Ιδιαίτερα επιτυχημένη υπήρξε στο σύνολό της η συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, που πραγματοποιήθηκε στις 21 Μαρτίου στην αίθουσα «Χρήστος Δ. Λαμπράκης». Σολίστ στο μελωδικότατο όσο και δημοφιλές Κοντσέρτο για τσέλο του Αντονίν Ντβόρζακ ήταν ο θαυμάσιος Αρμένιος τσελίστας Νάρεκ Χακναζαριάν, ενώ την ορχήστρα διηύθυνε με νεύρο αλλά και μουσικότητα ο Μίλτος Λογιάδης.
Η βραδιά ξεκίνησε με τη Συμφωνία αρ. 40 του Μότσαρτ. Αγνωστο παραμένει πότε και πού πρωτοπαρουσιάστηκε. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Μότσαρτ αναθεώρησε την ενορχήστρωσή της, πιθανότατα παραπέμπει και σε δεύτερη εκτέλεσή της, για την οποία ο συνθέτης προσάρμοσε την ενορχήστρωσή του στις πολύ συγκεκριμένες νέες συνθήκες. Πρόκειται για την προτελευταία ανάμεσα στις Συμφωνίες του Μότσαρτ, η οποία γράφτηκε το καλοκαίρι του 1788 σε διάστημα λίγων εβδομάδων μαζί με τις υπ’ αριθμόν 39 και 41, τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του. Ο διάσημος Αυστριακός αρχιμουσικός Νικολάους Αρνονκούρ εκτιμούσε ότι ο Μότσαρτ συνέθεσε τα τρία έργα με διάθεση ενότητας. Ανάμεσα σε άλλα, ο Αρνονκούρ επισήμαινε ότι η Συμφωνία αρ. 40, ως μεσαίο έργο του υποθετικού αυτού «κύκλου», δεν διαθέτει «εισαγωγή», σε αντίθεση με την υπ’ αρ. 39, αλλά ούτε και φινάλε της έκτασης και της επεξεργασίας αυτού της Συμφωνίας υπ’ αρ. 41.
Η ορχήστρα
Ο Μίλτος Λογιάδης διηύθυνε το έργο με ενέργεια και ανέδειξε τον δραματικό του χαρακτήρα, χωρίς να καταφύγει σε έντονες αντιθέσεις δυναμικής. Η ταχύτητα που υιοθέτησε ήδη από τα πρώτα μουσικά μέτρα βοήθησε τα έγχορδα της Κρατικής, που φάνηκαν συντονισμένα και ακριβή, ενώ η καλή άρθρωση των επί μέρους ενοτήτων φανέρωσε τη δραματουργία της μουσικής. Η ίδια λογική έδωσε παλμό στο σχετικά πιο αργό δεύτερο μέρος και υπογράμμισε τον σκοτεινό χαρακτήρα του ακόλουθου μενουέτου, που προσδιορίζεται από τον ήχο των κόρνων και γαληνεύει μονάχα οριακά στο ενδιάμεσο τρίο. Τέλος, με θυελλώδη διάθεση, γεμάτη ένταση, απέδωσε ο Λογιάδης το φινάλε.
Ο Αρμένιος τσελίστας αντιμετώπισε με εκφραστική αμεσότητα τη συναισθηματική ειλικρίνεια της μουσικής.
Η καλή εικόνα της ορχήστρας διατηρήθηκε και κατά το δεύτερο μέρος της συναυλίας, που υπήρξε αποκλειστικά αφιερωμένο στη μουσική του Τσέχου συνθέτη Αντονίν Ντβόρζακ. Αρχή έγινε με μία ιδιαίτερα γιορτινή απόδοση της εισαγωγής «Καρναβάλι», που γράφηκε το 1891 και πρωτοπαρουσιάστηκε την επόμενη χρονιά στην Πράγα υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Ο Λογιάδης με την ορχήστρα ανέδειξαν στο έπακρο τη χαρούμενη, πανηγυρική διάθεση της μουσικής. Συνέβαλαν σε αυτό και τα πολύ καλά ξύλινα της ορχήστρας (φλάουτο: Νίκος Νικόπουλος, όμποε: Γιάννης Οικονόμου, κλαρινέτο: Παναγιώτης Μάριος Γιαννάκας) όπως και τα κόρνα, που είχαν την τιμητική τους όλο το βράδυ.
Τεχνική και δεξιοτεχνία
Αντιστρέφοντας την «παραδοσιακή» ροή της συναυλίας και αφήνοντας το Κοντσέρτο για το τέλος, ο Λογιάδης κλιμάκωσε την ένταση και οδήγησε τη συναυλία σε μία εξαιρετική κατάληξη. Ο 36χρονος Αρμένιος τσελίστας Νάρεκ Χακναζαριάν ερμήνευσε με υποδειγματικό τρόπο το γνωστό Κοντσέρτο για τσέλο του Ντβόρζακ. Τονικά απολύτως ακριβής, με εντυπωσιακή τεχνική και ανάλογη δεξιοτεχνία, ο τσελίστας είχε την άνεση να εκφραστεί όπως επιθυμούσε. Η επιτυχία του ήταν ότι δεν υπέβαλε το ιδιαίτερα μελωδικό αυτό έργο σε μια εγκεφαλική προσέγγιση, που θα ήταν παντελώς άστοχη, αλλά αντιμετώπισε τη συναισθηματική ειλικρίνεια της μουσικής με ανάλογη εκφραστική αμεσότητα. Τα υπόλοιπα ανέλαβαν η μουσικότητα και το καλό του γούστο. Τα στοιχεία αυτά τού επέτρεψαν να διαμορφώσει με πλαστικότητα τις μελωδικές γραμμές και να αναδείξει τη συναισθηματική ένταση της μουσικής. Ιδιαίτερα εκφραστικά αποδείχτηκαν τα χαμηλόφωνα τελικά μέτρα πριν από τη ζωηρή κατάληξη του Κοντσέρτου. Ο Μίλτος Λογιάδης και η Κρατική παρακολουθούσαν προσεκτικά τον σολίστα. Παράλληλα, απέδωσαν με γενναιοδωρία τα μελωδικά θέματα του έργου, συμβάλλοντας συνολικά σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες του έργου που έχουν ακουστεί στη συγκεκριμένη αίθουσα.

