«Αυτό που μας γοήτευσε ήταν το έδαφος που προσφερόταν στο να μετατραπεί το κλασικό ρεμπέτικο κομμάτι “Δεν σε θέλω πια” σε ένα τραγούδι πιο “σκοτεινό” και σύγχρονο. Δεν επιδιώξαμε απλώς μια επανεκτέλεση με σοβαρές επεμβάσεις στην αρμονία και στην ενορχήστρωσή του, αλλά προχωρήσαμε και σε μελωδικές παραφράσεις, καθώς θέλαμε να ακουστεί όπως ποτέ άλλοτε, δείχνοντας σεβασμό στο πρωτότυπο», λέει στην «Κ» ο μουσικός και κιθαρίστας του μέταλ συγκροτήματος «Enemy of reality», Στυλιανός Αμοιρίδης (Steelianos).
Οι «Enemy of reality», το μουσικό σχήμα που δημιουργήθηκε το 2013, γνωστό για τον σκληρό ήχο του, με επιρροές από την κλασική και συμφωνική μουσική, αντικατέστησε την κιθάρα, το ούτι και το σάζι, που συνήθως συνοδεύουν το συγκεκριμένο τραγούδι, με ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο και ντραμς, παντρεύοντας με επιτυχία δύο φαινομενικά αντικρουόμενα μουσικά είδη και εντυπωσιάζοντας τόσο τους φανατικούς μεταλάδες όσο και τους χρόνια ορκισμένους ρεμπέτες.
Τραγούδι 120 ετών
Το «Δεν σε θέλω πια» ή αλλιώς «Από τα πολλά», ένα από τα πιο παλιά προ-ρεμπέτικα τραγούδια, μετράει σχεδόν 120 χρόνια στη δισκογραφία με ηχογραφήσεις και επανεκτελέσεις στα ιταλικά, στα ελληνικά και στα τουρκικά, φθάνοντας μέχρι και την Αμερική, όπου παρουσιάστηκε σε ένα πιο gypsy jazz ύφος. Στο συλλογικό μας ασυνείδητο είναι ένα καθαρά ελληνικό κομμάτι με καταβολές από τη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία, αγνοώντας ότι πρόκειται για μια ιταλική καντσονέτα που στην πρώτη εκδοχή της δεν έχει καμία σχέση με τη σμυρναϊκή διασκευή του.
Παρότι εδώ και αρκετό καιρό παρατηρείται μια στροφή προς την παράδοση και κυρίως σε ό,τι αφορά τη μουσική, με ροκ μπάντες, και όχι μόνο, να πειραματίζονται με το ρεμπέτικο, το λαϊκό αλλά και το δημοτικό τραγούδι, οι «Enemy of reality» δεν επιδιώκουν απλώς ακόμη μία διασκευή ενός τραγουδιού που μετράει πάνω από έναν αιώνα ζωής, αλλά ενσωματώνοντας στοιχεία από το μακρινό παρελθόν δημιουργούν κάτι που εντάσσεται σε ένα νέο μουσικό είδος, το οποίο απευθύνεται σε περισσότερο κόσμο και κυρίως σε εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους ακροατές.
Το γκρουπ δεν έγραψε απλώς ακόμη μία διασκευή τού «Δεν σε θέλω πια», αλλά ενσωματώνοντας στοιχεία από το μακρινό παρελθόν στο σήμερα δημιούργησε κάτι εντελώς νέο.
«Θεωρώ ότι το “μπόλιασμα” μιας μουσικής με διαφορετικά είδη και επιρροές είναι βασικό συστατικό της εξέλιξης. Η μουσική είναι μια ζωντανή γλώσσα που πολλές φορές απαιτεί τέτοιες προσμείξεις», σχολιάζει ο Στυλιανός Αμοιρίδης και ο ντράμερ της παρέας Φίλιππος Φάρες προσθέτει ότι «ο άνθρωπος δεν πρέπει να κολλάει σε ταμπέλες. Η ίδια η φύση της καλλιτεχνικής δημιουργίας έχει μέσα της τις μνήμες του δημιουργού, που προέρχονται από τα ακούσματά του εν προκειμένω». Οπως μας λένε, δεν έχουν κανένα άγχος στο να πρωτοτυπήσουν, καθώς αυτό είναι κάτι που έρχεται φυσικά μέσα από τη σκληρή δουλειά. Η φιλοσοφία τους και το κοινό σημείο επαφής τους ως ομάδας, άλλωστε, κρύβονται στους στίχους «we are the nothing grating against the norm, we are the something that will not conform» («είμαστε το τίποτα που δεν ανταποκρίνεται στον κανόνα, είμαστε κάτι που δεν θα συμμορφωθεί»), του επίσης μέταλ συγκροτήματος «Nevermore».
Το βιντεοκλίπ του «Δεν σε θέλω πια», που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες, αν και διαφέρει από τις υπόλοιπες μεγάλες επιτυχίες του συγκροτήματος, κρατάει τον κεντρικό πυρήνα του ζωντανό. Στο νέο διασκευασμένο τραγούδι τους βρίσκονται μέσα στο στούντιο, με φολκλόρ λεπτομέρειες στα ρούχα και στη διακόσμηση, να ερμηνεύουν στίχους για έναν έρωτα που έχει τελειώσει. Αντιθέτως, στα «Downfall» και «Needle bites» οι τέσσερις μουσικοί ξετυλίγουν δύο «σκοτεινές» ιστορίες, τις οποίες, επίσης, αφηγούνται στο κοινό, μέσα από τη φωνή της Ηλιάνας Τσακιράκη, κινηματογραφικά σκηνοθετημένες σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους.
Τόσο σε αυτά όσα και στα υπόλοιπα κομμάτια της δισκογραφίας τους δημιουργούν ένα ατμοσφαιρικό κλίμα, με έντονα στοιχεία λυρικότητας, επηρεασμένα από την αρχαία Ελλάδα και τους μύθους, που μοιάζουν με μια σειρά από μουσικά άρτια storytelling.
«Στον πρώτο δίσκο (“Rejected Gods”) υπάρχει μια τετραλογία με τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Στον δεύτερο (“Arakhne”) αναπτύσσεται ο μύθος της Αράχνης, όπως εμείς τον αντιλαμβανόμαστε, διανθισμένος με κάποιες άλλες ιστορίες της μυθολογίας, όπως αυτή του Νάρκισσου και της Ευρώπης. Ο τρίτος δίσκος (“Where truth may lie”) είναι ένα εντελώς δικό μας κόνσεπτ, που διαδραματίζεται σε κάποια άγνωστη, αλλά αρχαία εποχή στην Ελλάδα. Πραγματεύεται την αναζήτηση του νοήματος της ανθρώπινης ύπαρξης και τις πιθανές απαντήσεις σε αυτό το αιώνιο ερώτημα», μας λέει ο μπασίστας Θάνος Μουρκουτάς, ο οποίος έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου και το στιχουργικό κομμάτι.
Παρότι οι στίχοι τους είναι κυρίως αγγλικοί, δεν είναι η πρώτη φορά που ακούμε την Ηλιάνα Τσακιράκη να ερμηνεύει στα ελληνικά. Οπως μας λέει η ίδια, προηγήθηκε του «Δεν σε θέλω πια» η διασκευή του ποντιακού τραγουδιού «Την πατρίδα μου έχασα», σε στίχους Χρήστου Αντωνιάδη, τον Μάιο του 2021, με αφορμή την ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων.
«Αν νιώσουμε την ανάγκη να μιλήσουμε για κάποιο συγκεκριμένο θέμα, που εκφράζεται καλύτερα μέσα από τον ελληνικό στίχο, θα το ξανακάνουμε. Σίγουρα, όμως, αυτό δεν αποτελεί μια συνταγή για εμάς», απαντάει η κ. Τσακιράκη όταν τη ρωτάμε εάν σκοπεύουν να παρουσιάσουν μελλοντικά περισσότερες διασκευές ρεμπέτικων και παραδοσιακών τραγουδιών του ελληνικού ρεπερτορίου.
Συναυλίες
Ενα από τα κύρια κομμάτια της καλλιτεχνικής τους έκφρασης είναι και οι ίδιες οι συναυλίες τους, καθώς όπως αναφέρουν «δεν είμαστε μόνο μια στούντιο-μπάντα, αλλά γράφουμε για να βγούμε και να παίξουμε ζωντανά. Θέλουμε να ερχόμαστε σε επαφή με τον κόσμο».
Εχουν πραγματοποιήσει εμφανίσεις σε φεστιβάλ της Ελλάδας και του εξωτερικού, συμπεριλαμβανομένης της ευρωπαϊκής περιοδείας τους με το συμφωνικό-μέταλ σουηδικό συγκρότημα «Therion». Το κοινό τούς απόλαυσε στο Release Athens το 2022 αλλά και σε μικρότερες σκηνές στην επαρχία. «Εχουμε παίξει σε μαγαζί που μπορεί να φιλοξενήσει μέχρι 50 άτομα και είχε τόσο κόσμο που στη σκηνή δεν χωρούσαμε όλοι. Μου πιανόταν το μαλλί στο πιατίνι του Φίλιππου και ο Στυλιανός έπεσε από τη σκηνή», μας αφηγείται ο Θάνος Μουρκουτάς γελώντας.

