Ακόμα μία ενδιαφέρουσα και επιτυχημένη συναυλία της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ πραγματοποιήθηκε στις 26 Μαρτίου στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης». Το πρόγραμμα περιελάμβανε τη σύνθεση «Κομμός Β (Θρήνος για τον Μόρτον)» του Θόδωρου Αντωνίου, το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Σάμιουελ Μπάρμπερ με σολίστ τον Ανδρέα Παπανικολάου, καθώς επίσης την Εβδομη Συμφωνία του Μπετόβεν. Την ορχήστρα διηύθυνε ο Μιχάλης Οικονόμου.
Ο Θόδωρος Αντωνίου, συνθέτης, αρχιμουσικός και παιδαγωγός, έφυγε από τη ζωή το 2018. Φέτος θα συμπληρώνονταν ενενήντα χρόνια από τη γέννησή του, γεγονός που στάθηκε αφορμή για την παρουσίαση του «Κομμού Β» από την ορχήστρα. Η σύνθεση γράφηκε κατόπιν παραγγελίας του Γερμανοαμερικανού συνθέτη Λούκας Φος και πρωτοπαρουσιάστηκε το 1996 στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης μαζί με την Εβδομη Συμφωνία του Μπετόβεν. Τον ίδιο συνδυασμό έργων επέλεξε και ο Οικονόμου. Πρόκειται για μια από τις επιτυχέστερες συνθέσεις του Αντωνίου, η οποία έχει παιχτεί σχεδόν από όλα τα ελληνικά κρατικά σύνολα. Ο Οικονόμου απέδωσε με επιτυχία τη θρηνώδη διάθεση. Τα πρώτα μουσικά μέτρα έθεσαν τον ζητούμενο, έντονα δραματικό τόνο. Στη συνέχεια, ο πυρήνας του έργου δόθηκε με επισημότητα και την επιθυμητή πένθιμη διάθεση, ενώ σταδιακά ο ήχος χάθηκε σε κατανυκτική σιωπή. Αποφασιστική ήταν η συμβολή της Ασημίνας Τσάμου (κλαρινέτο), όπως και της Μελίνας Μακρή (φλάουτο).
Με μεγάλη ευαισθησία ανέδειξε ο Ανδρέας Παπανικολάου την τρυφερότητα της γραφής του Σάμιουελ Μπάρμπερ.
Ακολούθησε ένα έργο που ακούγεται σπάνια στη χώρα μας, το Κοντσέρτο για βιολί του Αμερικανού συνθέτη Σάμιουελ Μπάρμπερ, γνωστού στους περισσότερους από το «Αντάτζιο για έγχορδα». Γράφηκε το 1939 και ακούστηκε ανεπίσημα την επόμενη χρονιά από τον βιολονίστα Χέρμπερτ Μπάουμελ και την Ορχήστρα του Ινστιτούτου Κέρτις, όπου δίδασκε ο Μπάρμπερ, υπό τη μουσική διεύθυνση του περίφημου Φριτς Ράινερ. Γνωρίζουμε αρκετά σχετικά με το πώς γράφηκε το έργο αλλά και πως το απέρριψε ο βιολονίστας Αϊζο Μπριζέλι, για τον οποίο το προόριζε ο Μπάρμπερ. Συνοπτικά, ο Μπριζέλι έκρινε τα δύο πρώτα μέρη του Κοντσέρτου δίχως ενδιαφέρον, ενώ το ζωηρό τρίτο τού φαινόταν παράταιρο. Ο Παπανικολάου υπερασπίστηκε τον λυρισμό του έργου με τον καλύτερο τρόπο. Το Κοντσέρτο ξεκινά απρόσμενα, καθώς αμέσως από την αρχή το βιολί αναγγέλλει το λυρικό θέμα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η αίσθηση ότι βρίσκεται κανείς ήδη στα μισά του έργου. Λυρισμός, συναίσθημα, νοσταλγία είναι λέξεις-κλειδιά στην ερμηνεία τόσο του πρώτου όσο και του ακόμα πιο αργού δεύτερου μέρους. Ολα κρίνονται στην πλαστικότητα της μελωδικής γραμμής και στη μουσικότητα του σολίστα. Ο Παπανικολάου υπήρξε εξαιρετικά εκφραστικός και με μεγάλη ευαισθησία ανέδειξε την τρυφερότητα της γραφής του Μπάρμπερ. Αναπροσαρμόζοντας διαρκώς τη δυναμική αλλά και χάρη σε σημειακές αυξομειώσεις της ταχύτητας έδωσε παλμό και εκφραστικότητα στη μουσική, ενώ ολοκλήρωσε την ερμηνεία του ανταποκρινόμενος με άνεση στο σύντομο, δεξιοτεχνικό, τρίτο μέρος.
Συναρπαστική ερμηνεία
Η μουσική του Μπάρμπερ είναι σίγουρα γοητευτική, αλλά δεν άλλαξε τον ρου της Ιστορίας. Αντίθετα, αυτή του Μπετόβεν άνοιξε νέους δρόμους, κάτι που ο ακροατής αντιλαμβάνεται ακόμα και δύο αιώνες μετά, παρότι πλέον είναι εξοικειωμένος με αυτήν. Αρκεί η ερμηνεία να είναι τόσο συναρπαστική όσο αυτή του Μιχάλη Οικονόμου με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ τη συγκεκριμένη βραδιά. Η Εβδομη Συμφωνία είναι έτσι κι αλλιώς ένα από τα πιο ζωηρά έργα του Μπετόβεν – ο Βάγκνερ τη αποκάλεσε «αποθέωση του χορού». Εάν αυτό αποδοθεί με τις γοργές ταχύτητες, όπως επίσης με τις καλά υπολογισμένες κλιμακώσεις και αποφορτίσεις που πέτυχε ο Οικονόμου, υπογραμμίζεται επιπλέον ο επαναστατικός, γεμάτος ενέργεια χαρακτήρας της μουσικής. Η ερμηνεία σφραγίστηκε με μια θυελλώδη, βακχικής ευφορίας απόδοση του τελευταίου μέρους, που κάλυψε τα προβλήματα της ορχήστρας και δίκαια οδήγησε σε ενθουσιώδες χειροκρότημα.

