Ο μινιμαλιστής των ήχων

Ογδόντα ενός ετών έγινε στις 23 Μαρτίου ο Μάικλ Νάιμαν, σπουδαίος εκπρόσωπος του μινιμαλισμού στη μουσική, όρου που ο ίδιος χρησιμοποίησε για πρώτη φορά σε άρθρο του το 1968

ο-μινιμαλιστής-των-ήχων-563536963 Μάικλ Νάιμαν. Το 1976, ένα χρόνο πριν γεννηθεί η Michael Nyman Band, κυκλοφορεί το δισκογραφικό του ντεμπούτο υπό τον τίτλο «Decay Music», το οποίο ακολούθησε μια ογκώδης μίνιμαλ, αβανγκάρντ εργογραφία.
Μάικλ Νάιμαν. Το 1976, ένα χρόνο πριν γεννηθεί η Michael Nyman Band, κυκλοφορεί το δισκογραφικό του ντεμπούτο υπό τον τίτλο «Decay Music», το οποίο ακολούθησε μια ογκώδης μίνιμαλ, αβανγκάρντ εργογραφία.

Ογδόντα ενός ετών έγινε στις 23 Μαρτίου ο Μάικλ Νάιμαν, σπουδαίος εκπρόσωπος του μινιμαλισμού στη μουσική, όρου που ο ίδιος χρησιμοποίησε για πρώτη φορά σε άρθρο του το 1968. Την περίοδο 1968-1976 εργάστηκε ως κριτικός μουσικής για διάφορα περιοδικά, πριν ακόμα δουλέψει ως συνθέτης. Στο δοκίμιο «Why Minimalism Now?» (1989) η Κλερ Πολίν παραλλήλισε την εμφάνιση του μουσικού μινιμαλισμού με τη μινιμαλιστική αμερικανική ζωγραφική των 1950s-1960s, στα τεράστια σύνολα επιστρώσεων μουντών χρωμάτων του Μαρκ Ρόθκο και στους μαύρους καμβάδες του Αντ Ρέινχαρντ. Η σχέση Νάιμαν και ελληνικού κοινού, εκτός των αγαπημένων σάουντρακ ταινιών του Πίτερ Γκριναγουέι («The Draughtsman’s Contract», «A Zed And Two Noughts», «Drowning By Numbers», «The Cook, The Thief, His Wife And Her Lover», «Prospero’s Books») αλλά και άλλων, πάνω από 80, όπως το «The Piano» της Τζέιν Κάμπιον, «Gattaca» του Αντριου Νίκολ, «The End of the Affair» του Νιλ Τζόρνταν, αποτυπώθηκε και σε συναυλίες του στην Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρουμε: 2/9/1994 Θέατρο Λυκαβηττού, τη χρονιά μετά την κυκλοφορία του σάουντρακ για το «The Piano», 4/3/2008 Θέατρο Badminton και 5/3/2016 Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. 

Πρόσφατα γενέθλια λοιπόν που συνήθως παραπέμπουν στα πρώιμα χρόνια. Πριν γίνει συνθέτης και κυκλοφορήσει δίσκος του, το 1974, στην πρώτη έκδοση του βιβλίου του «Πειραματική Μουσική» (μτφρ. Δανάη Στεφάνου, εκδ. Οκτώ, 2011), γραμμένου μεταξύ 1970-1972, κατέθεσε την πιο συγκροτημένη βιβλιογραφική πηγή για την ιστορία της πειραματικής μουσικής, καταγράφοντας βασικές παραμέτρους της σε ενιαία αφήγηση. Στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης ο Μπράιαν Ινο γράφει: «Το 1975 εξέδωσα την πρώτη παρτίδα των Obscure Records και παρά την τελετουργική κατακρεούργησή της από τα λαγωνικά του αγγλικού μουσικού Τύπου, συνειδητοποίησα ότι υπήρχε όντως χώρος, έστω και μικρός εκείνη την εποχή, γι’ αυτή τη νέα μουσική. Καθώς φάνηκε, οι ακροατές ήταν πιο εκλεπτυσμένοι από όσο πίστευαν οι δισκογραφικές εταιρείες, και δίχως αυτό να αποτελεί έκπληξη, πιο ανοιχτόμυαλοι από τους περισσότερους κριτικούς που υποτίθεται πως τους εκπροσωπούσαν. Η Obscure Records και εταιρείες όπως αυτή, έδωσαν στους συνθέτες τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν την ηχογράφηση ως συνθετικό εργαλείο και τους έφεραν σε επαφή με το ευρύ κοινό. Ετσι, η εξάρτησή τους από το κατεστημένο της κλασικής μουσικής –από πλευράς κριτικών, μέσων και αγωγών– μειώθηκε ανάλογα και συνθέτες όπως ο Φίλιπ Γκλας, ο Σάιμον Τζέφις, ο Τζον Χάσελ και ο Μάικλ Νάιμαν μπόρεσαν να χτίσουν σχεδόν εκ του μηδενός ένα νέο κοινό, το οποίο έκτοτε συνέχισε να πληθαίνει».

Ετσι το 1976, στα 32 του, ένα χρόνο πριν δημιουργήσει τη Michael Nyman Band, κυκλοφορεί το δισκογραφικό ντεμπούτο του «Decay Music» στην Obscure ανοίγοντας την ογκώδη μίνιμαλ, αβανγκάρντ εργογραφία του. 

Ηταν η συνθετική κατάθεση του Νάιμαν μετά τις σημαντικές σπουδές που έκανε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 στη μουσική μπαρόκ του 16ου και του 17ου αιώνα και έπειτα από μια γόνιμη θητεία ως εθνομουσικολόγος στη Ρουμανία. Ενώ το μεταγενέστερο έργο του Νάιμαν δεν φαίνεται να επηρεάστηκε από τη ρουμανική λαϊκή παράδοση, οι αναφορές του και η συστηματική του ματιά στο δυτικό μουσικό ιδίωμα μετά την Αναγέννηση είναι καθοριστικές στις συνθέσεις του. Ακόμη και αυτή η μινιμαλιστική δουλειά του όπως το «Decay Music» προέρχεται από τις λειτουργικές αρμονικές προόδους με αξιοποίηση της παραφωνίας, που χαρακτήρισαν την ύστερη περίοδο του μπαρόκ. Πριν το «Decay» ο Νάιμαν είχε συνθέσει ελάχιστα κομμάτια που δεν είχαν ηχογραφηθεί. Ετσι ο δίσκος αυτός αποτέλεσε το ορόσημο, την αφετηρία της καριέρας του συνθέτη.

28 λεπτά

Παραγωγός στο «Decay Music» ήταν ο Μπράιαν Ινο, ενώ το εξώφυλλο του δίσκου σχεδιάστηκε από τον Τζον Μπόνις του CCS studio, δημιουργό έργων τέχνης για εξώφυλλα δίσκων του Μπομπ Μάρλεϊ. Το μουσικό υλικό περιλαμβάνει δύο εκτεταμένες συνθέσεις του Νάιμαν, δομημένες γύρω από την έννοια της αποσύνθεσης. Το 28λεπτο «1-100», με τον ίδιο στο πιάνο, που συνέθεσε την 1η Δεκεμβρίου 1975 για την ομώνυμη μικρού μήκους ταινία του Γκριναγουέι του 1978 αλλά απορρίφθηκε λόγω διάρκειας. Οπως σημειώνει ο Νάιμαν, ο σκηνοθέτης τού ζήτησε να βρει κάποιο μουσικό παράλληλο για αυτήν την προσθετική αριθμητική διαδικασία και να δώσει ένα θυμικό για να επεξεργαστεί την αριθμητική ακολουθία. Εμπνευσμένο από τη «musique d’ameublement» του Σατί και το «Les Moutons de Panurge» του Ρζέβσκι, πάνω στο «Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ» του Ραμπελαί, που ο Νάιμαν έπαιζε συχνά ως μέλος της πειραματικής Scratch Orchestra του Κoρνέλιους Κάρντιου από τα τέλη των ’60s. Ο Νάιμαν εφάρμοσε την ιδέα της απλής συσσωρευτικής ανάπτυξης, την πολλαπλότητα, τη ρυθμική και μελωδική παραλλαγή. Ενα ήσυχο, αραιό κομμάτι, δουλεμένο σταδιακά από το ψηλότερο άκρο των πλήκτρων στο χαμηλότερο. Πίσω από τον ψυχρό, αριθμητικό τίτλο του αναδύεται μια πανέμορφη, συγκινητική, λυρική, ονειρική και ευρύχωρη σύνθεση για πιάνο, εκτελεσμένη με τη μισή ταχύτητα της 14λεπτης πρώτης ηχογράφησης. Η πρώτη ηχογράφηση των 14 λεπτών ωστόσο εμπεριέχεται στο cd που κυκλοφόρησε το 2004 με τη μορφή bonus track και με τον τίτλο «1-100 (Faster Decay)». 

Ο μινιμαλιστής των ήχων-1Το δεύτερο 21λεπτο κομμάτι «Bell Set No. 1», γραμμένο από τον Νάιμαν τον Ιούνιο του 1971, ερμηνεύεται από τον ίδιο και τον Νάιτζελ Σίπγουεϊ στα κρουστά, μαγνητίζοντας με νοτιοανατολικές ασιατικές επιρροές, gamelan στοιχεία και την τελετουργία του. Προοριζόταν αρχικά να αξιοποιήσει κουδούνια που συνέλεξε στην Τουρκία το 1970. Ο συνθέτης επινόησε μια ρυθμική αρχή που εφαρμόζεται συστηματικά σε τέσσερις ανεξάρτητες ρυθμικές δομές, οι οποίες σχετίζονται με έναν σταθερό παλμό αλλά κατά τα άλλα είναι ασύγχρονες. Κάθε κίνηση ξεκινάει γρήγορα και σταδιακά γίνεται πιο αργή. Η ηχογράφηση περιλαμβάνει μεταλλόφωνα, δηλαδή καμπάνες, τρίγωνα, γκονγκ, κύμβαλα, ταμτάμ. Παρουσιάστηκε πρώτη φορά στο λονδρέζικο Cockpit Theatre το 1973.

H μουσική του Μάικλ Νάιμαν, όπως την γνωρίσαμε από τα σάουντρακ για τις ταινίες του Γκριναγουέι και άλλων σκηνοθετών, χαρακτηρίζεται από ατμόσφαιρα, μελωδικότητα, επαναληπτικά μοτίβα που δημιουργούν αίσθηση ευφορίας και εξωστρέφειας. Συχνά ακούγεται με μια ποπ ευελιξία που ενίσχυσε την απήχησή του στο ευρύ κοινό, χωρίς να κάνει ποιοτικές εκπτώσεις. Ωστόσο το «Decay Music» που ουσιαστικά άρχισαν τα πειράματά του στον μινιμαλισμό, χαρακτηρίστηκε από έναν ιδιαίτερα ενδοσκοπικό τόνο και από την εσωτερικότητα των συνθέσεων.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT