Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς εκπροσώπους της μαρξιστικής λογοτεχνικής κριτικής. Ηδη, εξάλλου, από την εφηβεία του είχε ενταχθεί στην Αριστερά, ενώ λίγο αργότερα θα έπαιρνε μέρος στα Δεκεμβριανά, θα έγραφε στο περιοδικό της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά», στην εφημερίδα του ΕΑΜ «Ελεύθερη Ελλάδα» και, κατόπιν, θα εργαζόταν ως συντάκτης στην «Αυγή», στον «Ελεύθερο» και στην «Ωρα». Ομως ο κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος Δημήτρης Ραυτόπουλος, που γεννήθηκε στον Πειραιά και έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 101 ετών, αποστρεφόταν τόσο έντονα τον κομματικό δογματισμό, που οι αιχμηρές και θαρραλέες θέσεις του τον είχαν φέρει σε σύγκρουση με τον ίδιο τον πολιτικό του χώρο.
Το εξηγεί ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, που μαζί του (και με τους Κ. Κουλουφάκο, Τ. Λειβαδίτη, Κ. Πορφύρη, Μ. Φουρτούνη κ.ά.) σχημάτισαν τη συντακτική ομάδα της ιστορικής «Επιθεώρησης Τέχνης». «Τον Δημήτρη Ραυτόπουλο διέκρινε η χωρίς συμβιβασμούς κριτική σκέψη, κυρίως στα δύσκολα εκείνα χρόνια του λεγόμενου σοσιαλιστικού ρεαλισμού, απέναντι στον οποίο στάθηκε με πολύ κριτικό μάτι και με πολύ κριτικά γραπτά. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός εξάλλου ήταν ένας τυφλός δογματισμός, που τον εξέφραζαν οι παλαιότεροι λόγιοι της Αριστεράς. Ο Ραυτόπουλος αντιτάχθηκε σε όλα αυτά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίφημη “κομματική δίκη” της “Επιθεώρησης Τέχνης” το 1959», λέει ο κ. Πατρίκιος, αναφερόμενος στον κομματικό έλεγχο που είχε ασκηθεί τότε στη συντακτική ομάδα του περιοδικού, επειδή είχε δημοσιεύσει το διήγημα ενός Σοβιετικού συγγραφέα που είχε βρεθεί «υπό δυσμένεια».
Ο ποιητής είχε πρωτογνωρίσει τον κριτικό όταν είχαν βρεθεί ως πολιτικοί εξόριστοι στον Αη Στράτη. «Είχε από τότε οξύτατο κριτικό μάτι και μου είχε κάνει εντύπωση», λέει ο κ. Πατρίκιος για τον Δημήτρη Ραυτόπουλο, ο οποίος, την περίοδο 1947-1952 είχε επίσης εκτοπιστεί σε Μακρόνησο και Ικαρία. Ως εξόριστος ήταν που συναντήθηκε και με τους Γιάννη Ρίτσο, Δημήτρη Χατζή, τον Λειβαδίτη, αλλά και τον Αρη Αλεξάνδρου, η φιλία του με τον οποίο θεωρείται διαμορφωτική των πολιτικών θέσεων του Ραυτόπουλου. Στα χρόνια της δικτατορίας διέφυγε στη Γαλλία, όπου εργάστηκε στο «αριστερό» Λεξικό Robert, ενώ ανθολόγησε διωχθέντες Ελληνες συγγραφείς σε αφιέρωμα του περιοδικού «Temps Modernes».
Στη μεταπολίτευση διηύθυνε το ανοιχτό στις νέες λογοτεχνικές τάσεις περιοδικό «Ηριδανός», ενώ παράλληλα έγραφε στην «Αυγή» και δημοσιογραφούσε στην «Απογευματινή». Στα δοκίμιά του περιλαμβάνονται τίτλοι όπως «Τέχνη και εξουσία», «Κρίσιμη λογοτεχνία», «Σημεία στίξεως», «Αναθεώρηση Τέχνης: η Επιθεώρηση Τέχνης και οι άνθρωποί της», «Εμφύλιος και λογοτεχνία» κ.ά., ενώ σημαντικά ήταν και τα βραβεία του, όπως το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1997) για τη μελέτη του για τον Αρη Αλεξάνδρου, καθώς και το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων (2014) και το Βραβείο Δοκιμίου – Μελέτης του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2017) για το σύνολο του έργου του. Το 2008 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης· η καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του τμήματος Μαίρη Μικέ, η οποίθα τον είχε προσφωνήσει τότε, αναφέρει στην «Κ»: «Ηταν ένας εξαιρετικά ευφυής άνθρωπος, με ευθύβολο, ευαίσθητο και οξυδερκές κριτικό βλέμμα, που έφερε ποικίλες όσες ανανεώσεις στον κριτικό λόγο. Τα βιβλία και οι κριτικές του για τον Δημήτρη Χατζή, τον Στρατή Τσίρκα, τη Μέλπω Αξιώτη, την Επιθεώρηση Τέχνης, παραμένουν ζωντανά και ανθεκτικά μέχρι σήμερα».
Η κριτική του στην εγχώρια κυβερνώσα Αριστερά ήταν επίσης δριμεία. Οπως έλεγε στην «Κ» το 2019, «μόνον η γνώση, η παιδεία, η αξιολόγηση, η αριστεία –αυτά που έπληξε συστηματικά ο τσιπρισμός– μπορούν να βγάλουν την Ελλάδα –και την Ευρώπη– από την παρακμή και τη στασιμότητα».

