«Το κτίριο ήταν πανέτοιμο στο τέλος του 1954, γραφεία, μηχανικές εγκαταστάσεις, διακοσμήσεις, μαρμάρινες επενδύσεις, στην είσοδο μια τοιχογραφία που σχεδίασε ο ζωγράφος Π. Τέτσης, μια αρμονική σύνθεση αθηναϊκών κτιρίων», γράφει η Ελένη Βλάχου στον β΄ τόμο της έκδοσης «Δημοσιογραφικά χρόνια», στην ενότητα όπου περιγράφει τη γέννηση του συγκροτήματος της «Καθημερινής».
Τα εγκαίνια του ιδιόκτητου κτιρίου στο κέντρο της πόλης υπήρξαν ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός, αλλά και αιτία λύπης, αφού η οικογένεια αποχωρίστηκε το σπίτι του Αγγελου Βλάχου, πατέρα του Γεωργίου και παππού της Ελένης Βλάχου. Αλλά η κόρη του ιδρυτή της εφημερίδας, σε αναλογία με την Ελλάδα της ίδιας περιόδου, διείδε στον ορίζοντα ελπιδοφόρες προοπτικές. Ετσι, όπως η ίδια γράφει, πάρθηκε η απόφαση να «υψωθεί» η νέα «Καθημερινή» στο μεγάλο οικόπεδο της οδού Σωκράτους 57, που συμπεριλάμβανε και ένα ωραίο περιβόλι.
Η μεγάλων διαστάσεων εικαστική σύνθεση που το 1953 ζωγράφισε ο 28χρονος Παναγιώτης Τέτσης για τα ιστορικά γραφεία της εφημερίδας μοιάζει να εκφράζει ανάλογα συναισθήματα. Η παλιά Αθήνα γκρεμιζόταν, η πρόοδος αντικαθιστούσε τα νεοκλασικά οικοδομήματα, τα ακροκέραμα και τους κήπους με τσιμέντο, οι γειτονιές άλλαζαν για πάντα.
Κοιτάζοντας πολλές φορές, από κοντά και από μακριά, το έργο του Τέτση που εικονίζει τη νεοκλασική Αθήνα προκειμένου να αναγνωρίσουμε τα κτίρια, όλο και περισσότερο το βλέμμα μας χάνεται μέσα σε έναν αρχιτεκτονικό λαβύρινθο που μοιάζει με σκηνικό. Καθώς η προοπτική καταργείται, αυτή η Αθήνα των δύο διαστάσεων που σκεπάζεται από συννεφιασμένο ουρανό μοιάζει με άχρονη καλλιτεχνική μεταφορά, μια νεοκλασική φαντασίωση. Ούτε Ακρόπολη ούτε αρχαίο κάλλος με κατάλευκα μάρμαρα. Μόνον ώχρες και κεραμιδιά της Μεσογείου μέσα σε μια ατμόσφαιρα που θυμίζει Αλεξάνδρεια, ενώ στο βάθος ένας μόνος φοίνικας φέρνει στον νου τα σχέδια των ξένων περιηγητών που έφτασαν στην οθωμανική Αθήνα. «Τι θα μείνει από την Αθήνα που ξέραμε;», μοιάζει να αναρωτιέται ο Τέτσης μια χρονιά προτού φύγει με υποτροφία του ΙΚΥ για σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού.
Ο πίνακας που ο ίδιος είχε ονομάσει «Η Αθήνα του νεοκλασικισμού», πριν από λίγες ημέρες αφαιρέθηκε από την είσοδο του νεότερου κτιρίου της «Καθημερινής» στο Νέο Φάληρο και μεταφέρθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη. Εάν εξαιρέσουμε τη συντήρησή του, το έργο φεύγει προσωρινά από την εφημερίδα, γι’ αυτό η συμπερίληψή του ως δάνειο στη μεγάλη αναδρομική έκθεση «Παναγιώτης Τέτσης. Η εμμονή του βλέμματος» της ΕΠΜΑΣ, είναι γεγονός εξαιρετικό.

Κατά την ξενάγηση της «Κ» από την επιμελήτρια και διευθύντρια συλλογών της Πινακοθήκης Εφη Αγαθονίκου στην έκθεση, ενώ ακόμη βρισκόταν στα σπάργανα, ο πίνακας σκαρφάλωσε με προσοχή στον σκούρο γκρίζο τοίχο και αναρτήθηκε κοντά σε ακόμη δύο άγνωστα για το ευρύ κοινό έργα του Τετση.
Το πρώτο φιλοτεχνήθηκε για τη διακόσμηση του ξενοδοχείου Μον Παρνές, το δεύτερο αποτελούσε ανάθεση της Εθνικής Τράπεζας, ενώ στον ίδιο χώρο εκτίθεται επίσης η μακέτα από τη μεγάλη σύνθεση των «Ναυπηγείων», που ανήκει στην Αlpha Bank, τότε Τράπεζα Πίστεως.
Χρονολογικά βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του 1950. Το 1958 ήταν πολλαπλώς σημαντική χρονιά για τον Παναγιώτη Τέτση: κάνει τη δεύτερη ατομική του έκθεση στην Αθήνα (γκαλερί Ζυγός), ύστερα από την πρώτη νεανική το 1948, αποσπώντας τους θερμούς επαίνους σύσσωμης της κριτικής. Την ίδια χρονιά, συζητώντας με την Ελένη Βακαλό, καθώς του ποζάρει για το πορτρέτο της, αποφασίζουν να ιδρύσουν το Ελεύθερο Σπουδαστήριο Καλών Τεχνών (μετέπειτα Σχολή Βακαλό), όπου ο Τέτσης θα διδάξει ανελλιπώς έως το 1976, οπότε εξελέγη καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Παρατηρώντας τους πίνακες που ο ζωγράφος δούλευε αρχές του ’60, ένα μέρος της ενότητας των αθηναϊκών τοπίων –μπαλκονόπορτες της Αθήνας, νεοκλασικά του Λυκαβηττού, κήποι και στέγες κτιρίων, εσωτερικά χώρων, λεπτομέρειες των τοίχων της πόλης όπως παίζουν με το αττικό φως– βλέπουμε αυτό που εκείνος ονόμαζε «χτίσιμο του χρώματος», στοιχείο που δούλευε διαρκώς και σχεδόν εμμονικά.
Αλλά η νεοκλασική Αθήνα που έφτιαξε για την «Καθημερινή» δεν είναι τυπική της τεχνοτροπίας και της χειρονομίας του καλλιτέχνη. «Είναι όμως ένα έργο καμωμένο με αγάπη, στο οποίο προσπάθησα να ακολουθήσω την τεχνοτροπία του papier peint, του ζωγραφιστού χαρτιού ταπετσαρίας», είχε πει σε μια εκδήλωση που διοργανώθηκε στην εφημερίδα το 2020 προς τιμήν του ο Παναγιώτης Τέτσης, όταν κάποιος παρατήρησε ότι εκείνος δεν ζωγράφιζε έτσι. Ως καλλιτέχνης με γαλλική κουλτούρα εξήγησε ότι η έμπνευση ήρθε από τις ταπισερί στις επαύλεις των ευγενών, τις οποίες μετά τη Γαλλική Επανάσταση οι αστοί αντικατέστησαν για λόγους οικονομίας με papiers peints (ζωγραφιστά χαρτιά ή και υφάσματα).
«Σχήμα είναι ο κόσμος», έλεγε ο Δημήτρης Πικιώνης, «και για τον καλλιτέχνη που τον αντικρίζει μεγάλη χαρά. Γιατί ο κόσμος-σχήμα είναι αγέραστος». Ο Παναγιώτης Τέτσης γνωρίστηκε με τον Πικιώνη και τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα στην Υδρα το 1940. Ο Τέτσης τους θεωρούσε πραγματικούς δασκάλους του.
«Παναγιώτης Τέτσης, Η εμμονή του βλέμματος». ΕΠΜΑΣ, έως 31.10.

