MATTHEW KLEIN, MICHAEL PETTIS
Trade Wars Are Class Wars: How Rising Inequality Distorts the Global Economy and Threatens International Peace
εκδ. Yale University Press, 2020, σελ. 288
Με την κλιμάκωση των προστατευτικών μέτρων στην παγκόσμια οικονομία να εντείνεται, η επικαιρότητα του βιβλίου των Matthew Pettis –καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου– και Michael Klein –αναγνωρισμένος οικονομικός αναλυτής– είναι αξιοπρόσεκτη. Απέναντι στην υπεραπλουστευτική λογική του Αμερικανού προέδρου, ότι το δασμολογικό τείχος που υψώνει θα κάνει την «Αμερική ξανά μεγάλη», η θέση που αναπτύσσουν οι δύο συγγραφείς είναι εξαιρετικά προκλητική αλλά και πολιτικά «επικίνδυνη» για τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας που εκπροσωπεί η διοίκηση Τραμπ.
Οι δύο συγγραφείς, ήδη από το 2020, προσπάθησαν να δείξουν ότι οι εμπορικοί πόλεμοι είναι στην πραγματικότητα ταξικοί πόλεμοι. Αυτό δηλαδή που παρουσιάζεται με οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ των εθνών, είναι ουσιαστικά μια έντονη εκδήλωση οικονομικού ανταγωνισμού στο εσωτερικό των κοινωνιών, πράγμα που προξενεί παγκόσμιες μακροοικονομικές ανισορροπίες. Αυτό ισχύει τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για την Ευρώπη και την Κίνα. Από τη μια πλευρά, οι κάτοχοι του μεγάλου κεφαλαίου και ο χρηματοοικονομικός τομέας σωρεύουν δύναμη και πλούτο, ενώ η μεσαία τάξη και τα λαϊκά στρώματα χάνουν αγοραστική δύναμη. Οι επιπτώσεις είναι καταλυτικές: αύξηση των ανισοτήτων, απώλεια θέσεων εργασίας, αυξημένα επίπεδα χρέους για την πλειονότητα της κοινωνίας.
Οι κάτοχοι του μεγάλου κεφαλαίου και ο χρηματοοικονομικός τομέας σωρεύουν δύναμη και πλούτο, ενώ η μεσαία τάξη και τα λαϊκά στρώματα χάνουν αγοραστική δύναμη.
Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες που οδήγησαν στην παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και συνεχίστηκαν έως την πανδημική κρίση –έκτοτε τείνουν να αποκλιμακωθούν– είχαν στον πυρήνα τους την υπερβάλλουσα παγκόσμια αποταμίευση που με τη σειρά της είναι αποτέλεσμα της υποεπένδυσης. Για ποιον λόγο, όμως, η επένδυση κινήθηκε σε χαμηλά επίπεδα;
Λίγο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης το 2007, η κινεζική οικονομία αποταμίευε περίπου το μισό της εισόδημα, αλλά επένδυε μόνο το 40% σε εγχώριες επενδύσεις. Το υπόλοιπο 10% τοποθετούνταν κυρίως στην αγορά αμερικανικών ομολόγων. Ο χαμηλός βαθμός επένδυσης του πλεονάσματος σε εγχώριες επενδύσεις συνδέεται με την άνιση διανομή του εισοδήματος, την απουσία κοινωνικού κράτους και συνεπώς, την αδύναμη κατανάλωση. Από την άλλη πλευρά, η μαζική αγορά αμερικανικού χρέους στόχευε στην υπερτίμηση του αμερικανικού νομίσματος, με σκοπό τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των κινεζικών προϊόντων. Επιπρόσθετα, η απορρύθμιση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, με επίκεντρο τις ΗΠΑ, επέτρεψε την ανάπτυξη και στη συνέχεια, την ένταση του φαινομένου του χρηματιστικού μετασχηματισμού της οικονομίας (financialization). Τα μεσαία και χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα αναγκάζονταν όλο και περισσότερο να αυξήσουν τα επίπεδα χρέους τους, για να ενδυναμώσουν την αγοραστική τους δύναμη που απειλούνταν από την αποδυνάμωση της μισθωτής εργασίας και τη ραγδαία αύξηση των ανισοτήτων. Επομένως, οι ανισορροπίες στα θεμελιώδη μεγέθη των οικονομιών συνδέονται άρρηκτα με τις ανισορροπίες του ίδιου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο αστάθειας.
Υπό αυτό το πρίσμα, εάν οι ταξικοί πόλεμοι συνιστούν τη βαθύτερη αιτία για τους εμπορικούς πολέμους, ως εκδήλωση πολιτικής αμηχανίας για την αντιμετώπιση του κοινωνικού προβλήματος, τότε το αισιόδοξο συμπέρασμα που προκύπτει από το βιβλίο είναι ότι οι λύσεις για τις παγκόσμιες μακροοικονομικές ανισορροπίες πρέπει να βρεθούν στην εσωτερική αναδιανομή και όχι στη διεθνή σύγκρουση. Αντί, λοιπόν, οι Αμερικανοί να δαιμονολογούν την Κίνα και να ψηφίζουν τον Ντόναλντ Τραμπ, θα μπορούσαν να πιέσουν για ένα πιο δίκαιο φορολογικό σύστημα που ρίχνει τα βάρη στους (υπερ)πλούσιους. Και οι Κινέζοι, αντί να μπαίνουν σε κούρσες ανταγωνισμού με τους Αμερικανούς, θα μπορούσαν να προτάξουν το αίτημα για ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης της εγχώριας μεσαίας τάξης. Το γιατί, όμως, αυτό δεν συμβαίνει, είναι ζήτημα άλλης ανάλυσης – των νέων πολιτικών διαιρετικών τομών…
*O κ. Θανάσης Κολλιόπουλος είναι διδάκτωρ ΕΚΠΑ, μέλος ΣΕΠ ΕΑΠ.

