωή μας· δεν αποτελεί κάποιο θαύμα για να ευημερούμε και να μακροημερεύσουμε… Σύντομος δρόμος προς τη ζωή, το μέγα καλό και πρώτο, δεν διαφαίνεται· ίσως και να μην υπάρχει ή να περνάει μέσα από τον θάνατο. H Ανάσταση εμφανίζεται ως νίκη επί του έσχατου εχθρού, του θανάτου, απελευθέρωση κυρίως από τον φόβο του, την επικρεμάμενη απειλή για τον αφανισμό του προσώπου.
Πίστη ή ελπίδα, συλλογικό ή προσωπικό συμβάν στον χώρο της Εκκλησίας, η Ανάσταση δεν εγγυάται καλύτερη μεταθανάτια ζωή· κάνει κάτι δυσκολότερο: μετασχηματίζοντας τη μέριμνα για τον θάνατο και το μηδέν, μεταφέρει την ευθύνη για την ενσώματη ζωή στον ίδιο τον άνθρωπο, ώστε να αρχίσει ελεύθερα μιαν ἄλλη βιοτή, μια διαφορετική σχέση με τον Θεό και τους άλλους. Γιατί, ακόμη κι αν υιοθετήσουμε την εσχατολογική προοπτική μιας συναναστάσεως, το θέμα παραμένει: «τώρα τι κάνουμε».
Ο κ. Γιώργος Ζωγραφίδης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Τίποτε δεν είναι πλέον το ίδιο
Του Δημήτρη Ουλή
Στην ερώτηση «ποια είναι, με δύο λόγια, η ουσία του χριστιανισμού;» η απάντηση είναι πάντοτε η ίδια: Χριστός Ανέστη – ο Χριστός αναστήθηκε. Και νομίζω ότι το να είσαι χριστιανός σημαίνει ακριβώς αυτό: όχι να εκτιμάς την ηθική διδασκαλία του Χριστού, να συγκινείσαι με τις ευαγγελικές αφηγήσεις της ζωής και του πάθους του, να αναγνωρίζεις τον Χριστό ως έναν κορυφαίο θρησκευτικό δεξιοτέχνη ή ως έναν μεγάλο μύστη (όλες τις παραπάνω στάσεις μπορεί να τις υιοθετήσει επίσης ένας αλλόθρησκος, ένας αγνωστικιστής ή ένας άθεος). Αλλά πρωτίστως να πιστεύεις στην ιστορικότητα και τη μοναδικότητα της ανάστασης του Χριστού. Να αναγνωρίζεις δηλαδή, πρώτον, ότι η Ανάσταση δεν ήταν μία «εσωτερική» απλώς εμπειρία των μαθητών του Χριστού, αλλά ένα αντικειμενικό ιστορικό γεγονός – κάτι που πραγματικά συνέβη «εκεί έξω». Και δεύτερον, να αγωνίζεσαι καθημερινά να υψώσεις τη ζωή και τη συνείδησή σου στο ύψος της μοναδικής αυτής επίγνωσης.
Η Ανάσταση διαρρηγνύει τη ρουτίνα της αιώνιας ανακύκλησης του Ιδίου, και κατά τούτο συνιστά την κατ’ εξοχήν ασυνέχεια της Ιστορίας: μετά την Ανάσταση, τίποτε δεν είναι πλέον το ίδιο. Σκεφτείτε, λόγου χάρη, κάποιον ο οποίος κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου. Μολονότι δεν έχει ακόμα εισπράξει το οφειλόμενο ποσό, και μόνο το γεγονός ότι έχει τον τυχερό λαχνό στην τσέπη του, δεν τον κάνει αυτομάτως να βλέπει τον εαυτό του, τη ζωή του και ολόκληρο τον κόσμο από ένα διαφορετικό ύψος; Δεν μεταμορφώνει τις μέχρι τούδε αντιλήψεις του περί του τι είναι εφικτό και τι ανέφικτο; Δεν αφυπνίζει εντός του τη δυνατότητα και την ελπίδα μιας νέας ζωής, από την οποία απέχει μόλις ένα βήμα;
Η Ανάσταση είναι η ιδρυτική πράξη μιας τέτοιας νέας ζωής. Είναι η υπόσχεση ότι ο τρόμος της Ιστορίας και η φρίκη του μηδενός μπορούν να υπερβαθούν. Κι ακόμα, είναι ένα ασφαλές αγκυροβόλημα ελπίδας, μέσα σ’ έναν κόσμο που φαίνεται να έχει χάσει κάθε ελπίδα.
Ο κ. Δημήτρης Ουλής είναι θεολόγος.
Η Ανάσταση ως αποδόμηση
Του Δημήτρη Μπεκριδάκη
Τον καιρό της οντολογικής και αξιολογικής κατακρήμνισης της ίδιας της έννοιας του ανθρώπου, οφείλουμε να στοχαστούμε κριτικά πάνω στο αβυσσαλέο μυστήριο της Ανάστασης του Χριστού, αφού αυτό είναι το ιδρυτικό ιεροφανειακό Συμβάν στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Ακραία τρομακτικό και την ίδια στιγμή ανείπωτα σαγηνευτικό, είναι το αίνιγμα της αποκάλυψης του απόντος Θεού. Η Ανάσταση είναι το νόημα που καταργεί κάθε νόημα. Ρήγμα στο λογικό και γλωσσικό συνεχές, δείχνει πως η ζωή είναι πιο σημαντική από το νόημά της. Αγωνιζόμενη να πιστέψει στο αδιανόητο της Ανάστασης, η ύπαρξη ψηλαφεί τη δικαιοσύνη και το μέγα έλεος ενός Θεού που αυτοκτόνησε για τη σωτηρία του κόσμου. Τούτη η κάθοδος στον Αδη που ισοδυναμεί με αποθέωση, ετούτο το Μηδέν που βρίσκεται στην καρδιά του Είναι, προστατεύει την πίστη από την αλαζονεία της αυτάρκειας και τον πειρασμό της ειδωλολατρίας.
Μπορεί το κενό μνημείο του Ιησού να λειτουργήσει και πάλι ως ορόσημο μιας φρέσκιας κατανόησης του κόσμου μπροστά στις δυο μεγάλες σύγχρονες προκλήσεις, την ψηφιακή γενοκτονία του πραγματικού και την τεχνομορφική μετάλλαξη του ανθρωπίνου; Ιδού το μέγιστο υπαρξιακό ερώτημα των μεταμοντέρνων καιρών μας. Από το είδος της απάντησης που θα δοθεί, θα εξαρτηθεί η μοίρα του ίδιου του παγκόσμιου πολιτισμού.
Η Ανάσταση είναι η θεοφάνεια που οικοδομεί τη χριστιανική πίστη και ιδρύει την Εκκλησία, ενώ την ίδια στιγμή τις αποδομεί και τις δυο. Η Ανάσταση είναι η ίδια η αποδόμηση που έγινε Ιστορία. Ως αποδόμηση του συμπαντικού νόμου της εντροπίας και του θανάτου, μπορεί να λειτουργήσει ως η αναποδόμητη μεσσιανική δομή, που καθιστά μεθοδολογικά δυνατή την αποδόμηση των πάντων: όλων των εξουσιών και των αυθεντιών, όλων των παθών και των βεβαιοτήτων, των άδικων και απάνθρωπων ιδεολογιών, των έσω και έξω ειδώλων, όλων των κωδίκων, των θεσμών και των δεσμών – πλην της αγάπης.
Ανατολή εξ ύψους μιας υπέρλογης δικαιοσύνης που μέλλει να έρθει και είναι ήδη εδώ, η Ανάσταση γίνεται, εντέλει, η αποδόμηση ακόμη και αυτής της ιδέας της αποδόμησης. Προφητική και ποιητική, τοξική και λυτρωτική, η μαρτυρία της Ανάστασης είναι το ακλόνητο σανίδωμα της ωραιότητας και της αγάπης που σώζουν τον κόσμο.
Ο κ. Δημήτρης Μπεκριδάκης είναι θεολόγος-θρησκειολόγος.
_______________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: «Ο Χριστός στις παρυφές της Κόλασης» (1442), έργο του μοναχού και ζωγράφου Φρα Αντζέλικο (περισσότερο γνωστού στην εποχή του ως «Αδελφός Τζοβάννι ντα Φιέζολε»), κατά κόσμον Γκουίντο ντι Πιέτρο. HERITAGE IMAGES / GETTY IMAGES / IDEAL IMAGE

