ΑΟΥΤΡΑΝ ΝΤΟΟΥΡΑΝΤΟ
Η όπερα των νεκρών
Μτφρ.: Ελένη Βλάχου
εκδ. Carnivora, σελ. 296
Ο Αουτράν Ντοουράντο χαρακτηρίστηκε ως ο ανανεωτής του βραζιλιάνικου ρομαντισμού και σίγουρα είναι ο συγγραφέας που ασχολείται με τις εντάσεις και την τελική αναμέτρηση του ανθρώπου με τον χρόνο με μια ανθρωποκεντρική θεώρηση σε αφηγηματική ροή που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η «Οπερα των νεκρών» είναι ένα βιβλίο αναγνωρισμένο ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του 20ού αιώνα, έχει ενταχθεί στον Κατάλογο Αντιπροσωπευτικών Εργων της UNESCO, επιβεβαιώνοντας την παγκόσμια λογοτεχνική αξία του συγγραφέα. Με σύνθετη αφηγηματική δομή, το έργο αναδεικνύει την ένταση ανάμεσα στο τραγικό και στο μπαρόκ στοιχείο της αφήγησης και δοκιμάζει την αντοχή του παρελθόντος σε μια κοινωνία που συγκρούεται αναπόφευκτα με την πρόοδο.
Ο Ντοουράντο γράφει μια αλληγορία που εξετάζει τη σύγκρουση της παράδοσης με τη νεωτερικότητα. Παράλληλα ασκεί κριτική στις πατριαρχικές δομές της κοινωνίας που καθορίζουν τις οικογενειακές σχέσεις και καταπνίγουν την ατομικότητα. Χαρακτηριστική είναι η παρακμή και το τέλμα στο οποίο έχει βρεθεί η οικογένεια Ονόριου Κότα, μια μικρογραφία της βραζιλιάνικης κοινωνίας που ζει υπό το βάρος της κουλτούρας και των στερεοτύπων που καθορίζουν την ανθρωπογεωγραφία της. Η αστική αλλοτρίωση είναι στο επίκεντρο της αφηγηματικής ανάλυσης που πραγματεύεται την οικογενειακή καταπίεση της ατομικής ελευθερίας και τον παραλογισμό του σύγχρονου κόσμου, όταν οι αξίες δοκιμάζονται με τον νεωτερισμό και την ανάγκη επαναπροσδιορισμού τους. Εμπνέεται από τις κλασικές τραγωδίες, ωστόσο δεν αναπαράγει τα δεδομένα τους, αλλά τα μεταβολίζει με έναν τρόπο που ταυτόχρονα σέβεται τη λογοτεχνική παράδοση. Αναντίλεκτα, στρέφεται προς μια νεωτερικότητα που μπορεί να αλλάξει τις ατομικές, οικογενειακές και κοινωνικές δομές και μέσα από την ιστορία τονίζει αυτήν ακριβώς την ανάγκη.
Η Ροζαλίνα είναι μια τραγική ηρωίδα. Αντικοινωνική και απόμακρη, μοιάζει να έχει ενστερνιστεί πλήρως τη μοίρα της και το μόνο που της χαρίζει μια νότα ελπίδας είναι η δημιουργία υφασμάτινων λουλουδιών, ως αντιπαραβολή στη σκοτεινιά μιας ζωής που έχει πληγεί από το τέλμα της μοναξιάς και της ματαιότητας στην οποία έχει πνιγεί. Τα λουλούδια γίνονται γι’ αυτήν η έσχατη προσπάθεια να αντιταχθεί στη ματαίωση και στην αδράνεια στην οποία έχει περιπέσει.
Ολο το έργο εκτυλίσσεται σε έναν τόπο που μοιάζει αφυδατωμένος από την ακινησία του χρόνου, στοιχειωμένο από την ιστορία και το παρελθόν. Μια έπαυλη-φάντασμα με σταματημένα ρολόγια και σκοτεινούς διαδρόμους γίνεται το σύμβολο της παγίδευσης στη ρουτίνα, που αργοκυλά με μοναδική συντροφιά τις αναμνήσεις. Ο απομονωμένος μικρόκοσμος δεν αποτελεί μόνο το προσωπικό σύμπαν της Ροζαλίνας, αλλά συνιστά την αποτύπωση του τρόπου ζωής και του πεπρωμένου όλης της επαρχιακής πόλης, μιας πόλης που τίποτα δεν μπορεί να αναταράξει τα στεκούμενα νερά του παρελθόντος της.
Ο Ντοουράντο εμπνέεται από τις κλασικές τραγωδίες, ωστόσο δεν αναπαράγει τα δεδομένα τους, αλλά τα μεταβολίζει με έναν τρόπο που ταυτόχρονα σέβεται τη λογοτεχνική παράδοση.
Ο συγγραφέας εστιάζει στην προσπάθεια της ανάδυσης του νέου και της ελπίδας που υπόσχεται και στην ψυχική πάλη που αυτή η προσπάθεια σημαίνει όταν τίποτα τελικά δεν μπορεί να αλλάξει και όλα καταπνίγονται στον βάλτο της συνήθειας. Μόνο η εμφάνιση ενός νεαρού άνδρα θα τολμήσει να αποδομήσει το παρελθόν και να διαταράξει τις ισορροπίες, επιβεβαιώνοντας το πρόβλημα και δοκιμάζοντας τις ανθρώπινες σχέσεις.
Ο Ντοουράντο γράφει χρησιμοποιώντας μια περίτεχνη γλώσσα που ενισχύει τη δραματικότητα της ιστορίας του και αφηγείται τον εγκλωβισμό των ηρώων του στη μοίρα, αναλύοντας με τρόπο θαυμαστό την ανθρώπινη και υπαρξιακή διάστασή του. Η «Οπερα των νεκρών» είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα και παράλληλα ένα έργο που αναδεικνύει τη διαχρονική δύναμη της τραγωδίας σε συνδυασμό με τη λογοτεχνική καινοτομία αλλά και την ανάγκη για ανανέωση των ανθρώπινων κοινωνιών.

