Τον Φεβρουάριο του 1922, για τα 100 χρόνια της ανεξαρτησίας της Βραζιλίας, ο μεγιστάνας του καφέ, Πάολο Πράντο, εγκαινίασε μια εβδομάδα πολιτιστικών εκδηλώσεων, την Εβδομάδα Μοντέρνας Τέχνης, με σκοπό να μετατρέψει το οικονομικό κέντρο του Σάο Πάολο σε πρωτεύουσα σύγχρονης καλλιτεχνικής ανάπτυξης. Ολοι σχεδόν οι πρωτοποριακοί Βραζιλιάνοι καλλιτέχνες και συγγραφείς της εποχής πήραν μέρος. Η εβδομάδα, η οποία συγκλόνισε τη συντηρητική κοινωνία των μεγαλοεπιχειρηματιών των φυτειών καφέ που τη χρηματοδότησαν, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη του βραζιλιάνικου μοντερνισμού.
Ηδη στην 60ή Μπιενάλε της Βενετίας δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στους ιστορικούς καλλιτέχνες και στους μοντερνισμούς του Παγκόσμιου Νότου και σε εκπροσώπους τους, οι οποίοι, ενώ στις χώρες καταγωγής τους είναι αναγνωρισμένοι, παραμένουν σχετικά άγνωστοι διεθνώς.

Η μεγάλη έκθεση που φιλοξενείται στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου χαρτογραφεί τον βραζιλιάνικο μοντερνισμό και εξερευνά εξήντα χρόνια καλλιτεχνικής δημιουργίας μεταξύ των δεκαετιών 1910-1970 μέσα από τα έργα δέκα καλλιτεχνών-εκπροσώπων. Aπό την αναπαράσταση στη γεωμετρική αφαίρεση, από την εκθαμβωτική φύση του τροπικού τοπίου και έναν κόσμο γεμάτο χρώμα και χορό, στη σκληρή πραγματικότητα της φτώχειας της φαβέλας και την εθνοτική πολυφωνία των αφροβραζιλιάνικων πολιτισμών.
Δυτικά ίχνη
Ανήσυχοι και αμφισβητώντας τις παγιωμένες αξίες της κλασικής ακαδημαϊκής τέχνης του 19ου αιώνα, πολλοί από αυτούς τους καλλιτέχνες ταξίδεψαν στην Ευρώπη –μερικοί ήταν από εύπορες οικογένειες, άλλοι με υποτροφίες– για να εκτεθούν στον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Η Ανίτα Μαλφάτι και ο Λασάρ Σεγκάλ στο Βερολίνο, η Ταρσίλα ντο Αμαράλ, ο Κάντιντο Πορτινάρι, ο Βισέντε ντο Ρέγκο Μοντέιρο και ο Τζεράλντο ντε Μπάρος στο Παρίσι. Ο εξπρεσιονισμός, ο φουτουρισμός, ο κυβισμός και ο σουρεαλισμός άφησαν ίχνη στα έργα τους, αλλά όταν επέστρεψαν, προσπάθησαν να αποδώσουν το αληθινό βραζιλιάνικο πνεύμα, αντλώντας έμπνευση από την ποικιλομορφία του τοπίου και τον ιθαγενή πολιτισμό της πατρίδας τους.
Από την εκθαμβωτική φύση του τροπικού τοπίου και έναν κόσμο γεμάτο χρώμα και χορό, στη σκληρή πραγματικότητα της φτώχειας της φαβέλας.
Πρώτη η Ανίτα Μαλφάτι εισήγαγε φόρμες του ευρωπαϊκού μοντερνισμού στη Βραζιλία και ήταν μία από τις πρώτες καλλιτέχνιδες στη Βραζιλία που αναγνωρίστηκε δημόσια για το έργο της. Με τον προσωπικό της τρόπο έκφρασης και την ανατρεπτική αισθητική της, άνοιξε νέους ορίζοντες. Με τη χρήση έντονων χρωμάτων και γεωμετρικών σχημάτων, η Μαλφάτι απεικονίζει ζωντανά τοπία και μελέτες φιγουρών, επηρεασμένες από τον κυβισμό και τον εξπρεσιονισμό. Ανάμεσά τους και το πορτρέτο του εμβληματικού συγγραφέα, μουσικού, ιστορικού τέχνης και φωτογράφου Μάριο ντε Αντράντε, καθώς και του ποιητή και θεωρητικού Οσβαλντ ντε Αντράντε, οι οποίοι μαζί με τη Μαλφάτι και τους ομολόγους της Μενότι ντε Πίκια και Ταρσίλα ντο Αμαράλ αποτέλεσαν την περίφημη «Ομάδα των πέντε», την ψυχή της Εβδομάδας Μοντέρνας Τέχνης, και σηματοδότησαν μια νέα εποχή.
Το 1928, το έργο «Abaporu» της Ταρσίλα ντο Αμαράλ, μια απλουστευμένη μοναχική φιγούρα με παραμορφωμένες αναλογίες, ενέπνευσε τον τότε σύντροφό της, Οσβαλντ ντε Αντράντε, να γράψει το περίφημο «Μανιφέστο της Ανθρωποφαγίας», το οποίο πρότεινε στους καλλιτέχνες να επιδοθούν σε «πολιτισμικό κανιβαλισμό» και να «καταβροχθίσουν» την ευρωπαϊκή τέχνη για να δημιουργήσουν μια τέχνη για την ίδια τη Βραζιλία. Στην πολυεθνική και πολυφυλετική Βραζιλία σε μια εποχή που κατακλυζόταν από μετανάστες από όλο τον κόσμο και με ένα υπόστρωμα πορτογαλικό, αφρικανικό και ιθαγενικό, ο ευρωπαϊκός μοντερνισμός επαναπροσδιορίστηκε παίρνοντας νέα σχήματα και μορφές σε διάλογο με τοπικές και αυτόχθονες αναφορές.
Ανήσυχοι και αμφισβητώντας τις παγιωμένες αξίες της κλασικής ακαδημαϊκής τέχνης του 19ου αιώνα, πολλοί ταξίδεψαν στην Ευρώπη.
Η διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας έγινε επιτακτική. Η Ταρσίλα ντο Αμαράλ, διάσημη για τις πολύχρωμες σουρεαλιστικές εκφράσεις της –φωτεινά χρώματα, τροπικές εικόνες, το αφροβραζιλιάνικο σώμα– βρίσκει έμπνευση στην ποικιλία του ιθαγενούς πολιτισμού και στην ποικιλομορφία του τοπίου της πατρίδας της. Η ίδια μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη στην ύπαιθρο, σε μια πλούσια οικογένεια γαιοκτημόνων με φυτείες καφέ, και η ζωή της εκεί επηρέασε την τέχνη της. Μαγικά φοινικόδεντρα, κάκτοι, φύλλα μπανανιάς, χωριά, ανοιχτές αγορές, μια μαύρη γυναικεία φιγούρα με υπερβολικά χείλη και ένα προεξέχον δεξί στήθος που κάθεται στο έδαφος με σταυρωμένα πόδια, ζευγάρια που χορεύουν, ξυπόλυτοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά σε απόγνωση και εξαθλίωση.

Μας καθηλώνουν οι πίνακες που απεικονίζουν, με ένα χαρακτηριστικό σοσιαλιστικό – ρεαλιστικό στυλ, μετανάστες με παγωμένα πρόσωπα σε ένα ερημικό τοπίο, καχεκτικούς, αποκαμωμένους, ένα παιδί με διογκωμένη κοιλιά λόγω του υποσιτισμού, αγρότες με μεγάλα, βαριά χέρια και πόδια ριζωμένα στη γη που καλλιεργούν. Πρόκειται για τα έργα του διεθνώς αναγνωρισμένου Κάντιντο Πορτινάρι, ο οποίος μεγαλωμένος σε σχετική φτώχεια σε μια φυτεία καφέ ήθελε να δείξει τη σκληρή πραγματικότητα των συνθηκών διαβίωσης στη Βραζιλία, τις κοινωνικές και φυλετικές διακρίσεις, την καταπίεση και τον αγώνα για επιβίωση των απλών ανθρώπων, ως όχημα κοινωνικής αλλαγής.
Οι ανισότητες
Καλλιτέχνες, ωστόσο, που ήταν απόγονοι αυτόχθονων κατοίκων ή Αφρικανών σκλάβων, μπόρεσαν να διατυπώσουν τις κοινωνικές ανισότητες από τη δική τους προσωπική εμπειρία και να γεφυρώσουν τον μοντερνισμό και τις αφροβραζιλιάνικες πολιτιστικές παραδόσεις. Στο έργο της Τζανίρα ντα Μότα ε Σίλβα –ο πατέρας της ήταν αυτόχθονης καταγωγής– ερχόμαστε αντιμέτωποι με την απλή καθημερινότητα: μια παρέα εύπορων ανδρών συναντιούνται στην ανοιχτή αγορά, ενώ δίπλα τους μια μαύρη γυναίκα πουλάει τρόφιμα, μια μοδίστρα εργάζεται ακατάπαυστα, εργάτες μοχθούν σε φυτείες καφέ. Παράλληλα, αιχμαλωτίζει τον παραδοσιακό χορό Marrapaia –αγκολέζικης καταγωγής– που μοιάζει με μάχη παρά με χορό. Οι άνδρες, ντυμένοι με παραδοσιακά λευκά, ομοιόμορφα ρούχα, φορούν μια μπάντα από κουδούνια κάτω από τα γόνατά τους και χρωματιστές κορδέλες σταυρωτές στο στήθος τους. Μια τριάδα αφροβραζιλιάνικων θεοτήτων ενσωματώνει τις τελετουργίες και τις πεποιθήσεις της θρησκείας Candomblé – μια αφροβραζιλιάνικη θρησκεία δυτικοαφρικανικής καταγωγής που οι σκλάβοι έφεραν στη Βραζιλία. Kατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, η Τζανίρα ταξίδεψε σε διάφορα μέρη της Βραζιλίας για να μελετήσει τα τοπία, τους λαούς, τα έθιμα και τις διάφορες κοινωνικές πραγματικότητες και έζησε ανάμεσα στους αυτόχθονους κατοίκους Canela στο Maranhao, γεγονός που την έφερε κοντά στην ιθαγενή της κληρονομιά.
Τέτοιες προβληματικές διαποτίζουν και το έργο του Ρουμπέμ Βαλεντίμ. Μεγαλωμένος σε μια περιοχή βαθιά επηρεασμένη από την πνευματικότητα τόσο του Ρωμαιοκαθολικισμού όσο και του Candomblé, ενσωμάτωσε στα έργα του σύμβολα και γεωμετρικά εμβλήματα, όπως βέλη, τρίγωνα, κύκλους και τσεκούρια, τα οποία είναι συνυφασμένα με τις αφρο-βραζιλιάνικες θρησκευτικές τελετουργίες του Candomblé.
Aλλοι καλλιτέχνες ενσωμάτωσαν λαϊκές πρακτικές, όπως οι χαρακτηριστικές λωρίδες σε σχήμα σημαιών του Αλφρέντο Βόλπι, ο οποίος απαθανάτισε την παράδοση των βραζιλιάνικων γιορτών στα έργα του, καθώς μας ταξιδεύει σε έναν κόσμο γεμάτο χρώματα και γεωμετρικά μοτίβα.

Ας μην ξεχνάμε τον Φλάβιο ντε Καρβάλχο –που ο Οσβαλντ ντε Αντράντε τον χαρακτήρισε ως τον «Ιδανικό Ανθρωποφάγο»– και τις προκλητικές του περφόρμανς που σόκαραν τη συντηρητική καθολική κοινωνία της Βραζιλίας. Το 1956, στην περφόρμανς Experiencia N.3, προμηνύοντας τα «φορέσιμα γλυπτά» των Eλιο Οϊτίσικα και Λιγία Πάπε, ο Καρβάλχο παρήλασε στους δρόμους του Σάο Πάολο φορώντας ένα σύνολο που είχε σχεδιάσει για άνδρες στις τροπικές περιοχές: μια ελαφριά υφασμάτινη κοντή φούστα, μπλούζα, σανδάλια και διχτυωτό καλσόν. Παρόλο που λείπουν αναφορές στις τρεις δικτατορίες που έπληξαν τη χώρα στο διάστημα αυτών των εξήντα ετών, η έκθεση αφουγκράζεται την εποχή της, προσφέροντας μια ματιά στο πώς οι καλλιτέχνες αντιλήφθηκαν την κουλτούρα τους, χώνεψαν τις εξωτερικές επιρροές και δημιούργησαν μια τέχνη για την ίδια τη Βραζιλία, που άνοιξε τον δρόμο για τις μελλοντικές γενιές καλλιτεχνών.
*Βραζιλία! Βραζιλία! Η γέννηση του μοντερνισμού
Royal Academy of Arts, Λονδίνο. Διάρκεια έως τις 21 Απριλίου 2025.
*Η κ. Τίνα Σωτηριάδη είναι επιμελήτρια εκθέσεων και κριτικός τέχνης που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο.
Κεντρική φωτογραφία: Κάντιντο Πορτινάρι, «Το κοράκι». Ο Πορτινάρι, μεγαλωμένος σε σχετική φτώχεια σε μια φυτεία καφέ, ήθελε να δείξει τη σκληρή πραγματικότητα των συνθηκών διαβίωσης, τις κοινωνικές και φυλετικές διακρίσεις, την καταπίεση και τον αγώνα για επιβίωση των απλών ανθρώπων, ως όχημα κοινωνικής αλλαγής. [Gary Lawson Media/ Portinari, Candido/ DACS 2024]

