Η πρώτη ταινία της Πέννυς Παναγιωτοπούλου, «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: ο μπαμπάς μου», γυρίστηκε το 2002, την εποχή που λεφτά (νομίζαμε ότι) υπήρχαν, η δεύτερη, «September», το 2013, στoν πυρήνα της ελληνικής κρίσης, η τρίτη, «Wishbone», τώρα. «Τώρα, λοιπόν, είναι η πιο ζοφερή εποχή. Γιατί οι πολιτικές πραγματικότητες σε όλο τον κόσμο είναι πολύ δύσκολες, υπάρχουν πολλοί τρελοί ολόγυρα… Μπαίνουμε σε κάτι πολύ σκοτεινό. Και οι άνθρωποι χάνουν την ψυχική τους δύναμη σιγά σιγά. Δεν μπορούν να παλέψουν άλλο, απομονώνονται».
Την ώρα που μιλάμε, ένα καμπριολέ αυτοκίνητο με αδιανόητη ένταση στα ηχεία και τον οδηγό σαδιστικά αυτάρεσκο περνάει ξυστά δίπλα στο καφέ όπου καθόμαστε, διασχίζοντας τον στενό πεζόδρομο στην Πατησίων (Αινιάνος). Κοιτάμε αποσβολωμένες την οπτική/ηχητική παρέμβαση στη συζήτησή μας.
«Τώρα είναι η πιο ζοφερή εποχή. Μπαίνουμε σε κάτι πολύ σκοτεινό. Και οι άνθρωποι χάνουν την ψυχική τους δύναμη σιγά σιγά. Δεν μπορούν να παλέψουν άλλο, απομονώνονται».
«Από το 2002 μέχρι σήμερα, λοιπόν, σε έναν κόσμο πιο ωμό, πιο κυνικό», σχολιάζω. «Δεν είναι μόνο ο κόσμος που αλλάζει, αλλά και εμείς οι ίδιοι», λέει η Πέννυ Παναγιωτοπούλου. «Είμαι άνθρωπος που φοβάται τις αλλαγές, αλλά αλλάζω, θέλω δε θέλω. Θυμάμαι, όταν ήμουν πιτσιρίκα, είχε αλλάξει η ενδεκάδα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, είχε φύγει ο Μπόμπι Τσάρλτον και έκλαιγα! Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς οι άνθρωποι γερνάνε και αποχωρούν. Την ίδια αντίδραση έχω και σήμερα. Οσο για το σινεμά, αλλάζει από μόνο του, εμείς πηδάμε στον συρμό ενώ είναι σε κίνηση, πάντα σε μια διαφορετική στιγμή του».
Σημειώνει την «ορατότητα» που έχει αποκτήσει ο ελληνικός κινηματογράφος. «Το 2003 ήταν πολύ δύσκολο για μια ελληνική ταινία να πάει σε διεθνές φεστιβάλ. Τώρα δεν είναι το ίδιο, παρότι ο ανταγωνισμός είναι μεγαλύτερος. Οτι οι “Δύσκολοι αποχαιρετισμοί” συμμετείχαν στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο και είχε βραβευτεί ο μικρός πρωταγωνιστής μάς είχε φανεί κάτι σαν θαύμα. Τώρα, αν δεν πάει μια ταινία σε διεθνές φεστιβάλ αναρωτιέσαι τι έχεις κάνει λάθος…». Πιστεύει ότι στην «καλή θέση του ελληνικού προϊόντος την τελευταία 15ετία έχουν συντελέσει πολλοί παράγοντες, με κομβικό σημείο την αποδοχή που είχε ο “Κυνόδοντας” του Γιώργου Λάνθιμου».
Η φιλμογραφία της Πέννυς Παναγιωτοπούλου παρακολουθεί τις ανά δεκαετία αλλαγές τόσο στην ελληνική κοινωνία όσο και στο σινεμά, μέσα από μια μυθοπλασία πρωτότυπα ενορατική, διεισδυτική, διαυγή και ρέουσα. Από το 10χρονο αγόρι που αρνείται να δεχθεί τον θάνατο του πατέρα του σε τροχαίο (έως τη στιγμή που αποδέχεται την αλήθεια, όταν, με αφορμή την αποστολή στη Σελήνη του 1969, ο πατέρας του δεν είναι παρών για να δουν μαζί το γεγονός) στους «Δύσκολους αποχαιρετισμούς» μέχρι το «Wishbone» (το διχαλωτό κόκαλο του στέρνου της κότας). Τρεις παραγωγές κινηματογραφικές αλλά, όπως υπογραμμίζει και η ίδια, «ενδιάμεσα από τις ταινίες μου βιοπορίζομαι στο σινεμά». Εχει συνεργαστεί με την ΕΡΤ σε σημαντικές σειρές, όπως το «Μαγικό των ανθρώπων». Επίσης, προσθέτει, «κάθε άνθρωπος έχει να αντιμετωπίσει τους δικούς του δαίμονες, δεν είναι μόνο η καριέρα».

– Το «Wishbone» διαδραματίζεται στη Νέα Πέραμο. Η οικογένεια, μητέρα, ο μεγάλος γιος, η ορφανή μικρή εγγονή και ανιψιά, ζουν σε μονοκατοικία. Γιατί όχι σε διαμέρισμα;
– Ηθελα να δείξω ότι κάποτε ήταν αλλιώς και φθάρθηκαν μέσα στα χρόνια. Μπορεί να ξεκινήσεις ανήκοντας στη μεσαία τάξη κι αυτό να χαθεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Ηθελα αυτό το σπίτι, για να είναι πολύ φανερές οι φθορές. Ηθελα τον «αέρα» του. Η οικογένεια μένει σε μια περιοχή που ήταν κάτι άλλο το ’60 και ύστερα ξέπεσε. Στη διάρκεια της προετοιμασίας της ταινίας έψαχνα ένα σπίτι στον Πειραιά, με σκάλα, πάντα έψαχνα ένα σπίτι, όχι διαμέρισμα, δεν ήθελα να κάνω ένα «σπιρτόκουτο», αισθητικά. Ηταν πάρα πολύ εγκαταλελειμμένο αυτό που βρήκαμε τελικά, αλλά αγάπησα την αύρα του. Εκεί θα γύριζα, αλλιώς θα έπρεπε να αλλάξω το σενάριο… Το φτιάξαμε πολύ λίγο. Απλώς το απολυμάναμε και το καθαρίσαμε. Χρειαζόμαστε κι έναν κήπο για να μεταφέρουμε μια πορτοκαλιά.
– Μια πορτοκαλιά που βγάζει τους καρπούς της εκτός εποχής… Εσείς, αισθάνεστε εκτός εποχής;
– Κάπως, ναι… Αλλά πιστεύω ότι αυτό σου δίνει ένα προνόμιο. Δεν υφίστασαι, δεν είσαι στον νόμο τους, δεν είσαι στα θέλω τους, δεν είσαι στη φάση τους. Εχεις τα πόδια σου σε δύο χρόνους. Οποτε θες πηδάς πίσω, όποτε θες πας μπροστά. Φροντίζω να διδάσκω (σ.σ. στη Σχολή Σταυράκου) για να ενημερώνομαι, να ακούω τη γλώσσα των νέων παιδιών, να ζω με ανθρώπους νεότερους από εμένα και όχι μόνο με ανθρώπους της ηλικίας μου, που είναι πάντα οι καλύτεροί μου φίλοι. Αναγνωρίζω ότι δεν είμαι σαν κι αυτούς, τους νέους. Τι λείπει; Μα η νεότητα βέβαια.
– Στην ταινία σας αναφέρεστε «στα μικρά όνειρα, στις μεγάλες αποτυχίες».
– Είναι πολλοί άνθρωποι οι οποίοι στην τάξη που ανήκουν –δεν εξαιρώ τον εαυτό μου– δεν μπορούν να προσπελάσουν το μεγάλο όνειρο. Οσο και να προσπαθήσουν δεν θα γίνουν ποτέ το «κάτι άλλο». Τέτοιους ήρωες θελήσαμε να φτιάξουμε σε αυτήν την ταινία. Σε άλλες χώρες, όπως στην Αγγλία που γνωρίζω, για παράδειγμα, οι τάξεις είναι απόλυτα συνειδητοποιημένες. Ενώ εδώ δεν υπάρχει «αυτοσυνειδητότητα», αλλά αυτό το μικρό όνειρο ότι μπορεί κάτι να συμβεί και όλα να αλλάξουν. Ως Ελληνες έχουμε μια μεγαλύτερη κινητικότητα, αλλά στην πραγματικότητα οι τάξεις είναι τάξεις. Αν σου τύχει μια στραβή, δεν έχεις τα χρήματα να το ανατρέψεις. Κι εκεί τελειώνουν όλα. Η τράπεζα είναι οι τσέπες μας,
κι όταν είναι άδειες, δεν έχουμε τίποτε άλλο. Το διάβασα σε μια συνέντευξη του Μάικλ Κέιν. Αυτοί είναι οι άνθρωποι της ταινίας: φθείρονται, μαραίνονται, δεν έχουν τα λεφτά να φτιάξουν το σπίτι τους, δεν μπορούν να επισκευάσουν τα υδραυλικά τους… Δεν μιλάω για ανέχεια. Αυτό που συμβαίνει στον ήρωα
μπορεί να συμβεί στον καθένα. Η «στραβή» τού να βρεθεί με χρέος και να μην έχει στον ήλιο μοίρα.
«Ως Ελληνες έχουμε μια μεγαλύτερη κινητικότητα, αλλά στην πραγματικότητα οι τάξεις είναι τάξεις. Αν σου τύχει μια στραβή, δεν έχεις τα χρήματα να το ανατρέψεις. Κι εκεί τελειώνουν όλα».
– Θα μπορούσε η ταινία σας να έχει χάπι εντ;
– Οχι. Γιατί θα συναινούσα στη φαντασίωση ότι κάποια στιγμή όλα θα γίνουν καλύτερα. Ενώ εγώ περιγράφω ένα αδιέξοδο. Τίποτα δεν χάνεται, λέω στο τέλος της ταινίας, και ναι, το πιστεύω. Ούτε με τον θάνατο. Υπάρχει κάτι που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Υπάρχει συνέχεια.
Το «Wishbone» (σε σκηνοθεσία Πέννυς Παναγιωτοπούλου και σενάριο της Κάλλιας Παπαδάκη) προβάλλεται στις αίθουσες από την περασμένη Πέμπτη (20 Μαρτίου). Eνας νεαρός σεκιουριτάς σε δημόσιο νοσοκομείο, μετά τον ξαφνικό θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του, αναγκάζεται να γίνει κηδεμόνας της ανιψιάς του, ενώ ταυτόχρονα πνίγεται από τα χρέη του σπιτιού της οικογένειάς τους.
Κεντρική φωτογραφία: Η Πέννυ Παναγιωτοπούλου φωτογραφημένη στην είσοδο του κτιρίου όπου στεγάζεται η ιστορική Σχολή Σταυράκου, που λειτουργεί από το 1950 και είναι καθοριστική στην κινηματογραφική εκπαίδευση στην Ελλάδα. Η ίδια διδάσκει εκεί από το 2017. Διακρίνει στους νέους σπουδαστές το ίδιο πάθος και την ίδια αγάπη που είχε και η δική της γενιά. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

