Στο Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ενωσης, και κατ’ επέκταση και στα Κ.Κ. όλων των χωρών, τα οποία υποχρεώθηκαν να αντιγράψουν το σοβιετικό πρότυπο, υπήρχε ειδικό γραφείο που λεγόταν αγκιτπρόπ (agitprop), ονομασία που προερχόταν από τη σύζευξη των λέξεων αγκιτάτσια και προπαγάνδα. Αποστολή του αγκιτπρόπ ήταν αφενός να διαδίδει τις ιδέες και την εκάστοτε «γραμμή» του κόμματος (προπαγάνδα), και αφετέρου να φροντίζει ώστε να κινητοποιεί, να ξεσηκώνει «τις μάζες» (αγκιτάτσια), προς την κατεύθυνση πάντοτε της προώθησης των κομματικών στόχων.
Εναυσμα για αυτήν την αναφορά στον όρο, μάλλον λησμονημένον στην εποχή μας, όπως άλλωστε λησμονημένα είναι και τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα, η απροκάλυπτη προπαγάνδα που ασκούν κάποιοι στα ΜΜΕ, και κυρίως βέβαια στο πιο δημοφιλές και «λαϊκό» από αυτά, την τηλεόραση. Προπαγάνδα από την οποία δεν λείπουν και στοιχεία της οπωσδήποτε πιο «εξωτικής» (γλωσσικά, τουλάχιστον) αγκιτάτσιας. Οσο για τον ρόλο των κάποτε σκληροτράχηλων απαράτσικων, αυτόν τον αναλαμβάνουν σήμερα ακόμα και τηλεδιασκεδαστές. Τηλεδιασκεδαστές που ισχυρίζονται πως η εκπομπή τους «σατιρίζει» γενικώς πρόσωπα και καταστάσεις, ενώ στην πραγματικότητα λειτουργεί σαν αντικυβερνητική ντουντούκα.
Tην εποχή των «αγανακτισμένων» και του «δεν πληρώνω», των «γερμανοτσολιάδων» και των τραμπουκισμών κατά πολιτικών, τέτοιες εκπομπές δεν έλεγαν απλώς «και μια κουβέντα παραπάνω». Ελεγαν άπειρες κουβέντες, αμιγώς αντικυβερνητικές και καταγγελτικές, σε απόλυτο συντονισμό με την τότε επελαύνουσα προς την εξουσία παρέα του Τσίπρα και του Καμμένου, του Λαφαζάνη και του Βαρουφάκη. Θυμάμαι από την εποχή εκείνη σκετσάκια τα οποία ακόμα και ντυμένους με γερμανικές στολές εμφάνιζαν τους τότε κυβερνώντες, χωρίς βέβαια αυτό να εμποδίζει το να συνδυάζονται αυτές οι αθλιότητες με κακόγουστα, υποτίθεται πιπεράτα, ανέκδοτα. Και να τα γέλια από κάτω, και να τα χειροκροτήματα από το ενθουσιασμένο ακροατήριο!
Τον ρόλο των κάποτε σκληροτράχηλων απαράτσικων της Σοβιετικής Ενωσης αναλαμβάνουν σήμερα ακόμα και τηλεδιασκεδαστές.
Εξεπλάγην αλλά και αγανάκτησα, λοιπόν, διαπιστώνοντας ότι μια τέτοιου είδους «σατιρική» εκπομπή επανήλθε πανηγυρικά στην τηλεόραση, σαν να μην έγινε και να μην τρέχει τίποτα, και μάλιστα σε prime time, με τον ίδιον τίτλο, και βέβαια με το ίδιο ρεπερτόριο: λαϊκισμός του πιο ακραίου είδους, φτηνιάρικα βιντεάκια (αλιευμένα, κατά κανόνα, από κάποιο περιθωριακό κανάλι ή από το διαδίκτυο), ανέκδοτα σαν αυτά που λένε ξαναμμένοι έφηβοι κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής, πανταχού παρουσία λέξεων και εκφράσεων όπως το γνωστό ρήμα από «γ» (the f. word) σε όλους τους χρόνους και σε όλες τις εγκλίσεις, «τον παίζει», «μαλάκας» και άλλα τέτοια, κατάλληλα να δημιουργούν στο κοινό την ψευδαίσθηση πως αυτό που ακούει και βλέπει είναι «τολμηρή σάτιρα».
Οσο για τα βέλη παρόμοιων εκπομπών, «συμπτωματικά» κατευθύνονται πάντα προς τον ίδιον στόχο, τον Κυριάκο Μητσοτάκη, την οικογένειά του και τους συνεργάτες του, με την προσθήκη αυτή τη φορά όχι πια της Μέρκελ και του Σόιμπλε όπως πριν από καμιά δεκαετία, αλλά του Μπάιντεν (με ντελίριο ηλικιακού ρατσισμού), ακόμα και της Ουκρανίας, μιας και ένα από τα απαραίτητα γνωρίσματα του καλού λαϊκιστή είναι και η πουτινοφιλία. Και βέβαια, με τη «σάτιρα» αυτού του είδους να αποφεύγει επιμελώς να αγγίζει πρόσωπα και ηγέτες του αυτοαποκαλούμενου προοδευτικού χώρου.
Εν κατακλείδι, σε ό,τι αφορά το επίκαιρο θέμα των Τεμπών, έχουμε έτσι το φαινόμενο τηλεσατιριστές να διεκδικούν τον ρόλο του ανακριτή, του λαϊκού δικαστή, αλλά και του αγκιτάτορα/προπαγανδιστή σαν εκείνους της παλιάς «καλής» εποχής των αγκιτπρόπ. Εξ ου και η ευκολία με την οποία εκστομίζονται φράσεις όπως «απειλούν εργαζόμενους προκειμένου να μην κατέβουν στα συλλαλητήρια» ή «δεν υπάρχει σήμερα στη χώρα μας ελευθερία έκφρασης». Περίεργο πάλι κι αυτό, αφού εκπομπές αυτού του τύπου δεν μεταδίδονται, βέβαια, από παράνομο, «αντιστασιακό» πομπό ή κάτι τέτοιο, αλλά από κανάλια υψηλής θεαματικότητας.

