Οταν σκέφτομαι την ερώτηση που πολλές φορές κάνουμε ο ένας στον άλλον, «σε ποια άλλη εποχή εκτός από αυτήν που ήδη ζούμε θα ήθελες να ζεις», σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει άλλη εποχή που φαντάζομαι τον εαυτό μου να ζει. Αν όμως με ρωτούσαν σε ποια εποχή ή σε ποια περίοδο του χρόνου θα ήθελες να ταξιδέψεις, έχω έτοιμη την απάντηση. Φαντάζομαι τον εαυτό μου να έχει βρεθεί και να έχει ζήσει την ηχογράφηση ορισμένων από τα πιο σημαντικά άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής των τελευταίων 60 ετών. Ειδικά εκείνων των άλμπουμ που κρύβουν πολλές μικρές και μεγάλες ιστορίες, που τα ίδια είναι ιστορία της μουσικής αυτή καθεαυτή. Μια απ’ αυτές τις στιγμές στον χρόνο που θα ‘θελα να ζήσω δεν είναι άλλη από την ιστορία της ηχογράφησης του τρίτου και τελευταίου άλμπουμ του συγκροτήματος των Aphrodites Child, «666 – Η Αποκάλυψη του Ιωάννη», το οποίο κυκλοφόρησε ξανά πριν από λίγους μήνες.
Σαν παραμύθι
Η ιστορία τους μοιάζει και λίγο με παραμύθι από την αρχή του. Τέσσερις νέοι μουσικοί με πολύ ταλέντο και έμπνευση, έχοντας πολύ καθαρή αίσθηση της ταυτότητας της χώρας από την οποία προέρχονται, αλλά και ανοιχτά τα αυτιά και τα μάτια σε ό,τι συνέβαινε στον κόσμο κοινωνικά, πολιτικά και μουσικά συναντάνε δημιουργικούς ανθρώπους διατεθειμένους να συμμετέχουν στο όραμά τους και να τους βοηθήσουν. Ταυτόχρονα οι ίδιοι έχουν τη βεβαιότητα ότι βρίσκονται στον σωστό δρόμο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το μόνο που λείπει είναι η τύχη. Που με κάποιο μαγικό τρόπο στην ιστορία μας εμφανίζεται κι αυτή. Η τύχη και οι παρέες.
Την άνοιξη του 1968 η χούντα βρίσκεται στη δεύτερη χρονιά της και το συγκρότημα, που μέχρι τότε δεν είχε κάποιο επίσημο όνομα, αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα και φεύγει για την Αγγλία. Ομως, η τύχη ή αλλιώς οι συγκυρίες φέρνουν τα πράγματα έτσι ώστε τα δύο μέλη του συγκροτήματος, ο Ντέμης Ρούσσος και ο Λουκάς Σιδεράς, να μη φτάσουν ποτέ στην Αγγλία, αφού δεν τους δόθηκε βίζα, και να επιστρέψουν στη Γαλλία όπου και θα εγκατασταθούν περιμένοντας τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Ο Αργύρης Κουλούρης έπρεπε να μείνει πίσω γιατί δεν είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Μπορεί το Λονδίνο να ήταν η Μέκκα της ροκ μουσικής το 1968, όμως το Παρίσι ήταν η Μέκκα των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων για ολόκληρη την Ευρώπη. Υπογράφουν όμως στη δισκογραφική εταιρεία Mercury, κυκλοφορούν το single «Rain And Tears», που γνωρίζει επιτυχία, στη Γαλλία κυκλοφορούν και τα δύο πρώτα τους άλμπουμ με τίτλους «End Of The World» και «Its Five O clock» το 1968 και 1969 αντίστοιχα και αρχίζουν να γίνονται κομμάτι του δημιουργικού Παρισιού, εκεί όπου συναντιούνται Ελληνες, Αγγλοι, Γάλλοι και Ισπανοί.

Το 1969 ο φίλος του Παπαθανασίου, ο σκηνοθέτης Κώστας Φέρρης, ολοκλήρωσε το σενάριο για μια ταινία με τίτλο «Aquarius» για την οποία ζήτησε από τους Pink Floyd να γράψουν τη μουσική. Το συγκρότημα αρνήθηκε και ο Κώστας Φέρρης πρόσφερε το σενάριό του στον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Η ιστορία λέει ότι ο Βαγγέλης Παπαθανασίου αρνήθηκε, όμως του ζήτησε να βρει μια καλή ιδέα για ένα θεματικό άλμπουμ των Aphrodite’s Child πάνω στο οποίο ο ίδιος είχε ήδη ξεκινήσει να δουλεύει. Τα θεματικά άλμπουμ εκείνη την εποχή είχαν αρχίσει να γίνονται μόδα, ιδιαίτερα από τότε που οι Βeatles κυκλοφόρησαν το 1967 το περίφημο «Sergeant Peppers Lonely Hearts Club Band». Τότε ο Κώστας Φέρρης πρόσφερε δύο εναλλακτικά θέματα στον Βαγγέλη Παπαθανασίου: το πρώτο ήταν ένα από τα πάθη του Ιησού Χριστού, αλλά στο εναλλακτικό πνεύμα της δεκαετίας του ’60, και το άλλο ήταν η Αποκάλυψη του Ιωάννη βγαλμένη επίσης μέσα από το πρίσμα της κουλτούρας της δεκαετίας του ’60. Ετσι ξεκίνησαν να εργάζονται μαζί για το έργο «Αποκάλυψη», το οποίο αργότερα θα ονομαζόταν «666».
Στο στούντιο
Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν, όμως οι Aphrodite’s Child δεν πατούσαν πλέον σε σταθερό έδαφος, αφού οι σχέσεις μεταξύ των μελών του συγκροτήματος ήταν τεταμένες γιατί για κάποιο χρονικό διάστημα οι φιλοδοξίες του καθενός παρουσίαζαν αποκλίσεις. «Μουσικά δεν είχαμε επί της ουσίας διαφορές», θυμόταν αργότερα ο Ντέμης Ρούσσος και συμπλήρωνε: «Είχα πάντα απόλυτη εμπιστοσύνη στον Βαγγέλη σ’ αυτό το επίπεδο και πάντα αγαπούσα και θαύμαζα τη δουλειά του, αλλά ήθελε να σταματήσει τις περιοδείες και να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην ηχογράφηση. Εγώ οικονομικά δεν το άντεχα, αφού τα χρήματα από τις περιοδείες μού επέτρεπαν να ζω. Ο Βαγγέλης μπορούσε να το αντέξει οικονομικά περισσότερο από μένα, αφού έγραφε όλη τη μουσική μας και έπαιρνε επιπλέον δικαιώματα γι’ αυτό».
Ομως, στο άκουσμα των πρώτων ηχογραφήσεων στη δισκογραφική εταιρεία δεν ένιωθαν καθόλου καλά. Από την άλλη, η δουλειά στο στούντιο προχωρούσε, με τον Βαγγέλη, τον Ντέμη Ρούσσο και τον Λουκά Σιδερά να είναι παρόντες κατά την ηχογράφηση των βασικών και του άλμπουμ, αλλά με ελάχιστη επικοινωνία μεταξύ τους. Ο δε Αργύρης «Silver» Κουλούρης ηχογραφούσε κατά μόνας. Ο Βαγγέλης, πέρα από το πιάνο και τα πλήκτρα συνεισέφερε στα κρουστά, αλλά και στα φωνητικά, ενώ και αρκετοί ακόμη μουσικοί συμμετείχαν στην ηχογράφηση του έργου, όπως ο Μισέλ Ριποσέ που έπαιζε τρομπόνι και τενόρο σαξόφωνο, ο Χάρης Χαλκίτης που έπαιζε μπάσο τενόρο σαξόφωνο και κόνγκας, ο αφηγητής Τζον Φροστ και φυσικά ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος έβαλε τη σφραγίδα του στο κομμάτι «Ofis», το φίδι δηλαδή, παραθέτοντας ένα απόσπασμα από το θέατρο σκιών «Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι»: «Εξελθε όφι κατηραμένε, γιατί αν δεν εξέλθεις εσύ θα σε εξέλθω εγώ». Ωρες ώρες ακόμη και σήμερα ο σουρεαλισμός του άλμπουμ θυμίζει και Μόντι Πάιθον.
Ανάμεσα στις πιο αμφιλεγόμενες στιγμές του άλμπουμ ήταν η ηχογράφηση της Ειρήνης Παπά στο περίφημο πλέον «Ιnfinity» και αυτή που προκάλεσε τα περισσότερα προβλήματα στη σχέση του Παπαθανασίου και του Φέρρη με τη δισκογραφική εταιρεία, μαζί φυσικά με το «The System». Η Ειρήνη Παπά ξεκίνησε έναν εξαιρετικό αυτοσχεδιασμό α καπέλα στο «I Was, I am, I Will Come», με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου να τη συνοδεύει στα κρουστά. Ενα μουσικό κομμάτι που σκοπό είχε να συμβολίσει τη Δευτέρα παρουσία του Χριστού μέσα από τον πόνο της γέννησης, σε συνδυασμό με τη χαρά του οργασμού. Οπως θα έλεγε το 2000 η Ειρήνη Παπά, «ήταν πάνω απ’ όλα σατυρικό, ήταν το είδος του τραγουδιού που τότε ήταν της μόδας», αναφερόμενη στο περίφημο ντουέτο του Σερζ Γκενσμπούρ και της Τζέιν Μπίρκιν στο «Je T’ Αime» (Moi Non Plus). Το κομμάτι αυτό περιορίστηκε στα 5 λεπτά, αλλά και πάλι δεν ήταν ικανό για να κυκλοφορήσει το άλμπουμ.
Το πάρτι
Το άλμπουμ ολοκληρώθηκε το 1970, αλλά δεν κυκλοφόρησε στην αγορά. Η δισκογραφική εταιρεία, η Mercury, βρέθηκε σε πανικό και ζήτησε από τους δημιουργούς να προχωρήσουν σε αλλαγές. Ομως, τόσο ο Βαγγέλης Παπαθανασίου όσο και ο Κώστας Φέρρης δεν το δέχτηκαν και προτίμησαν να μπει το άλμπουμ στο ράφι. Οταν συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την ηχογράφησή του, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου αποφάσισε να κάνει ένα πάρτι γενεθλίων για το άλμπουμ. Εκλεισε το στούντιο Europa Sonor που το ηχογράφησαν και κάλεσε φυσικά όλα τα μέλη του συγκροτήματος, φίλους και δημοσιογράφους σε ένα πάρτι όπου παίχτηκε ολόκληρο το άλμπουμ.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε με δύο χρόνια καθυστέρηση, καθώς οι δημιουργοί αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε αλλαγές που ζήτησε η δισκογραφική εταιρεία Mercury.
Ο Σαλβαντόρ Νταλί ήταν ένας από τους καλεσμένους της βραδιάς συνοδευόμενος τότε από το μοντέλο Αμάντα Λιρ. Ο Νταλί άκουσε σιωπηλά το άλμπουμ και αναφώνησε ενθουσιασμένος «το έργο αυτό είναι ένα διαμάντι, παραπέμπει στον καθεδρικό ναό Σαγράδα Φαμίλια του Γκαουντί στη Βαρκελώνη», ενώ στη συνέχεια πρότεινε τη διοργάνωση ενός μεγάλου διεθνούς χάπενινγκ για την παρουσίαση του έργου στο κοινό. Ο Νταλί κάλεσε τον Βαγγέλη και τον Κώστα Φέρρη στο ξενοδοχείο του για να συζητήσουν τις επόμενες κινήσεις. Ομως, τελικά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνέβη. Η πίεση των γύρω ανάγκασε τη δισκογραφική εταιρεία να κυκλοφορήσει το άλμπουμ το 1972.
Το άλμπουμ που διέλυσε την μπάντα και τον χρόνο
«Αυτό το έργο ηχογραφήθηκε υπό την επιρροή του σαλεπιού», διαβάζει ο σημερινός αγοραστής του άλμπουμ. Κι όμως, ακόμη κι αυτή η φράση τότε έκανε τον κόσμο να χάσει το χιούμορ του και να ψάχνουν να βρουν όλοι ερμηνείες γύρω από το τι είναι το σαλέπι. Ηταν μια λεπτή αδιόρατη ανατολίτικη ειρωνεία στο πνεύμα εκείνης της εποχής.

Ο χρόνος όμως στάθηκε γενναιόδωρος σε αυτόν τον δίσκο. Μπορεί σήμερα τα πρώτα τους επιτυχημένα ποπ τραγούδια «Rain and Tears» και «It’s five ο Clock» να ακούγονται σε διάφορα ραδιόφωνα τύπου Radio Nostalgie της Γαλλίας και του Λουξεμβούργου, όμως η Ιστορία έχει κρατήσει μια ξεχωριστή θέση γι’ αυτό το άλμπουμ. Πρόκειται για ένα από τα εμβληματικά άλμπουμ του progressive rock και της ψυχεδελικής σκηνής εκείνης της περιόδου, που στέκεται επάξια δίπλα σε άλμπουμ μεγάλων συγκροτημάτων εκείνης της εποχής, όπως οι Pink Floyd και οι King Crimson. Θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι πρόλαβε και τους Iron Maiden, που κυκλοφόρησαν το 1982 το «The Number Of The Beast». Ομως, αν το δούμε ρεαλιστικά επρόκειτο για μια ανωμαλία του συστήματος, που δυστυχώς δεν επαναλήφθηκε ποτέ ξανά. Μουσικοί από την Ελλάδα που βρέθηκαν στο επίκεντρο των εξελίξεων προσπάθησαν να δώσουν ευρωπαϊκή ταυτότητα στο progressive rock, παντρεύοντας στοιχεία της χώρας τους με την τζαζ και την ψυχεδέλεια της εποχής. Και άφησαν πίσω τους και μερικές δυνατές μουσικές στιγμές, όπως το «The Four Horsemen» και το «Loud Loud Loud».
Αν ζούσε ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, αυτή την εβδομάδα θα γιόρταζε τα 82α γενέθλιά του. Πιθανότατα με τη στωικότητα που αντιμετώπισε κάποιες φορές τα πράγματα θα χαμογελούσε στη σκέψη και μόνο ότι το άλμπουμ, που σχεδόν διέλυσε την μπάντα του τότε, ξεπέρασε τον χρόνο και τους επικριτές του.
Κεντρική Φωτογραφία: Βαγγέλης Παπαθανασίου, Σαλβαντόρ Νταλί και Αμάντα Λιρ στο πάρτι που διοργάνωσε ο Ελληνας μουσικός για τον ένα χρόνο από τη… μη κυκλοφορία του άλμπουμ «666 – Η Αποκάλυψη του Ιωάννη». Ο Νταλί αναφώνησε ενθουσιασμένος «το έργο αυτό είναι ένα διαμάντι, παραπέμπει στον καθεδρικό ναό Σαγράδα Φαμίλια του Γκαουντί στη Βαρκελώνη» όταν άκουσε τον δίσκο και πρότεινε τη διοργάνωση ενός μεγάλου διεθνούς χάπενινγκ για την παρουσίασή του στο κοινό. [Αρχείο Βαγγέλη Παπαθανασίου]

