Τζιν Χάκμαν (1930-2025): «Στον φακό βλέπω εμένα ή τον παππού μου;»

Τζιν Χάκμαν (1930-2025): «Στον φακό βλέπω εμένα ή τον παππού μου;»

Η αποτίμηση της σπουδαίας, πολυσχιδούς και εν πολλοίς άγνωστης καριέρας του Τζιν Χάκμαν (1930-2025) «επισκιάστηκε» επί ημέρες λόγω του «θρίλερ» για τα αίτια θανάτου του ιδίου και της συζύγου του στο σπίτι τους

4' 58" χρόνος ανάγνωσης

Το 1973, όταν γυριζόταν η κλασική ρομαντική ταινία «Τα καλύτερά μας χρόνια» («The Way We Were»), η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ, έχοντας κερδίσει ένα Οσκαρ α΄ γυναικείου ρόλου πέντε χρόνια νωρίτερα, είχε απαιτήσει στις αφίσες και στα credits της ταινίας το όνομά της να προηγείται πάντοτε του συμπρωταγωνιστή της, Ρόμπερτ Ρέντφορντ.

Το 1981, όταν βγήκε στις αίθουσες μια άλλη ταινία, μάλλον αδιάφορη, η κωμωδία «All Night Long», και η ίδια ήταν πλέον παγκόσμια σούπερ σταρ τόσο ως τραγουδίστρια όσο και ως ηθοποιός, δεν τόλμησε να ζητήσει τίποτα: απλώς αποδέχθηκε ότι το όνομά της θα μνημονευόταν δεύτερο δίπλα σε αυτό του συμπρωταγωνιστή της, Τζιν Χάκμαν. Τέτοιος ήταν ο σεβασμός με τον οποίο αντιμετώπιζαν τον τελευταίο άπαντες οι συνάδελφοί του στα 45 χρόνια της καριέρας του.

Ο Γιουτζίν Αλεν Χάκμαν, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, βρέθηκε ως γνωστόν νεκρός στο σπίτι του στη Σάντα Φε την Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου, σε ηλικία 95 ετών. Οι συνθήκες ήταν, αν μη τι άλλο, ασυνήθιστες: το πτώμα του βρέθηκε στο χολ και η σύζυγός του, Μπέτσι, επίσης νεκρή στο μπάνιο. Σύμφωνα με τους γιατρούς, η καρδιά του –είχε βηματοδότη– σταμάτησε από τις 17 του μηνός, εξ ου και η κατάσταση αποσύνθεσης στην οποία βρισκόταν το πτώμα. Η επίσημη εκδοχή, αρχικώς, ήταν ότι «μάλλον έπεσαν και χτύπησαν». Η γυναίκα του –όπως ανακοινώθηκε κατόπιν– είχε πεθάνει πρώτη από παθολογικά αίτια.

Μόλις δέκα ετών, λίγο πριν δει τους γονείς του να χωρίζουν και τον πατέρα του να φεύγει από το σπίτι («πέρασε οδηγώντας από τον δρόμο που έπαιζα με τους φίλους μου και απλώς μου έκανε ένα νεύμα αποχαιρετισμού»), είχε ήδη αποφασίσει ότι θα γίνει ηθοποιός. Στα 16 του έδωσε πλαστά στοιχεία προκειμένου να γίνει δεκτός στο Σώμα των πεζοναυτών, στο οποίο υπηρέτησε 4,5 χρόνια ως ασυρματιστής, στην Κίνα, στη Χαβάη και στην Ιαπωνία.

Εκανε ένα σύντομο πέρασμα από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόι, αλλά παράτησε τις σπουδές του πεπεισμένος ότι θα κατάφερνε να γνωρίσει επιτυχία ως ηθοποιός. Η αναγνώριση ήρθε το 1967, όταν ο δεύτερος ρόλος στο «Μπόνι και Κλάιντ» του χάρισε την πρώτη από τις πέντε, συνολικά, υποψηφιότητες για Οσκαρ (δύο φορές γύρισε σπίτι του με το χρυσό αγαλματάκι ανά χείρας). Ο Χάκμαν, τότε, ήταν ήδη 37 ετών. Η δόξα δεν τον βρήκε σε νεαρή ηλικία, η οικονομική άνεση του χτύπησε την πόρτα ενώ είχε μάθει να ζει με λίγα και εξαρχής δεν είχε καμία σχέση με το προφίλ του μέσου αστέρα του Χόλιγουντ: τα μαλλιά άρχισαν να αραιώνουν νωρίς, τα κιλά να προστίθενται, ενώ σίγουρα δεν ήταν η ομορφιά του αυτή που του άνοιγε δρόμους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ταινία «Ο πρωτάρης», με πρωταγωνιστή τον φίλο του, Ντάστιν Χόφμαν, υπολογιζόταν ότι θα υποδυθεί τον… υποψήφιο πεθερό του δεύτερου, παρά το ότι ήταν μόλις επτά χρόνια μεγαλύτερος – ο φακός μάλλον πρόσθετε πολύ περισσότερα. «Αισθάνομαι ότι βλέπω τον παππού μου», είχε δηλώσει ο ίδιος. Ισως για τους παραπάνω λόγους υπήρξε μεν ένας επιτυχημένος ηθοποιός, αλλά δεν περιορίστηκε σε αυτό.

Είχε πάθος με την αρχιτεκτονική – χωρίς να έχει σχετικές σπουδές, είχε σχεδιάσει δέκα σπίτια. Επαιρνε μέρος, συστηματικά, σε αγώνες σπορ αυτοκινήτων. Είχε δίπλωμα πιλότου και διέθετε δικό του διθέσιο αεροπλάνο. Είχε γράψει πέντε βιβλία, από επιστημονική φαντασία μέχρι πολιτικό θρίλερ και από γουέστερν μέχρι ιστορικό μυθιστόρημα.

Φυσικά, ήταν οι κινηματογραφικοί ρόλοι αυτοί που τον έκαναν διάσημο. Οι ερμηνείες του ήταν πάντοτε στιβαρές, οι χαρακτήρες του δεν ήταν ποτέ «χάρτινοι» και στις υποκριτικές μεταμορφώσεις του αναγνωρίζαμε ανθρώπους που μπορεί να είχαμε γνωρίσει ή να έχουμε διαβάσει γι’ αυτούς. Λόγω των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών του, ο Χάκμαν συχνά υποδυόταν αντιήρωες με ηθικούς συμβιβασμούς, ανθρώπους που κινούνταν ανάμεσα στο άσπρο και στο μαύρο. Γύρισε τόσο πολλές ταινίες (πάνω από 75) που προφανώς δεν θα μπορούσαν όλες να είναι αξιομνημόνευτες. Πλην όμως, κορυφαίοι σκηνοθέτες τού εμπιστεύθηκαν σπουδαίους ρόλους.

Στο πρόσωπό του ο Γουίλιαμ Φρίντκιν βρήκε τον αδίστακτο αστυνομικό του φιλμ «Ο άνθρωπος από τη Γαλλία» («The French Connection», 1971), o Φράνσις Φορντ Κόπολα τον μανιώδη ειδικό παρακολούθησης που καταδιώκεται από τύψεις και παράνοια στη «Συνομιλία» (1974), o Αρθουρ Πεν τον ιδιωτικό ντετέκτιβ που μπλέκεται σε μια υπόθεση πολύ πιο σκοτεινή από όσο νομίζει στο νεονουάρ «Night Moves» (1975), ο Ρότζερ Ντόναλντσον έναν ανασφαλή και δειλό υπουργό Αμυνας στο «Αδιέξοδο» (1987), ο Αλαν Πάρκερ τον σκληροτράχηλο πράκτορα του FBI που προσπαθεί να διαλευκάνει ένα ρατσιστικό έγκλημα στο «Ο Μισισιπής καίγεται»(1988), o Κλιντ Ιστγουντ τον αδίστακτο σερίφη στους «Ασυγχώρητους» (1992), ο Τόνι Σκοτ τον χαμένο σε θεωρίες συνωμοσίας πρώην πράκτορα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στον «Δημόσιο κίνδυνο» («Enemy of the State», 1998), ο Γουές Αντερσον την ασταθή και ιδιόρρυθμη πατριαρχική φιγούρα της «Οικογένειας Τενενμπάουμ» (2001). Η αγαπημένη του ταινία, εντούτοις, ήταν και μία από τις πιο αποτυχημένες εμπορικά, το «Scarecrow» του 1973: «Την προτιμώ, γιατί έπαιζα δίπλα στον Αλ Πατσίνο, έναν από τους πιο σπουδαίους ηθοποιούς που έχουμε».

Κατά τα άλλα, το μουστάκι και τα σκληρά χαρακτηριστικά του προσώπου του τον οδήγησαν έξι φορές σε γουέστερν και άλλες οκτώ σε πολεμικές ταινίες (μέχρι και στην παραγωγή κινουμένων σχεδίων «Antz», δάνεισε τη φωνή του σε… στρατηγό-μυρμήγκι), πριν ανακοινώσει, το 2004, σε μια συνέντευξη στον Λάρι Κινγκ, την απόσυρσή του από τον κινηματογράφο. Βασική αφορμή για την απόφασή του αυτή ήταν η κατάσταση της υγείας του, καθώς το 1990 είχε υποβληθεί σε αγγειοπλαστική και οι γιατροί τού συνιστούσαν να αποφεύγει το στρες. «Ισως ξαναγυρίσω κάποια ταινία… Αν μπορεί αυτό να γίνει στο σπίτι μου… Με μόνον δύο-τρία άτομα τριγύρω… Που δεν θα φέρουν μεγάλη αναστάτωση!». Δεν το έκανε, προφανώς, ποτέ, αλλά ήταν αφηγητής σε δύο ντοκιμαντέρ για το Σώμα των πεζοναυτών και απολάμβανε μια ήρεμη ζωή, κάνοντας βόλτες με ποδήλατο και απολαμβάνοντας το πιάνο που έπαιζε η δεύτερη σύζυγός του, η κατά 29 χρόνια νεότερη Μπέτσι Αρακάουα.

«Δεν έχει τύχει να δω κάποια ταινία μου και να πω ότι δεν μου άρεσε – ίσως γιατί προσπαθώ συνήθως να μη βλέπω τις ταινίες στις οποίες παίζω. Απολαμβάνω τα γυρίσματα, αλλά όχι να βλέπω τον εαυτό μου στην οθόνη. Εχω τη μόνιμη αγωνία ότι κάποιος θα κάτσει μπροστά μου και θα ψιθυρίσει στον διπλανό του: “Μα αστειεύονται; Τι ηθοποιία είναι αυτή;”».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT