Το ευφυές με το «White Lotus», τη δημοφιλή σειρά του HBO, που σκέφτηκε και σκηνοθετεί ο πάλαι ποτέ υποτιμημένος δημιουργός του επίσης υποτιμημένου «Enlightened» Μάικ Γουάιτ, ήταν ότι κάθε νέα σεζόν δεν θύμιζε σε πολλά την αμέσως προηγούμενη. Το σκηνικό μεταφέρεται από το ένα μαγικό θέρετρο στο άλλο (Χαβάη, Σικελία, τώρα Ταϊλάνδη) αλλά το καστ είναι εντελώς διαφορετικό από σεζόν σε σεζόν (με μικροεξαιρέσεις, που όπως αποδείχθηκε έχουν τη βαρύτητά τους), το ίδιο και η πλοκή.
Ωστόσο, υπάρχουν κοινά μοτίβα που διαπερνούν κάθε κύκλο, ανεξαρτήτως βαθμού ινσταγκραμικής τελειότητας που αγγίζει η εκάστοτε ονειρική τοποθεσία, και τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας της σειράς: Ενας φόνος αγνώστων λοιπών στοιχείων που «προλογίζει» την κάθε σεζόν προετοιμάζοντάς μας για τη θεμελιώδη αντίφαση ανάμεσα στην (πολύ καλή) ζωή και στον θάνατο, τις αόρατες συγκρούσεις που υποβόσκουν και στην πλέον ανυποψίαστη συνδιαλλαγή των ντόπιων υπαλλήλων με τους προνομιούχους πελάτες του συγκροτήματος ή τις ενδοοικογενειακές εντάσεις που προκύπτουν όταν τα νεότερα μέλη διεκδικούν μια νέα ταυτότητα για τον εαυτό τους χωρίς πάντα να εκχωρούν πραγματικά τα περιλάλητα προνόμιά τους.
Θεωρητικά η Ταϊλάνδη προσέφερε στον Μάικ Γουάιτ ένα επιπλέον εργαλείο εξερεύνησης όλων των συνειδητών και ασυνείδητων μηχανισμών αμοιβαίας εξαπάτησης που διαθέτει το ανθρώπινο είδος, προκειμένου να προσγειώσει το ακριβοθώρητο προϊόν του σε μια νέα, ακόμη πιο δελεαστική πίστα: το στοιχείο της πνευματικότητας, ταυτισμένο με την θρησκευτική παράδοση της χώρας της Απω Ανατολής. Συμβαίνει, παρ’ όλα αυτά, το πλέον παράδοξο: είχαμε να κάνουμε με τη λιγότερο «πνευματική» σεζόν της σειράς. Να το αποδώσουμε στους αποδυναμωμένους χαρακτήρες της νέας συνταγής; Στην απουσία της Τζένιφερ Κούλιτζ; Ή στην αναπόφευκτη κόπωση ύστερα από δύο πραγματικά σπουδαίες στιγμές της αμερικανικής τηλεόρασης του 21ου αιώνα;
Ας αρχίσουμε με τους χαρακτήρες. Σε όλες τις θέσεις-κλειδιά, η σύγκριση με τους προηγούμενους κύκλους είναι απογοητευτική. Από τον διευθυντή του ξενοδοχείου μέχρι τους γονείς της αρχετυπικής εύπορης αμερικανικής οικογένειας, όλοι οι βασικοί χαρακτήρες μοιάζουν κάπως υποτονικοί και άνευροι. Εδώ ο Γουάιτ ίσως έχει προσκρούσει σε έναν (δημιουργικό) βράχο: Με πόσους διαφορετικούς τρόπους να δείξεις τα προβλήματα πολυτελείας που ταλανίζουν τους τελευταίους θιασώτες του αμερικανικού ονείρου και τα όρια των επίδοξων υπονομευτών του; Πρόβλημα υπάρχει και στους δεύτερους ρόλους, οι οποίοι από την πρώτη στιγμή συνιστούσαν τη δημιουργική ραχοκοκαλιά του «White Lotus».
Φυσικά, υπάρχουν εξαιρέσεις: η αυξομείωση της έντασης ανάμεσα στις τρεις παλιές φιλενάδες που επανασυνδέονται, το θετικό αντίβαρο της Τσέλσι (Εϊμι Λου Γουντ) σε ένα σκηνικό γενικής αποσάθρωσης και διάχυτου κυνισμού και ο απροσδόκητα πλούσιος χαρακτήρας του Φρανκ (Σαμ Ρόκγουελ) μας θύμισαν όλα αυτά για τα οποία έγινε διάσημη η σειρά. Παρ’ όλα αυτά, το τελευταίο επεισόδιο πρόσθεσε αμηχανία αντί να αφαιρέσει. Ευτυχώς υπήρξε η ηθικά μετέωρη «εξαγορά» της μη προνομιούχου Μπελίντα (Νατάσα Ρόθγουελ) για να βεβαιωθούμε ότι το πνεύμα του Μάικ Γουάιτ είναι ακόμη εδώ, έτοιμο για «νέες περιπέτειες».

