Η τυχαία ανακάλυψη ενός ξεχασμένου συγγραφέα της δεκαετίας του ’80, η έρευνα ενός οικογενειακού φίλου για ένα μυστήριο και σκοτεινό συντηρητικό think tank στο Κέμπριτζ, μπαίνουν απροσδόκητα στη ζωή ενός κοριτσιού που μόλις έχει αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο, σπάζοντας τη βασανιστική και αδιέξοδη καθημερινότητα που προσφέρει απλόχερα κάθε σύγχρονη δυτική κοινωνία στους νέους της. Η «Απόδειξη της αθωότητάς μου» (μτφρ.: Αλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις) είναι ένας συνδυασμός αστυνομικού μυθιστορήματος, πολιτικής σάτιρας και αυτομυθοπλασίας, λογοτεχνικά είδη που ο Τζόναθαν Κόου μετατρέπει σε εργαλεία για να αποτυπώσει την ουσία της βρετανικής κοινωνίας σε μια πολύ πρόσφατη στιγμή της ιστορίας της.
Με φόντο τις 50 μέρες διακυβέρνησης της Λιζ Τρας και τον θάνατο της βασίλισσας, το νέο βιβλίο του Κόου, με ειρωνικό αλλά και διασκεδαστικό τρόπο, καταφέρνει να λειτουργήσει ως καθρέφτης που αντανακλά το φως, σχηματίζοντας όμως ένα αληθινό είδωλο. Αν στο προηγούμενο βιβλίο του ο Βρετανός συγγραφέας ασχολήθηκε με τις συνέπειες του Brexit και τις παρενέργειες της πανδημίας, σ’ αυτό κάνει ένα μεγαλύτερο βήμα θέτοντας καταιγιστικά ερωτήματα για τις αιτίες που ο ακραίος συντηρητικός λόγος έχει κάνει μετάσταση και στη Μεγάλη Βρετανία. Εχοντας πλήρη επίγνωση ότι ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλες οι προσπάθειες να μάθεις την αλήθεια είναι επισφαλείς, ο Κόου δημιουργεί την ελπίδα πως η λογοτεχνία μπορεί και να σώζει…
– Ξεκινώντας, θα ήθελα να πω ότι βρήκα το βιβλίο σας συγκλονιστικά επίκαιρο. Μπορείτε να μας πείτε δυο λόγια για την ιστορία;
– Μου φαίνεται ότι η συντηρητική πολιτική έχει ριζοσπαστικοποιηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια, τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και παγκοσμίως. Στο Ηνωμένο Βασίλειο αυτή η διαδικασία επιταχύνθηκε με το Brexit και φυσικά στην Αμερική, την ίδια χρονιά, (2016) με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Ως κάποιος που θυμάται τον γενικά ανεκτικό και προοδευτικό συντηρητισμό του πατέρα του πριν από σαράντα ή πενήντα χρόνια (έναν συντηρητισμό που δεν διαφέρει στ’ αλήθεια από τον φιλελευθερισμό σήμερα), ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα ανίχνευε αυτή την αλλαγή. Επέλεξα να το κάνω με τη μορφή αστυνομικού μυθιστορήματος, γιατί πιστεύω ότι ήταν ο καλύτερος τρόπος για να προσελκύσω τους αναγνώστες με ένα βιβλίο του οποίου το θέμα θα μπορούσε διαφορετικά να φανεί μάλλον στεγνό και τρομακτικό.
– Γιατί επιλέξατε τις 50 μέρες της Λιζ Τρας στην πρωθυπουργία της Βρετανίας ως φόντο για το μυθιστόρημά σας; Τι είναι αυτό που σας παρακίνησε να τοποθετήσετε την ιστορία σας σε ένα τόσο πρόσφατο ιστορικό πλαίσιο;
– Το τελευταίο μου μυθιστόρημα, το «Bournville», περιείχε μια αφήγηση που διαρκούσε 75 χρόνια. Κάθε φορά που ξεκινάω ένα νέο βιβλίο, μου αρέσει να κάνω κάτι διαφορετικό από το προηγούμενο. Αυτή τη φορά, λοιπόν, ήθελα ένα σύντομο, συμπυκνωμένο χρονικό πλαίσιο, όχι μια μακρά διάρκεια. Ο χρόνος της Λιζ Τρας στην πρωθυπουργία –μόλις επτά εβδομάδες– έμοιαζε να προσφέρει την τέλεια διάρκεια για την επίλυση ενός μυστηρίου δολοφονίας και ταίριαζε επίσης πολύ καλά με τη θεματική της ριζοσπαστικοποίησης του βρετανικού συντηρητισμού.
– Κάνετε μια αναδρομή – καταγραφή της εξέλιξης του Συντηρητικού Κόμματος της Βρετανίας από τη Θάτσερ στη Λιζ Τρας («η Θάτσερ επέστρεψε»). Τι απόσταση έχει διανύσει η συντηρητική πολιτική ώστε να μιλάμε πια για μια νέα ριζοσπαστική Δεξιά; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που έχετε εντοπίσει;
– Μεταξύ των κύριων χαρακτηριστικών της ριζοσπαστικής Δεξιάς είναι η αδυσώπητη εχθρότητα προς τη μετανάστευση, το μίσος για την πολυπολιτισμικότητα, μια κατ’ επίφασιν πίστη στην «ελευθερία του λόγου» (που δεν μοιάζει να αποκλείει, τουλάχιστον στην Αμερική, την απαγόρευση βιβλίων) και πάνω απ’ όλα η ανάδειξη του ατομικισμού σε ένα είδος θρησκείας, εις βάρος οποιασδήποτε έννοιας συλλογικότητας ή κοινωνίας πολιτών.
– Στο βιβλίο δίνετε έμφαση στον συναισθηματικό δεσμό της βρετανικής κοινωνίας με το Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS). Πώς γίνεται, θα τολμούσα να πω σε σύντομο ιστορικό χρονικό διάστημα, να έχουν απογυμνωθεί έννοιες όπως η δημόσια υγεία, για παράδειγμα, από κάθε πολιτική και ιδεολογική σημασία και να επενδύουμε στο συναίσθημα για να τις προστατέψουμε;
– Δεν ξέρω πώς είναι δυνατόν, αλλά συνέβη. Νομίζω ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε αναγνωρίσει μια αλήθεια για τον εαυτό μας – μια δυσάρεστη αλήθεια, κατά κάποιον τρόπο: ότι τα ανθρώπινα όντα παρακινούνται πολύ περισσότερο από συναισθήματα και συγκινήσεις παρά από σκέψεις ή ιδέες. Κατά έναν περίεργο τρόπο, για μένα αυτό συνδέεται με την άνοδο της ποπ μουσικής τη δεκαετία του 1960: την πολιτισμική πρωτοκαθεδρία μιας καλλιτεχνικής μορφής, της οποίας υπέρτατος τρόπος έκφρασης είναι ένα τρίλεπτο τραγούδι που το μήνυμά του είναι απλώς «έτσι νιώθω». Στη Βρετανία συνειδητοποιήσαμε για πρώτη φορά την κυριαρχία του συναισθήματος το 1997 με τον θάνατο της Νταϊάνας και τις δημόσιες εκδηλώσεις θλίψης που ενέπνευσε (το περιγράφω αυτό στο προηγούμενο μυθιστόρημά μου, το «Bournville»). Δεν με εκπλήσσει λοιπόν ότι η προσκόλληση του βρετανικού λαού στο NHS είναι συναισθηματική, όχι πολιτική ή ιδεολογική, ούτε ότι οι πολιτικοί πρέπει να βασίζονται σ’ αυτό το δεδομένο όταν θέλουν να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη επί του θέματος.
– Δεν λείπει και η αναφορά στη woke ατζέντα. Ποια είναι η λέξη που έχει υποστεί, κατά τη γνώμη σας, τόση κατάχρηση ώστε έχει χάσει μεγάλο μέρος της ερμηνευτικής και επιδραστικής της αξίας;
– Νομίζω ότι το πιο προφανές παράδειγμα είναι η ίδια η λέξη woke, η οποία χρησιμοποιείται πλέον για να δηλώσει οτιδήποτε αποδοκιμάζει η νέα ριζοσπαστική Δεξιά. Τις τελευταίες εβδομάδες έχω δει τον Ιησού, τον Ρόναλντ Ρέιγκαν και ορισμένα είδη μαγιονέζας να αναφέρονται ως «woke».
– Κάποτε είχαν ρωτήσει τη Θάτσερ ποιο είναι το μεγαλύτερο επίτευγμά της και η απάντηση που έδωσε ήταν: «Το Εργατικό Κόμμα του Τόνι Μπλερ. Αναγκάσαμε τους αντιπάλους μας να αλλάξουν γνώμη». Με την κυβέρνηση των Εργατικών αυτή τη στιγμή στη Βρετανία, πιστεύετε πως έχουν αλλάξει τα πράγματα;
– Δεν είμαι σίγουρος αν στην Ελλάδα γνωρίζετε την έκφραση «παράθυρο του Οβερτον». Πήρε το όνομά της από τον Αμερικανό πολιτικό αναλυτή Τζόζεφ Οβερτον και αναφέρεται στο εύρος των θεμάτων και των επιχειρημάτων που είναι πολιτικώς αποδεκτά από την πλειονότητα του πληθυσμού σε μια δεδομένη στιγμή. Από την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ –και είναι βασικό θέμα αυτό, όχι μόνο στο «Η απόδειξη της αθωότητάς μου», αλλά σε όλα τα πρόσφατα μυθιστορήματά μου– το «παράθυρο του Οβερτον» έχει μετατοπιστεί σημαντικά προς τα δεξιά. Πράγματα δεδομένα τη δεκαετία του 1970 (ότι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να οργανώνονται σε συνδικάτα, για παράδειγμα, και να απέχουν από την εργασία τους αν χρειαστεί) θεωρούνται πλέον απαράδεκτα, ενώ ιδέες που θεωρούνταν επικίνδυνες τη δεκαετία του 1970 (η απέλαση μεταναστών, για παράδειγμα) συζητούνται τώρα ανοιχτά από πολιτικούς των μεγάλων κομμάτων στην τηλεόραση. Στο Ηνωμένο Βασίλειο το Εργατικό Κόμμα σήμερα είναι πολύ δεξιότερο από το Εργατικό Κόμμα της δεκαετίας του 1970 – ακόμη και από το Εργατικό Κόμμα του Τόνι Μπλερ. Η δήλωση της Θάτσερ είναι απολύτως σωστή: η Θάτσερ έθεσε σε κίνηση μια αλυσίδα γεγονότων που ώθησαν το «παράθυρο του Οβερτον» τόσο δεξιά, ώστε θέσεις που κάποτε ήταν μέρος μιας μετριοπαθούς σοσιαλιστικής ορθοδοξίας να θεωρούνται τώρα ριζοσπαστικές και εξτρεμιστικές. Ολοι έχουμε γίνει παιδιά της Θάτσερ.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο το Εργατικό Κόμμα σήμερα είναι πολύ δεξιότερο από το Εργατικό Κόμμα της δεκαετίας του 1970 – ακόμη και από το Εργατικό Κόμμα του Τόνι Μπλερ.
– «Η απόδειξη της αθωότητάς μου» είναι μια έκφραση στο βιβλίο σας που σημαίνει το αδύνατο. Μια ανοιχτή, ίσως παιχνιδιάρικη ερώτηση: τι θεωρείτε αδύνατο να βρεθεί πια;
– Δεν είναι και πολύ παιχνιδιάρικη η απάντησή μου, αλλά θα έλεγα ότι ένα από τα πιο σπάνια πράγματα στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή είναι ένας πολιτικός έτοιμος να πει ότι κάτι μπορεί να έχει αυθύπαρκτη κοινωνική, πολιτισμική ή ανθρωπιστική αξία και όχι μόνο οικονομική αξία.
Τη Δευτέρα 28/4, στις 7 μ.μ., ο Τζόναθαν Κόου θα συζητήσει με τον δημοσιογράφο-συγγραφέα Στέφανο Τσιτσόπουλο στο πατάρι του βιβλιοπωλείου «Κωνσταντινίδης» (Μητροπόλεως 92), όπου και θα τιμηθεί για τη συνεισφορά του στην ιστορία του βιβλιοπωλείου.
Την Τρίτη 29/4, στις 7 μ.μ., ο Τζόναθαν Κόου θα βρεθεί στο Μέγαρο Μουσικής και θα συνομιλήσει με τις Αν. Μαραγκάκη, Στ. Παπασπύρου, Β. Πέτσα και Αλ. Τριμπέρη.
_________________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: «Τις τελευταίες εβδομάδες έχω δει τον Ιησού, τον Ρόναλντ Ρέιγκαν και ορισμένα είδη μαγιονέζας να αναφέρονται ως “woke“», λέει στην «Κ» ο Τζόναθαν Κόου. [David Zorrakino / Europa Press via Getty Images / Ideal Image]

