Πρωτοποριακή, ριζοσπαστική και ασυμβίβαστη, η καταξιωμένη Βρετανίδα καλλιτέχνις Λίντερ (Λίντερ Στέρλινγκ), γνωστή για τα προκλητικά ντανταϊστικά κολάζ της, αμφισβήτησε τις πολιτιστικές προσδοκίες των γυναικών και έφερε την εξαιρετική αίσθηση της γυναικείας απελευθέρωσης με ένα μοναδικό σαρδόνιο χιούμορ. Από τα φεμινιστικά φωτομοντάζ της, που ανατρέπουν διαφημιστικές εικόνες ρομαντικής και οικιακής ευδαιμονίας, και τις συγκρουσιακές της περφόρμανς –φόρεσε φόρεμα από ωμό κρέας δεκαετίες πριν από τη Lady Gaga– η Λίντερ προβληματίζει και θέτει με ειλικρίνεια καθολικές ερωτήσεις για τα έμφυλα στερεότυπα και τη βαρβαρότητα του καταναλωτισμού.
Η αναδρομική έκθεση που φιλοξενείται αυτόν τον καιρό στην Hayward Gallery του Λονδίνου, με τίτλο «Ο κίνδυνος ήρθε χαμογελώντας» (Danger Came Smiling), συγκεντρώνει έργα από πέντε δεκαετίες της ανήσυχης και ανελέητα φεμινιστικής καλλιτεχνικής πορείας της.
Επανάσταση
Γεννημένη στο Λίβερπουλ το 1954, η Λίντερ αμφισβήτησε τις προσδοκίες του κοινωνικοπολιτιστικού κατεστημένου και τον προκαθορισμένο ρόλο της γυναίκας που την περιόριζε στις δουλειές του σπιτιού, στην ανατροφή των παιδιών και στο νοικοκυριό, και πήγε στο Μάντσεστερ για να σπουδάσει γραφιστική τη δεκαετία του 1970. Εκεί, στην ανατρεπτική πανκ και ποστ πανκ σκηνή του Μάντσεστερ, η καλλιτέχνις διαμόρφωσε την επαναστατική αισθητική της και έγινε ένα από τα πιο καυστικά και ανυπότακτα πρόσωπα της εποχής. Το φωτομοντάζ της του 1976, που απεικονίζει μια γυμνή γυναίκα με χαμογελαστά στόματα για τις θηλές και ένα σίδερο για το κεφάλι, έγινε το εξώφυλλο του πρώτου σινγκλ του συγκροτήματος Buzzcocks, «Orgasm Addict» (1977) και παραμένει μία από τις πιο ανατρεπτικές εικόνες του βρετανικού πανκ. Η ίδια δημιούργησε το δικό της ποστ πανκ συγκρότημα, το Ludus, το οποίο οδήγησε στο πιο αμφιλεγόμενο έργο της. Στο βίντεο από τη συναυλία το 1982 στο περίφημο κλαμπ Hacienda, όπου οι Ludus προσκλήθηκαν να παίξουν, βλέπουμε τη Λίντερ να τραγουδάει στη σκηνή, φορώντας ένα φόρεμα με μπούστο από σφάγια κοτόπουλου, που προκάλεσε σοκ στο κοινό. Πίσω από κάθε έργο της Λίντερ υπάρχει ένα μανιφέστο διαμαρτυρίας. Στην είσοδο της έκθεσης μια τεράστια φωτογραφία που απεικονίζει την ίδια την καλλιτέχνιδα, με εντυπωσιακό μακιγιάζ και τα μαργαριτάρια της μητέρας της, φιμωμένη, με σελοφάν γύρω από το στόμα και το μισό πρόσωπό της – αποτελεί έναν οξύ σχολιασμό πάνω στον μισογυνισμό και μια έκκληση για ελευθερία έκφρασης.

Με ένα χειρουργικό νυστέρι στο χέρι για εξαιρετική ακρίβεια, κόβει και επανασυνθέτει –αντλώντας έμπνευση από το μοντάζ κινηματογραφικών ταινιών ήδη από τη δεκαετία του 1920– ανατρέποντας τα πρότυπα του γκλάμουρ που πλασάρουν οι διαφημίσεις για το φύλο, τη σεξουαλικότητα και την κατανάλωση. Τα σουρεαλιστικά φωτομοντάζ της από τις δεκαετίες του 1970 και 1980 συναρπάζουν με την πρωτοπορία και τη μοναδικότητά τους και αποτελούν ένα συγκερασμό πορνογραφίας, ηλεκτρονικών ειδών ευρείας κατανάλωσης και κοινωνικής κριτικής. Μια γυναίκα τρυπάει με ένα πιρούνι τα μάτια της, ενώ αγκαλιάζει έναν άνδρα – ένα νεύμα στη σουρεαλιστική ταινία «Ανδαλουσιανός σκύλος» των Λουίς Μπουνιουέλ και Σαλβαδόρ Νταλί. Εικόνες ρομαντισμού μετατρέπονται σε σκηνές άσεμνου σουρεαλισμού: μια γυναίκα που περπατάει στο πάρκο με τον σύντροφό της, έχει ένα τεράστιο κάπκεϊκ για κεφάλι, ενώ η βουβωνική χώρα του άνδρα είναι ένα απαιτητικό στόμα. Γυμνά γυναικεία σώματα συνδυάζονται με σίδερα, βραστήρες, θερμάστρες, πικάπ και πλυντήρια ρούχων για τα κεφάλια. Ο φαλλός ενός άνδρα αντικαθίσταται με μια ηλεκτρική σκούπα, ενώ μία κρεβατοκάμαρα γεμίζει με γιγάντιες κάμερες, ένα δυστοπικό τοπίο επιτήρησης και κυριαρχίας που η ίδια περιέγραψε ως προφητικό καθώς προϊδεάζει τη σύγχρονη ζωντανή μετάδοση περιεχομένου από το απόρρητο ενός υπνοδωματίου ως μέσο σεξουαλικής έκθεσης και υποταγής.
Γυμνά γυναικεία σώματα συνδυάζονται με σίδερα, βραστήρες, πικάπ για κεφάλια, ενώ μία κρεβατοκάμαρα γεμίζει με κάμερες, ένα δυστοπικό τοπίο επιτήρησης και κυριαρχίας.
Σε ένα αυτοβιογραφικό άρθρο για το περιοδικό Frieze, η Λίντερ αποκάλυψε ότι όταν ήταν μόλις τριών ετών, ο θετός της παππούς τής έδειχνε πορνογραφικό υλικό και την κακοποιούσε σεξουαλικά. Πιστεύει ότι σε αυτό το τραύμα οφείλεται η επιθυμία της να μετατρέψει το πορνό σε φεμινιστική δήλωση. Οι γυναίκες-cyborg γίνονται εργαλεία απελευθέρωσης από το έμφυλο σώμα και το γυναικείο σώμα αποδεσμεύεται από παγιωμένες ταυτότητες.
Τρεις τεράστιες, εντυπωσιακές φωτογραφίες από το 2011 –με έντονα χρώματα, φλογερά και υγρά μαζί, βίαια και απαλά– απεικονίζουν τη Λίντερ και μια φίλη της με το στόμα ανοιχτό, σε εκστατικές πόζες, καθώς αλείφουν το σώμα τους με φαγητά και υγρά, αντλώντας έμπνευση από το σεξουαλικό φετίχ του splosh και τις αναμνήσεις της καλλιτέχνιδος όταν φρόντιζε και τάιζε τον άρρωστο πατέρα της πριν από τον θάνατό του. Η εμμονή της με το φετίχ, στενά συνυφασμένο με την εποχή του πανκ, διαφαίνεται και σε μία εγκατάσταση με μάσκες από δαντελωτά εσώρουχα, τις οποίες είχε δημιουργήσει για τον Χάουαρντ Ντεβότο, τον τραγουδιστή των Buzzcocks και αργότερα του Magazine. Η Λίντερ παραμένει στενή φίλη του Morrissey, του frontman του συγκροτήματος The Smiths και σε μια φωτογραφία τη βλέπουμε να ζωγραφίζει τα νύχια του φίλου της σε μία περιοδεία στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Στα πιο πρόσφατα φωτομοντάζ της συναντάμε γκέι πορνογραφικές φωτογραφίες από τη δεκαετία του 1970 με διαφημιστικές εικόνες ακριβών ρολογιών, βρύσες και έπιπλα, χορευτές μπαλέτου με κοχύλια και θαλάσσια πλάσματα, μοντέλα pin-up που καλύπτονται με εξωτικά, ερωτικά λουλούδια. Ανάμεσά τους και μία deepfake (παραποιημένη μέσω τεχνητής νοημοσύνης) εικόνα του εαυτού της, που παρουσιάζεται δημοσίως για πρώτη φορά, και απεικονίζει το πρόσωπο της καλλιτέχνιδος στο σώμα μιας πορνοστάρ του Playboy. Οπως σημειώνει η Λίντερ, «έκανα deepfaking τις γυναίκες σε όλη μου την ενήλικη ζωή για να αποκαταστήσω την ενδυνάμωσή τους».
«Εκανα deepfaking τις γυναίκες για να αποκαταστήσω την ενδυνάμωσή τους», δηλώνει η Λίντερ. Πίσω από κάθε έργο της υπάρχει ένα μανιφέστο διαμαρτυρίας.
Παρόλο που τα πρόσφατα έργα της Λίντερ δεν διακρίνονται από την πρωτοτυπία και την επαναστατική ενέργεια των επικών κολάζ της από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, συνεχίζουν να εξερευνούν την αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος με ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση και προσφέρουν ένα βαθυστόχαστο σχόλιο για θέματα που σχετίζονται με την εξουσία και το κυρίαρχο πατριαρχικό αφήγημα. Εύστοχος ο τίτλος της έκθεσης: «Ο κίνδυνος ήρθε χαμογελώντας» –από τον τίτλο ενός άλμπουμ του συγκρότηματός της Ludus– ηχεί ως κώδωνας κινδύνου απέναντι στη διάχυση του μισογυνισμού και της τοξικής αρρενωπότητας στη σημερινή εποχή.
Διάρκεια έκθεσης έως τις 5 Μαΐου 2025.
*Η κ. Τίνα Σωτηριάδη είναι επιμελήτρια εκθέσεων και κριτικός τέχνης που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο.

