Λαβυρινθώδεις κατακόμβες, πολεμικά καταφύγια, ατελείωτες σήραγγες υπόγειων σιδηροδρόμων, βιομηχανικές εγκαταστάσεις που φτάνουν χιλιόμετρα μέσα στη γη, ολόκληρες κοινότητες που δεν βλέπουν το φως του ήλιου – όταν ο κόσμος «εκεί πάνω» έμοιαζε απειλητικός, επισφαλής ή απλώς ανεπαρκής για να καλύψει τις ανάγκες μας, συχνά ψάχναμε τη λύση μέσα στη γη.
Από την αχανή μυστική πόλη που απλώνεται κάτω από τους δρόμους του Πεκίνου έως τα σπήλαια της Καππαδοκίας και από το «Μόντρεαλ κάτω από το Μόντρεαλ», το λεγόμενο «RESO», έως τα 1.400 αντιαεροπορικά που φιλοξενεί στα έγκατά της η Βαρκελώνη, οι «υπόγειες πόλεις» αποτελούν φαινόμενο διαχρονικό (και απολύτως γοητευτικό) και απλώνονται κάτω από τα πόδια μας μέσα σε ένα παγκόσμιο δίκτυο.

Μερικές είναι σφραγισμένες και ακόμη ανεξερεύνητες, άλλες έχουν μετατραπεί σε τουριστικές ατραξιόν, ενώ πολλές αποτελούν οργανικό, αναπόσπαστο κομμάτι της πόλης «άνωθεν». Μια επιλογή από τέτοιες υπόγειες δομές –14 πόλεις (από τη Νέα Υόρκη έως το Τόκιο και από το Παρίσι έως το Κούμπερ Πέντι της Αυστραλίας), 5 μεγάλα τεχνικά έργα και μια… λίμνη– παρουσιάζονται σε μια σειρά σύνθετων εικονογραφήσεων με σύντομα, περιεκτικά κείμενα και πλήθος ενδεικτικών στατιστικών στην πρόσφατη έκδοση «Πόλεις – Η κρυμμένη τους πλευρά» (εκδ. Παπαδόπουλος). Το μεγαλόσχημο, καλοτυπωμένο βιβλίο είναι απολαυστικό στην αφή και στο ξεφύλλισμα και οι σελίδες του μπορεί να είναι λίγες (48 το σύνολο), όμως προσφέρουν αφειδώς πληροφορία, η οποία οργανώνεται και παρουσιάζεται με τρόπο λεπτομερή, ευανάγνωστο και αισθητικά ενιαίο.
Ενα παγκόσμιο δίκτυο «υπόγειων πόλεων» απλώνεται κάτω από τα πόδια μας, από τα σπήλαια της Καππαδοκίας μέχρι το Μόντρεαλ, τη Βαρκελώνη, το Κούμπερ Πέντι της Αυστραλίας.
Μιλάμε με την εικονογράφο Λάουρα Φερνάντεζ (που έχει το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Laufer»), η οποία συνυπογράφει το βιβλίο με την Ιρένε Νογκέρ, συγγραφέα και επιμελήτρια στον χώρο των παιδικών εκδόσεων. Η Laufer, με έδρα της τη Βαρκελώνη, δουλεύει σχεδόν αποκλειστικά για τον χώρο του παιδικού βιβλίου, συνεργάζεται όμως και με εφημερίδες και περιοδικά, επιμελείται γραφιστικές καμπάνιες και έχει σχεδιάσει μέχρι και επιτραπέζια παιχνίδια. Το στυλ της παραπέμπει στη λαμπρή εποχή της εικονογράφησης του παιδικού βιβλίου κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όντας όμως στο αδιόρατο μεταίχμιο μεταξύ αναλογικού και ψηφιακού, περιέχει και κάτι απολύτως «τωρινό».
Επιρροές
Μιλώντας για τις επιρροές και αγαπημένους της συναδέλφους, μας παραπέμπει σε δύο χαρακτηριστικά δείγματα γραφής αυτής της νέας σχολής, που παντρεύει το παρόν με το παρελθόν: «Ταυτίζομαι με τη δουλειά δύο νέων, συγχρόνων μου δημιουργών, του Γάλλου εικονογράφου Λαουρέντ Μορό και της Ιταλίδας Φραντσέσκα Σάνα», θα μας πει, και, πράγματι, θαυμάζοντας την ολόφρεσκη δουλειά τους εντοπίζουμε μέσα της μια παγκόσμια αισθητική τάση στον χώρο της εικονογράφησης, την οποία εκπροσωπεί επάξια και μια έτερη Βαρκελωνέζα εικονογράφος, η Ρακέλ Μαρτίν, η οποία είχε δουλέψει για το εξαιρετικό «Ανταρκτική» του Ισπανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Μάριο Κουέστα Χερνάντο (εκδ. Παπαδόπουλος, 2023). Δεν λείπει, βεβαίως, και το δέος της μπροστά στους «παλαιότερους»: «Θαυμάζω το έργο του Πορτογάλου Μπερνάρντο Π. Καρβάλιο καθώς και μιας σημαντικής Ισπανίδας εικονογράφου από το πρόσφατο παρελθόν, της Κάρμε Σολέ Βενδρέλ, που θαύμαζα από μικρή. Μια ολόκληρη γενιά παιδιών στη χώρα μου μεγαλώσαμε διαβάζοντας το βιβλίο της “Un oso nuboso” (σ.σ. “Η Αρκούδα-Σύννεφο” ή “The Bear in the Air”, 1979) και οι εικονογραφήσεις που έκανε γι’ αυτό έγιναν ιστορικές».

Μια άλλη πλευρά της εικονογράφου, πιο κοντά στα φυσικά μέσα, βλέπουμε σε ένα σύντομο βίντεο στο προφίλ της στο Instagram, όπου ζωγραφίζει ζωντανά, χωρίς προσχέδιο, μια σειρά από γυναικείες μορφές με μαύρες πινελιές, σε στάσεις γιόγκα. Το αποτέλεσμα έχει κάτι από το στυλ της Μαργιάν Σατραπί, δημιουργού του εμβληματικού γκράφικ νόβελ «Περσέπολη». «Λατρεύω όλα τα έργα της», σπεύδει να συμπληρώσει η Laufer. «Το παχύ μαύρο μελάνι της πάνω στο λευκό χαρτί είναι εξαιρετικά αναγνωρίσιμο. Ομως, σε αντίθεση με εκείνα τα ασπρόμαυρα σχέδια που κάνω εκεί, το στυλ μου είναι σχεδόν πάντοτε πολύχρωμο και τείνω να χρησιμοποιώ ψηφιακά ή μεικτά μέσα. Εικονογραφώ πολλά χρόνια τώρα και οι ρυθμοί του εκδοτικού κλάδου με οδήγησαν να δουλέψω περισσότερο με αυτόν τον τρόπο. Γι’ αυτό νιώθω συχνά πως είναι απαραίτητο να λερώσω τα χέρια μου, να πάρω μια ανάσα και να ζωγραφίσω μόνο και μόνο για χάρη της απλής απόλαυσης του σχεδίου πάνω στην υφή του χαρτιού, για να επανασυνδεθώ με μια πιο ελεύθερη δημιουργική ψυχή που κάπου μπορεί να χάνεται στα ψηφιακά εργαλεία και να μην ξεχάσω γιατί αποφάσισα να αφοσιωθώ στην εικονογράφηση βιβλίων».
Αραγε πιστεύει πως τα έντυπα, τα φυσικά μέσα ζωγραφικής, το ανθρώπινο χέρι, θα διατηρήσουν την αξία τους στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης; «Δεν νομίζω ότι η ευχαρίστηση του να γυρίζεις σελίδες χαρτιού μπορεί ποτέ να αντικατασταθεί από οποιοδήποτε άλλο μέσο. Το άγγιγμα των ακροδαχτύλων στην επιφάνεια, το φυσικό αντικείμενο που καταλαμβάνει μια θέση στον χώρο και συνεχίζει να ζει σε μια βιβλιοθήκη, η αξία της προσωπικής δημιουργικής αναζήτησης ενός ανθρώπου… Ενας εικονογράφος μοιάζει με τεχνίτη που μεταφράζει μια πραγματικότητα μέσα από εικόνες. Μέσα στο πρίσμα του διυλίζει γνώση, σκέψη και φαντασία, συναισθήματα και εμπειρίες, τη λαχτάρα, την αγωνία και τον ζήλο του –ακόμη και η κίνηση του χεριού του μοιάζει ολοζώντανη συχνά στο χαρτί– και όλα αυτά είναι πράγματα που δεν μπορεί να αντικαταστήσει ούτε να συνθέσει ποτέ η τεχνητή νοημοσύνη».
Τέχνη και πληροφορία
Πέραν όμως του εικαστικού στοιχήματος, τι άλλες προκλήσεις μπορεί να είχε η αποστολή της στην προκειμένη περίπτωση; Περίπλοκες υπόγειες δομές, συχνά αχανείς, γεμάτες αμέτρητα επίπεδα που ενώνονται με την υπέργεια πόλη σε ένα ζωντανό όλον: πότε τα περίτεχνα, λαμπερά πανοράματα της Laufer σταματούν να είναι τέχνη και γίνονται infographics;

«Μου ζητήθηκε να απεικονίσω λεπτομερώς υπόγεια μέρη τόπων που ποτέ δεν είχα επισκεφθεί, και αυτό, φυσικά, σήμαινε πολλές ώρες έρευνας. Αφενός τα σχέδιά μου έπρεπε να είναι όσο πιο κοντά μπορούσα στην πραγματικότητα και αφετέρου, να γίνονται, μέσα στην πολυπλοκότητά τους, κατανοητά σε αναγνώστες διαφορετικών ηλικιών με τον πιο συνοπτικό και απλό τρόπο», θα μας πει η δημιουργός.
«Η ίδια η έρευνα, βεβαίως, ήταν συναρπαστική», θα συμπληρώσει. «Δουλεύοντας γι’ αυτήν την έκδοση ανακάλυψα και επισκέφθηκα με το μυαλό μου απίθανα υπόγεια μέρη, όπως τα αλατωρυχεία Βιελίτσκα, μια ολόκληρη “κρυφή” πόλη κάτω από τους δρόμους της Κρακοβίας, με απίστευτες υπόγειες αίθουσες και γλυπτά φτιαγμένα από αλάτι, ή τη μυστηριώδη λίμνη Βοστόκ στην Ανταρκτική, εγκλωβισμένη κάτω από τους πάγους».
Ποια πόλη ήταν η δυσκολότερη στην απεικόνιση; «Αναμφίβολα το Μόντρεαλ», θα απαντήσει χωρίς δισταγμό. «Ηταν η πρώτη που εικονογράφησα και έπρεπε να κάνω πάνω στο σκαρίφημά της αμέτρητες αλλαγές και δοκιμές, λόγω του όγκου των στοιχείων που έπρεπε να παρουσιάσω. Τέτοιο πλήθος πληροφορίας αποτελεί πρόκληση για μια αναπαράσταση που πρέπει την ίδια στιγμή να φέρει ένα συγκεκριμένο αισθητικό στίγμα και να αποτελεί και ένα ευανάγνωστο πληροφοριακό γράφημα. Αυτό όμως που με ιντρίγκαρε και με δυσκόλεψε περισσότερο ήταν η μετάβαση από το υπέδαφος στην επιφάνεια. Συνειδητοποίησα πως δυσκολευόμουν να βρω σαφή, ρεαλιστικά στοιχεία για να απεικονίσω τη διαφορά μεταξύ των δύο διαστάσεων. Φαίνεται πως συχνά το όριο γίνεται δυσδιάκριτο ανάμεσά τους», καταλήγει η εικονογράφος, θυμίζοντας αυτό που ο διεθνούς φήμης Γάλλος αρχιτέκτονας Ντομινίκ Περό, γνωστός για το ενδιαφέρον του για την υπόγεια αστική ανάπτυξη, είχε ονομάσει «μια επιδερμίδα εκτεθειμένη στον ουρανό».
Με την κλιματική αλλαγή και τις ελλείψεις χώρων που αντιμετωπίζουν οι μεγάλες πόλεις, η επέκτασή τους προς «τα κάτω» ίσως να είναι η μελλοντική πρόκληση του πολεοδομικού σχεδιασμού.
Τη στιγμή που το 56% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε πόλεις (ένα ποσοστό που προβλέπεται έως το 2050 να φθάσει στο 70%), και ενώ τα μεγάλα αστικά κέντρα αντιμετωπίζουν δεινές κλιματικές προκλήσεις και χωρικούς περιορισμούς, η επέκτασή τους προς «τα κάτω» φαίνεται πως θα αποτελέσει ένα από τα «επόμενα σύνορα» του πολεοδομικού σχεδιασμού. Με αυτήν την έννοια, οι «Πόλεις», ζωγραφισμένες με τα ποπ χρώματα της Laufer, μπορεί να απευθύνονται σε παιδιά, αποτελούν όμως και μια απολαυστική και πολύ «ενήλικη» εισαγωγή σε ένα επείγον ζήτημα βιωσιμότητας του ανθρώπινου πληθυσμού στον πλανήτη.

