Μπορεί αυτόν τον καιρό όλος ο κόσμος να ασχολείται με την «Εφηβεία», τη μίνι σειρά του Netflix που συναρπάζει το κοινό με την ωμή προσέγγισή της πάνω στο θέμα της βίας των ανηλίκων, ωστόσο το αντίπαλο δέος έρχεται από τον κόσμο του ντοκιμαντέρ και είναι ως εκ τούτου ακόμα πιο ρεαλιστικό. Η σειρά «Social Studies», της καταξιωμένης ντοκιμαντερίστριας Λορέν Γκρίνφιλντ («Generation Wealth»), έκανε πρόσφατα πρεμιέρα στην πλατφόρμα του Disney+, φέρνοντας με τολμηρό τρόπο στο προσκήνιο το νεότερο κομμάτι της Gen Z, των παιδιών δηλαδή που έχουν μεγαλώσει (μόνο) μέσα στην πραγματικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Εχοντας εξασφαλίσει πρωτοφανή πρόσβαση στα κινητά τηλέφωνα εφήβων 13-18 ετών για έναν ολόκληρο χρόνο, η Γκρίνφιλντ βουτάει στις ζωές τους, κάνοντας συχνά σοκαριστικές ανακαλύψεις. «Νομίζω ότι τα παιδιά που συμμετείχαν στη σειρά είχαν επίγνωση του πόσο σημαντικά ήταν τα σόσιαλ μίντια στις ζωές τους. Σίγουρα ήταν τρομακτικό να φανούν ευάλωτα και να μοιραστούν όλα αυτά τα στοιχεία, όμως πιστεύω ότι ήθελαν να αντιμετωπίσουν με κάποιο τρόπο το θέμα. Επειτα από την πρεμιέρα μας στο Φεστιβάλ του Telluride, μια μητέρα με την κόρη της (που ήταν γύρω στα 22) με πλησίασαν και η κόρη μού είπε: “Η μητέρα μου δεν ήξερε τίποτα για τη ζωή μου, τώρα χαίρομαι που ξέρει”. Μιλάμε για ένα μεγάλο γενεαλογικό χάσμα, που δεν έχει να κάνει μόνο με τη διαφορά ηλικίας, και καθιστά δύσκολο για τα παιδιά να εξηγήσουν κάποια πράγματα στους γονείς τους», μας λέει η Αμερικανίδα κινηματογραφίστρια, την οποία συναντήσαμε στο πρόσφατο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Η Γκρίνφιλντ βρέθηκε εκεί για να παρουσιάσει το σύνολο της φιλμογραφίας της, η οποία ασχολείται σταθερά με την κοινωνική παρατήρηση πάνω σε θέματα πλούτου, ταξικών διαχωρισμών αλλά και εικόνας. Η τελευταία αποτελεί φυσικά λέξη-κλειδί στο σύμπαν των σόσιαλ μίντια: «Κάτι πολύ ενδιαφέρον, το οποίο αποτελεί και ένα από τα παράδοξα των σόσιαλ, είναι η διαφορά μεταξύ της εικόνας που παρουσιάζουν εκεί τα παιδιά με τον αληθινό εαυτό τους και έπειτα με εκείνον που εμφανίζουν στους φίλους τους. Μιλάμε για τρεις διαφορετικές προοπτικές. Στο παράδειγμα της Σίντνεϊ (σ.σ. μια από τις συμμετέχουσες), ας πούμε, τη βλέπεις στο νεανικό της δωμάτιο να φορά ένα απλό φούτερ. Καθόλου μακιγιάζ, φοβερά ντροπαλή. Και μετά βλέπεις τους λογαριασμούς της στα σόσιαλ, όπου υπάρχουν εικόνες που παραπέμπουν περισσότερο στο… OnlyFans».
Μαμά και δημιουργός

Σε μια τόσο μακρά διαδικασία γυρισμάτων, όπου υπάρχει προφανώς και ένας βαθμός εξοικείωσης, μπαίνει στον πειρασμό να συμβουλέψει αυτά τα παιδιά; «Κάποιες φορές το κάνω, αν και ξέρω ότι δεν πρέπει. Στη δουλειά μου ωστόσο έχω πάντα μια μη επικριτική προσέγγιση. Με τα παιδιά μου είναι διαφορετικό, τους δίνω συμβουλές και προτάσεις, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μην τα αποξενώσω. Ως ντοκιμαντερίστρια, όμως, νιώθω ότι ο ρόλος μου είναι να ακούω, να παρατηρώ και να καταγράφω, ειδικά όσα οι περισσότεροι άνθρωποι παραβλέπουν. Στις ομάδες συζήτησης που σχηματίσαμε, πάντως, μου φάνηκε ότι τα παιδιά ένιωσαν άνετα να μιλήσουν για οτιδήποτε. Επίσης, είχαν τη διάθεση να ακούσουν το ένα το άλλο. Το ίδιο συνέβη και στη Θεσσαλονίκη, παρουσιάζοντας την ταινία σε εφήβους. Ταυτίστηκαν και εκείνοι λέγοντας ότι μπορεί τα πράγματα να μην είναι τόσο άσχημα στην Ελλάδα, ωστόσο αναγνώρισαν τις συμπεριφορές. Ειδικά τα κορίτσια ταυτίστηκαν σίγουρα», απαντά η Γκρίνφιλντ.
Τι ξεχωρίζει όμως περισσότερο τα παιδιά αυτών των ηλικιών σε σχέση με μεγαλύτερους ανθρώπους που έζησαν και την προ σόσιαλ μίντια κατάσταση; «Λοιπόν, το είδα με τα δικά μου παιδιά. Ηταν και ένα από τα κίνητρά μου για να ασχοληθώ με το θέμα. Ξεκίνησα όταν ο μεγάλος μου ήταν 20 και ο μικρός 14. Ο πρώτος διαβάζει πολλά βιβλία, ο δεύτερος σχεδόν καθόλου. Αντίστοιχα, ο μεγάλος μαθαίνει τα νέα από διαφορετικές πηγές, ο μικρός αποκλειστικά από το TikTok. Η προσοχή του αποσπάται πολύ πιο εύκολα. Νομίζω ότι τα παιδιά που συμμετείχαν στο ντοκιμαντέρ νιώθουν κάπως εγκλωβισμένα στα σόσιαλ μίντια· ένα αίσθημα διαρκούς σύγκρισης και ανησυχίας ότι δεν είναι αρκετά καλοί. Υπάρχει περισσότερο άγχος και κατάθλιψη σε αυτή τη γενιά. Περισσότερο άγχος και λιγότερη χαρά, επειδή ανησυχούν συχνά για τη γνώμη των άλλων και για το πώς δείχνουν στις διάφορες πλατφόρμες, για το πόσα likes παίρνουν, πόσους ακολούθους κερδίζουν».
Εμμονή με το χρήμα

Παραδόξως, το πιο σοκαριστικό στοιχείο που προκύπτει από τη σειρά ντοκιμαντέρ δεν έχει να κάνει άμεσα με κοινωνικά δίκτυα, αλλά με την κουλτούρα που διαποτίζει τη συντριπτική πλειονότητα αυτής της γενιάς. Η εμμονή με το χρήμα, τον πλουτισμό με κάθε μέσο –ένα από τα πιο προσφιλή είναι φυσικά η διαδικτυακή διασημότητα– είναι έκδηλη ακόμα και σε παιδιά 13-14 ετών. «Αυτό είναι ένα βασικότατο χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης γενιάς. Οταν ρωτάς τα νεαρά παιδιά τι θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν, απαντούν “πλούσιοι και διάσημοι”. Για αυτούς πρότυπο είναι η Κιμ Καρντάσιαν. Μια κοπέλα στην αρχή του ντοκιμαντέρ παραδέχεται ανοιχτά ότι αν μπορούσε να κυκλοφορήσει μια ερωτική ταινία της και να γίνει διάσημη, θα το έκανε. Οπότε δεν έχει σημασία πώς θα φτάσεις έως εκεί. Θεωρητικά το “πλούσιος και διάσημος” δεν είναι δουλειά κι εδώ είναι η παγίδα», σημειώνει η Γκρίνφιλντ και συνεχίζει: «Αυτό υποστήριξα και στο “Generation Wealth”, ότι δηλαδή η αμερικανική κοινωνία και το αμερικανικό όνειρο έχουν μετασχηματιστεί· προηγουμένως είχαμε μια προτεσταντικού τύπου ηθική που υπαγόρευε να δουλεύεις σκληρά και να συνεισφέρεις στην κοινότητα, να παρέχεις στα παιδιά σου μια καλύτερη ζωή. Πάντα ήταν εκεί και το στοιχείο του υλισμού, όχι όμως σε τέτοιο απόλυτο βαθμό. Πλέον έχουμε περάσει στην κουλτούρα της λάμψης και της διασημότητας, όπου είναι εντελώς αποδεκτό να υποκρίνεσαι κάτι μέχρι να το επιτύχεις (σ.σ. Fake it till you make it)».
Ο μεγάλος μου γιος ήταν 20 και ο μικρός 14. Ο πρώτος διαβάζει πολλά βιβλία, ο δεύτερος σχεδόν καθόλου. Αντίστοιχα, ο μεγάλος μαθαίνει τα νέα από διαφορετικές πηγές, ο μικρός αποκλειστικά από το TikTok. Η προσοχή του αποσπάται πολύ εύκολα.
Φυσικά, αυτή η νοοτροπία δεν αφήνει ανεπηρέαστη και την πολιτική ζωή. «Προφανώς μιλάμε για μια εποχή παρακμής, αφού βλέπουμε τους πλουσιότερους ανθρώπους να έχουν πλέον και θέσεις εξουσίας. Και ο πρόεδρος είναι ένας πρώην σελέμπριτι, ο οποίος προωθεί την ιδέα ότι αξίζεις όσο ο πλούτος σου. Είναι εμφανές ότι στις ΗΠΑ τα κατώτερα και μεσαία στρώματα δεν αντιδρούν και δεν αντιτίθενται στους πλούσιους, ακριβώς επειδή ονειρεύονται μια μέρα να βρεθούν στη θέση τους. Δεν θέλουν όμως να φτάσουν εκεί ως κοινωνία, αλλά ατομικά».
Τα παιδιά που συμμετείχαν στο ντοκιμαντέρ νιώθουν κάπως εγκλωβισμένα στα σόσιαλ μίντια· ένα αίσθημα διαρκούς σύγκρισης και ανησυχίας ότι δεν είναι αρκετά καλοί. Υπάρχει περισσότερο άγχος και κατάθλιψη σε αυτή τη γενιά.
Παρ’ όλα αυτά, έχοντας πια σχηματίσει σφαιρική εικόνα, η Λορέν Γκρίνφιλντ παραμένει αισιόδοξη σε σχέση με την εξέλιξη της Gen Z. «Στην πραγματικότητα, όσα έμαθα στο “Social Studies” μού έδειξαν ότι οι ελπίδες μας για το μέλλον επαφίενται σε αυτά τα παιδιά. Τους παραδίδουμε μια τραυματισμένη κοινωνία, πουλημένη στις εταιρείες τεχνολογίας, τις οποίες έχουμε αφήσει να πειραματίζονται πάνω τους· κι επίσης τους αφήνουμε όλο το χάος με το κλίμα. Το θετικό είναι ότι όλα αυτά δείχνουν να τα καταλαβαίνουν πολύ καλά. Μιλούν για το πώς οι εφαρμογές τούς εκμεταλλεύονται και σε πολλές περιπτώσεις λένε “δεν το θέλουμε αυτό”. Νομίζω ότι με έναν τρόπο έχουν χάσει την αθωότητά τους, έχουν ωριμάσει πέρα από την ηλικία τους εξαιτίας όσων έχουν δει. Ομως πιστεύω ότι έχουν εξυπνάδα και σοφία και αποτελούν πραγματικά την ελπίδα μας».
«Social Studies»
Σκηνοθεσία: Λορέν Γκρίνφιλντ.
Η σειρά ντοκιμαντέρ 5 επεισοδίων προβάλλεται στην πλατφόρμα Disney+.

