Δεν έκαναν Πάσχα φέτος. Επεφτε πολύ νωρίς, τις πρώτες μέρες τ’ Απρίλη, πλάκωσαν απανωτές και οι βροχές, οι μπόρες, πού να στήσεις σούβλες μες στη λασπουριά; Λίγες ευχές μονάχα μουρμούρισαν αναμεταξύ τους, κάποιους ντροπαλούς ασπασμούς πήραν και έδωσαν, αυτό ήταν όλο. Ασε που από κέφι ούτε δράμι! Χολιασμένος με τους Εγγλέζους ο καπετάνιος, δεν του ’παιρνες κουβέντα. Μια ανάσα ο Αγαρηνός απέξω απ’ την Ακρόπολη και εκείνοι οι συφοριασμένοι να τον χουγιάζουν, να τον λένε κιοτή, πως τάχα δεν άξιζε να ’ναι αυτός ο πρώτος, καλύτερα να ’βαζαν μπροστάρη κάποιον από τους Σουλιώτες. Σώνει και καλά, ήθελαν γιουρούσι κατά μέτωπον. Τι κι αν τους αντίσκοφτε ο καπετάνιος πως οι δικοί του τόσα χρόνια ήξεραν πόλεμο μονάχα με τα ταμπούρια. Οχι, εκείνοι. Να μπει το ασκέρι στη σειρά, να κάνει μάχη κατά τον τρόπο του Ναπολέοντα. Ο καπετάνιος τα ’κουγε, έβραζε από μέσα του. Ωρες ώρες δεν κρατιόταν, σκυλόβριζε φωναχτά τις γυναίκες τους, πέρναγε γενεές δεκατέσσερις τα σόγια τους.
Τη Δευτερολαμπρή έλαβε χαρτί από εκείνον που τον είχε πολύ ψηλά στην εκτίμηση: «γηφτο γηφτο εχεις να καμης με σοη γηφτηκο κε στοχασου». Φοβόταν, βλέπεις, ο Κολοκοτρώνης την αποκοτιά του και ζήταγε να τον συνετίσει, να μη βγαίνει μόνος και ακάλυπτος, πρώτος πρώτος στη μάχη. Αλλά πού ο γιος της καλογριάς!
Την παραμονή που θα γιόρταζε τα παλικάρια του είχαν έτοιμα τα σφαχτά, νοιάζονταν να τον καλοκαρδίσουν που τον αγάπαγαν πολύ κι ας μην είχε ούτε ένα γρόσι τώρα στο κεμέρι του να τους κερνάει. Γύρω στο σούρουπο τον κάλεσαν ξανά στη σκηνή τους οι Εγγλέζοι. Αλλο δεν πήγαινε· ή αύριο ή φεύγουμε. Τι να ’κανε και ελόγου του, πήρε Κώστα Μπότσαρη, Κίτσο Τζαβέλα, Λάμπρο Βέικο, Μακρυγιάννη, Μαυροβουνιώτη και ανέβηκαν στην Καστέλα. Τήραξαν με το κιάλι όλη την άπλα, τον κάμπο που θα γινόταν το γιουρούσι. Πήγε μετά να δει τι ζαϊρέδες του ’στειλαν οι Εγγλέζοι. Σαν τήραξε πως όλα κι όλα ήταν καμιά δεκαριά οι κασέλες με τα φισέκια, του θόλωσε η μάνητα τον νου. Ανέβασε πυρετό, γύρισε στο τσαρδί του μπας και του πέσει η θερμασιά. Πήγε ο γιατρός να τον δει, του ’δωσε κινίνο. Η Μαριώ απέξω φύλαγε καραούλι, δεν άφηνε κανέναν να τον σκοτίσει.
Η ορντίνια που ’χε δώσει ήταν να μην πέσει ούτε μία μα ούτε μία μπαταριά, να τους πιάσουν στον ύπνο τους Αγαρηνούς κινώντας κατά την Ακρόπολη.
Τινάχτηκε σκιαγμένος σαν άκουσε κρότους από το ταμπούρι οπού ’ταν οι βρακοφορεμένοι, Υδραίοι και Κρητικοί. Είχε πάει ο ανεψιός του Κοχράνη από νωρίς και τους πότισε κρασί. Τώρα είχαν έρθει στο τσακίρ κέφι, βάραγαν προς τα ταμπούρια των Τούρκων.
Πετάχτηκε έξω μισοβρακοζωσμένος, ρώτησε και έμαθε. Κατάλαβε στη στιγμή πως το πράγμα πήγαινε να γίνει νίλα μεγάλη. Κι αν οι Αγαρηνοί τούς έπαιρναν εδώ φαλάγγι, πώς θα κινούσαν μετά κατά το κάστρο; Αρπαξε το γιαταγάνι απ’ τον Λογοθέτη, έκραξε τον σεΐζη να του φτιάξει το άτι, τον Χατζημιχάλη να τον ακολουθήσει και κίνησε για το ταμπούρι του Γκένζιαγα. Μόλις τον είδαν τα παλικάρια του, έβαλαν χαρωπή φωνή πως έφτασε ο καπετάνιος, ορθώθηκαν στη στιγμή. Στο μεταξύ απ’ τα Πατήσια ο Κιουτάχιας είχε μάθει τα καθέκαστα, διέταξε να φύγουν αμέσως κατά τη μάχη δυο χιλιάδες πεζικάριοι.
Τώρα τους είχε πάρει για τα καλά φαλάγγι, τον είδαν οι Αγαρηνοί και τους κόπηκαν τα ήπατα, δεν μπορούσαν ακόμα να χωνέψουν το χουνέρι που έπαθαν στην Αράχοβα. Ολο και προχωρούσε κατά πάνω τους, μέχρι που ήρθε το άτι του και λαβώθηκε. Ζήτησε να καβαλικέψει εκείνο του Γιαννούση, είπε όχι αυτός, ψυχανεμιζόταν το χειρότερο, ακούμπησε ο καπετάνιος το γιαταγάνι στην κοιλιά του ζώου· ή το δίνεις ή το σφάζω τώρα δα.
Η ώρα κόντευε τέσσερις το απόγευμα. Τώρα μονάχα σκόρπιες μπαταριές ακούγονταν, οι Αγαρηνοί είχαν γυρίσει τα νώτα τους. Τότε έγινε το μεγάλο κακό. Ενα αδέσποτο βόλι –από χέρι τίνος; Τούρκου ή μπας Ρωμιού;– πήγε και τον βρήκε λίγο πιο κάτω απ’ το λαγόνι. Επιασε με την παλάμη τη λαβωματιά, είδε το αίμα, είπε πως κι άλλη φορά λαβώθηκε, τίποτε δεν είναι, θα περάσει. Δεν πέρασε όμως. Ηρθε σε λίγο και τον έζωσε πόνος μεγάλος, του θόλωσε τα μάτια, ξεκαβαλίκεψε με τα χίλια ζόρια.
Τον πήγαν σηκωτό οι μπουλουκτσήδες στη γολέτα «ΣΠΑΡΤΙΑΤΗΣ» του Τσόρτση. Είδε την πληγή ο γιατρός, ο Ελβετός Γκος, γύρισε τα μάτια του με νόημα στους άλλους, κατάλαβαν όλοι. Στο μεταξύ άρχισε να πονάει όλο και πιο πολύ, σιγά σιγά σκοτείνιαζαν όλα γύρω του. Βρήκε κάποια στιγμή το κουράγιο, ζήτησε να κάνει τη διαθήκη του. Επιασε ο γραμματικός το φτερό, άρχισε ο καπετάνιος να του λέει. Τότε κατάλαβαν πως γυρισμό δεν είχε. Τίποτα από εκείνα που μολογούσε για περιουσία του δεν υπήρχε, τα ’χε ξοδέψει όλα για τα μπαξίσια και τα όπλα του Αγώνα. Σίμωσαν κι άλλο τα παλικάρια του, τον θωρούσαν βουρκωμένα. Εναν έναν ζήτησε να τους φιλήσει. Υστερα άρχισε το μαρτύριο. Βέλαζε από τον πόνο, έσκουζε να τον αποτελειώσουν, ένας πονόψυχος Βαυαρός κάπου κάπου του ’δινε ρούμι μπας και μαλακώσει την οδύνη του.
Του βγήκε η ψυχή χαράματα, ανήμερα της γιορτής του, ο Χατζηπέτρος ήταν εκείνος που του ’κλεισε τα μάτια. Για να μην τον συνοδέψει όλο το ασκέρι, είπαν ψέματα πως θα τον ταφιάσουν στον Πόρο. Με βάρκα τον έβγαλαν απέναντι, στην Κούλουρη. Τον παρέλαβαν οι παπάδες και όλο το νησί, βουτηγμένοι στα κλάματα.
Το μεσημέρι στις είκοσι τρεις τ’ Απρίλη πήραν τα παλικάρια του τις σούβλες με τα αρνιά και τα πέταξαν στα χώματα. Ο Αη Γιώργης κάλπαζε τώρα σε άλλα λιβάδια.
INFO
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Κώστα Ακρίβου με τίτλο «Ονομα πατρός: Δούναβης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
_______________________________________________________________________________
Κεντρική φωτό – Εικονογράφηση: Αλέξανδρος Ανδριτσόπουλος

