O Περικλής Βυζάντιος, γεννημένος στην Αθήνα το 1893, ήταν γόνος μιας παλιάς φαναριώτικης οικογένειας, γιος του συνταγματάρχη του Πεζικού Κωνσταντίνου και της Μερόπης Σαμαριώτη. Ο Ντίκος Βυζάντιος γεννήθηκε στο Παρίσι το 1924, σύμφωνα με τη Λίνα Κάσδαγλη, αλλά ο ανιψιός του Αλέξανδρος Λιακόπουλος υποστηρίζει πως γενέτειρά του ήταν η Αθήνα. Και οι δύο άνδρες μοιράστηκαν το ίδιο πάθος για τη ζωγραφική ακολουθώντας ο καθένας τις προσωπικές του αναζητήσεις, αλλά η εποχή στην οποία έζησαν και η Ελλάδα άφησαν το στίγμα στη δουλειά τους.
Ο Ντίκος Βυζάντιος ήταν 21 ετών τον Δεκέμβριο του 1945, όταν επιβιβάστηκε στο πλοίο «Mataroa» με άλλους 200 Ελληνες και προορισμό το Παρίσι. Θέλοντας να ενταχθεί στη γαλλική κοινωνία άφησε την πανεπιστημιακή εστία για να μείνει μόνος του. Σύντομα συνδέθηκε αρχικά με τον γλύπτη Αλμπέρτο Τζακομέτι και αργότερα με τον φιλόσοφο Μισέλ Φουκό. Ο Ντίκος ζωγράφιζε από μικρός σκηνές από την καθημερινότητά του, και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έκανε πολλά σχέδια των παιδιών της Κατοχής που έβρισκαν καταφύγιο στο παράρτημα της Σχολής Καλών Τεχνών στους Δελφούς. Ο ίδιος πολύ αργότερα δήλωσε «[…] το βλέμμα του ζωγράφου δεν είναι αθώο. Μα πώς θα μπορούσε να είναι; Το βλέμμα του θρυμματίζει, μεταμορφώνει, αναστατώνει αυτό που βλέπει, μέσα από τα γεγονότα της ζωής, τις απορίες του και τον τρόπο που ερμηνεύει την πραγματικότητα… Αλλοτε ζωγράφιζα τοπία. Οταν το Παρίσι άλλαζε […] αντί να κοιτάω τον ουρανό, η ματιά μου πήγαινε προς τα κάτω, στο δρόμο που ήταν σαν χάρτινος κορσές, στην παραμορφωμένη πρόσοψη των κτιρίων, στον παγιδευμένο άνθρωπο. Αρχισα να ζωγραφίζω σειρά από τέτοιους ανθρώπους».
Χάρη στην έκθεση «Περικλής και Ντίκος Βυζάντιος: Ζωγραφικές Συγγένειες και Αντιθέσεις», που από την προσεχή Πέμπτη θα φιλοξενείται στο Ιδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη, το έργο και των δύο ζωγράφων παρουσιάζεται για πρώτη φορά από κοινού. Ο διευθυντής εικαστικού προγράμματος του Ιδρύματος και επιμελητής Τάκης Μαυρωτάς καλύπτει πλήρως την καλλιτεχνική διαδρομή των δύο καλλιτεχνών, ενώ η αναλυτική παρουσίαση της ζωγραφικής δουλειάς συμπληρώνεται από πολυσέλιδο κατάλογο με δοκίμια και φιλοσοφικούς στοχασμούς. Συζητώντας με τον κ. Μαυρωτά εστιάζουμε στη δημιουργική περιπέτεια που οδήγησε τους δύο Βυζάντιους σε διαφορετικούς αισθητικούς προσανατολισμούς, κρατώντας ωστόσο διαρκώς ζωντανή την επικοινωνία τους με την κοινή ρίζα, που είναι η ελληνικότητα. Aπό αυτό το σημείο προέρχονται οι κοινοί τόποι της ζωγραφικής τους.
«Η Υδρα γέμιζε την ψυχή και πυροδοτούσε με ένταση τις εικόνες του Περικλή Βυζάντιου. Ο χώρος και ο χρόνος αντανακλούν στο έργο του τη φιλοσοφική του άποψη, μια αμεσότητα και απλότητα», σχολιάζει ο επιμελητής.
Ο Ντίκος Βυζάντιος γύρισε στην Ελλάδα το 1956. «Επιστρέφω στην Ελλάδα, όπως θα επέστρεφα σε μια πηγή. Πίνω από την πηγή και ξαναγυρίζω στη δουλειά», είχε πει ο ίδιος. «Στην Υδρα των παιδικών του χρόνων συνάντησε ένα φως που νόμιζε ότι το είχε ξεχάσει, λαμπερό και εκθαμβωτικό», διηγείται ο κ. Μαυρωτάς. «Αυτό ήταν που μεταμόρφωνε τα σχήματα, τα χρώματα και τα πλάνα. Αυτό εισέβαλε και στους πίνακές του και προοδευτικά εξάλειψε τα σχήματα», προσθέτει ο ίδιος ανακαλώντας τα λόγια του καλλιτέχνη.
Περικλής και Ντίκος Βυζάντιος: Ζωγραφικές Συγγένειες και Αντιθέσεις. Ιδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη, 3/4-21/9.

