Δεν είναι πολλές οι ταινίες μυθοπλασίας, με θέμα την προσφυγική – μεταναστευτική κρίση, που να γυρίζονται όντως στους τόπους όπου αυτή φανερώνεται στις πιο χαρακτηριστικές μορφές της. Αυτό πάντως το κάνει σίγουρα το «Σε μια άγνωστη χώρα» του Παλαιστινίου – Δανού κινηματογραφιστή Μαχντί Φλάιφελ, το οποίο γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Αθήνα. Σε μια Αθήνα μάλιστα, αυτή του υποβαθμισμένου ιστορικού κέντρου, η οποία σπάνια απεικονίζεται στο σινεμά, όμως ο ίδιος την γνωρίζει πολύ καλά. «Ουσιαστικά πρόκειται για την περιοχή στην οποία εγώ έχω μείνει στην Αθήνα, ας πούμε κάπου ανάμεσα στην Κυψέλη και νότια της Πατησίων μέχρι την Αχαρνών. Είναι το τμήμα της πόλης που ξέρω καλά, έχοντας ζήσει εκεί για περισσότερα από 12 χρόνια. Για εμένα δεν είναι “δύσκολη” γειτονιά, απλώς διαφορετική. Σίγουρα δεν είναι η τουριστική ή η χίπστερ Αθήνα, όμως είναι η πόλη που έμαθα και μέσα από τα μάτια των δύο ηρώων μου. Ασε που χρειαζόμουν μόλις 10 λεπτά κάθε μέρα για να πάω από το σπίτι στο γύρισμα», λέει γελώντας ο Φλάιφελ τον οποίο συναντήσαμε διαδικτυακά.
Στην ταινία, ο Σατίλα και ο Ρεντά, δύο ξαδέλφια από την Παλαιστίνη, μαζεύουν χρήματα ώστε να προμηθευτούν πλαστά διαβατήρια και να πετάξουν από την Ελλάδα για τη Γερμανία. Οταν ωστόσο ο Ρεντά παρασύρεται από τον εθισμό του στα ναρκωτικά και χάνει τα πάντα, ο ξάδελφός του καταστρώνει ένα ακραίο σχέδιο προκειμένου να τα πάρει πίσω. «Ηθελα να απεικονίσω αυτό το ενδιάμεσο στάδιο του ταξιδιού, που μπορεί ωστόσο να κρατήσει πάρα πολύ. Στην πραγματικότητα εδώ δεν πρόκειται για πρόσφυγες αλλά για εξόριστους. Η λέξη “πρόσφυγες” έχει γίνει πια αφηρημένη. Πλέον έχουμε πρόσφυγες από παντού: από την Ουκρανία, τη Συρία, το Αφγανιστάν κ.ο.κ. Προσωπικά ήθελα να μιλήσω για την κατάσταση του εξόριστου, αυτή την πνευματική ασθένεια, την αιώνια επιθυμία για κάτι που δεν μπορείς ποτέ να αποκτήσεις. Την επιθυμία για μια πατρίδα, για ένα μέρος να ανήκεις ένα μικρό καφέ με ένα μικρό γραφείο και ένα μεγάλο τασάκι (σ.σ. αυτή είναι η ονειροπόληση του Σατίλα). Και φυσικά υπάρχουν τα ηθικά ζητήματα, ο θυμός ενάντια στους μη εξόριστους, εκείνους που έχουν όσα εσύ δεν μπορείς να αποκτήσεις».
Σε αληθινά γεγονότα
Η ιστορία που αφηγείται ο Φλάιφελ είναι μεν μυθοπλαστική, βασίζεται ωστόσο και σε αληθινά γεγονότα και ανθρώπους. «Θα έλεγα, για να “δανειστώ” τον Τριφό, ότι το φιλμ είναι συνήθως 20% δελτία ειδήσεων, 20% λογοτεχνία, 20% αληθινές ιστορίες κ.λπ. Σίγουρα η όλη υπόθεση με τον Σατίλα, τη ληστεία, την απαγωγή, το αγόρι και την Τατιάνα (σ.σ. Αγγελική Παπούλια) βασίζεται σε πραγματική ιστορία. Επειτα υπάρχουν οι επιρροές από τη λογοτεχνία, π.χ. Το “Ανθρωποι και ποντίκια” του Στάινμπεκ, ο Τζορτζ και ο Λένι μοιάζουν αρκετά με τον Σατίλα και τον Ρεντά», αναφέρει ο ίδιος.
Ουσιαστικά πρόκειται για την περιοχή στην οποία εγώ έχω μείνει. Είναι το τμήμα της πόλης που ξέρω καλά, έχοντας ζήσει εκεί για περισσότερα από 12 χρόνια. Για εμένα δεν είναι «δύσκολη» γειτονιά, απλώς διαφορετική.
Σε κάποια αποστροφή της ταινίας, ο ένας από τους πρωταγωνιστές του λέει: «Κοίταξε τους Ελληνες, είναι ίδιοι με εμάς», με τον τόνο του να είναι ευδιάκριτα περιφρονητικός. «Προφανώς δεν είναι ακριβώς το Ελντοράντο που είχαν στο μυαλό τους. Ελπίζουν να πάνε σε ένα μέρος με διαφορετική κουλτούρα, θερμοκρασίες, τοπία και γλώσσες και ίσως… ψηλούς, ξανθούς ανθρώπους με πράσινα μάτια. Το αστείο είναι ότι για εμένα ισχύει ακριβώς το αντίθετο: “δραπέτευσα” από την Κοπεγχάγη για να έρθω να ζήσω στην Ελλάδα, γιατί εδώ νιώθω σαν στο σπίτι μου. Αυτό ισχύει και για άλλους όμως. Η επιθυμία δεν σταματά ούτε η εξορία τερματίζεται όταν φτάσουν στη Γερμανία. Απλώς παίρνει διαφορετική μορφή. Ενας από τους ανθρώπους που ακολούθησα με το ντοκιμαντέρ μου το 2013 (σ.σ. το βραβευμένο στο Βερολίνο «Ξένος») τώρα μένει στη Γερμανία και ακόμα δεν έχει χαρτιά. Μου λέει συνέχεια ότι μόλις τα πάρει, θέλει να γυρίσει στην Ελλάδα».

Φτάνοντας στην απελπισία, τα δύο ξαδέλφια σκαρώνουν μια κομπίνα η οποία, εκτός των άλλων, περιλαμβάνει και τη διακίνηση ανθρώπων, αντιμετωπίζοντας παράλληλα και τα σχετικά ηθικά διλήμματα. «Προφανώς δεν είναι άγιοι, ούτε όμως βλέπουν το trafficking σαν μπίζνα. Το κάνουν από ανάγκη. Ισως όμως και ένας πραγματικός διακινητής (σ.σ. υπάρχει ένας τέτοιος στην ταινία) να μην ξεκίνησε πολύ διαφορετικά. Κάποια μέρα σκέφτηκε: “αν βοηθήσω τον τάδε, θα βοηθήσω και τον εαυτό μου”. Και μετά είπε “γιατί να πάω στη Γερμανία, ας μείνω εδώ να το κάνω ξανά και ξανά”. Δεν ξέρω. Γιατί κάποιοι άνθρωποι γίνονται έμποροι ναρκωτικών ή επαγγελματίες εκτελεστές; Είναι πέρα από τη λογική. Εχω γνωρίσει διακινητές και παρόλο που μοιάζουν τρομερά κυνικοί, οι περισσότεροι λένε στον εαυτό τους το ίδιο ψέμα, ότι βοηθούν τους ανθρώπους».
Καχυποψία για πρόσφυγες
Με δεδομένες τις παλαιστινιακές καταβολές και έχοντας περάσει μεγάλο μέρος της ζωής του στη Δυτική Ευρώπη, πόσο εύκολο είναι για τον Φλάιφελ να μπει στην ψυχολογία των Ευρωπαίων που αντιμετωπίζουν με καχυποψία ή και εχθρότητα τους πρόσφυγες – μετανάστες; «Εξαρτάται από την οπτική του καθενός. Καταλαβαίνω ότι η ανθρώπινη φύση, ως όντα της φυλής, είναι να νοιάζεσαι για τους δικούς σου. Εκ φύσεως αγαπώ τα παιδιά του αδελφού μου περισσότερο από τα παιδιά του φίλου μου. Από την άλλη η ικανότητα να σκεφτόμαστε και να φανταζόμαστε μάς ξεχωρίζει από τα ζώα. Εδώ πιστεύω ότι το σινεμά έχει ενδιαφέρον, επειδή έχει την ιδιότητα να ξεπερνάει τα έθνη και τα σύνορα, σε κάνει να ζεις ζωές ανθρώπων που ίσως δεν θα πρόσεχες ποτέ στον δρόμο. Οπότε ναι, μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιοι άνθρωποι θέλουν να κλείσουν τα σύνορα των χωρών τους. Συμφωνώ μαζί τους; Αυτή είναι μια διαφορετική ιστορία».

