Ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης γεννήθηκε στο Γλυκορρίζι Μεσσηνίας. Εχει γράψει τα βιβλία «Ο βυθός είναι δίπλα», διηγήματα (Πατάκης 2007), «Καϊάφας», μυθιστόρημα (Πατάκης 2016). Ο «Καϊάφας» μεταφράστηκε στα εβραϊκά για λογαριασμό των εκδόσεων Carmel Publishing House. Το τελευταίο του βιβλίο είναι η συλλογή διηγημάτων «Πολλών ετών αγόρι» (Πατάκης 2024).
Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;
Την «Κακή συνήθεια» της Αλάνα Πορτέρο, τις «Ιστορίες της παλάμης» του Γιασουνάρι Κουαμπάτα, τις «Αδύνατες πόλεις» του Νίκου Μάντη και το «Οχι, μην μπαίνετε στον κόπο» του Βαγγέλη Σέρφα.
Ποιο ήταν το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που μάθατε πρόσφατα χάρη στην ανάγνωση ενός βιβλίου;
Καθώς διάβαζα το «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» της Κλερ Κιγκαν διαπίστωσα την τερατώδη επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας στη ζωή των Ιρλανδών κατά την όχι και τόσο μακρινή δεκαετία 1980-1990. Σκέφτηκα τη ζωή στον ηλιόλουστο ευρωπαϊκό Νότο την ίδια δεκαετία και η σύγκριση με σόκαρε.
Βρήκατε ποτέ τον μπελά σας επειδή διαβάσατε ένα βιβλίο;
Δεν βρήκα μπελά, απλώς τσουρουφλίστηκα κυριολεκτικά, εγκαύματα στους ώμους και στην πλάτη, διότι με απορρόφησε η ανάγνωση του «Φύλακα στη σίκαλη» όταν ήμουνα φοιτητής και αποφάσισα να διαβάσω Σάλιντζερ στην παραλία καλοκαιριάτικα.
Περιγράψτε την ιδανική αναγνωστική συνθήκη.
Οπουδήποτε, αρκεί να μπορώ να κουλουριαστώ και να έχει μια κάποια ησυχία, να μην έχει πολύ κρύο ούτε και πολλή ζέστη.
Υπάρχουν κάποια είδη λογοτεχνίας που προτιμάτε και άλλα που αποφεύγετε;
Δεν έχω θετική προδιάθεση για τα έργα επιστημονικής φαντασίας, αντιθέτως, με ελκύει το λεγόμενο υπαρξιακό μυθιστόρημα, αν ευσταθεί ο όρος.
Τι είναι αυτό που σας συγκινεί περισσότερο σε ένα βιβλίο;
Η γλώσσα. Η ικανότητα του συγγραφέα να παίρνει ένα τόσο πολυχρησιμοποιημένο μέσο έκφρασης, όπως είναι ο λόγος, και να το αναπλάθει, να με κάνει δηλαδή να νιώσω πως πρώτη φορά, με αυτά τα λόγια, μου μιλάνε έτσι.
Υπάρχει κάποιο αγαπημένο βιβλίο που θα θέλατε να γίνει ταινία;
Η «Σύγχυση αισθημάτων» του Στέφαν Τσβάιχ. Ηταν η αγαπημένη νουβέλα του Φρόιντ. Εχει όλα τα προσόντα για κινηματογραφική μεταφορά. Παράξενοι έρωτες και δολιοφθορά σε ακαδημαϊκό περιβάλλον, υποβλητικές πανεπιστημιακές αίθουσες, και έξω, η μικρή παλιά πόλη της κεντρικής Γερμανίας, ομιχλώδης και μυστηριακή. Πραγματικά, απορώ που δεν το έχει κανένας σκηνοθέτης επιχειρήσει (εκτός κι αν έχει γίνει και δεν το ξέρω).
Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις ιστορίες του βιβλίου «Πολλών ετών αγόρι»;
Σε κάθε ιστορία, οι ήρωές μου προσεγγίζουν το περιβάλλον, έμψυχο και άψυχο, αισθησιακά και με μια «σωματική», θα έλεγα, περιέργεια. Η ανάγκη για εγγύτητα και, κυρίως, η λίμπιντο των πρώτων εφηβικών χρόνων τούς παρασύρει και τα αγόρια δυσκολεύονται στη διαχείρισή της. Τέλος, να πω ότι, αν και οι ιστορίες μοιάζουν νοσηρές, εγώ βαθιά μέσα μου πιστεύω ότι ο συνδυασμός ζόφου και φαντασμαγορίας οδηγεί στο χιούμορ, το χιούμορ λοιπόν είναι κοινός τόπος σε ό,τι γράφω.
«Αν και μεγαλώσανε, μείνανε παράξενα παιδάκια γερασμένα». Μπορείτε να εξηγήσετε αυτή τη φράση;
«Είσαι άντρας όμως εγώ ο ίδιος μένω/ τα χρόνια που περάσανε με αφήσαν/ παράξενο παιδάκι γερασμένο». Αυτός, λοιπόν, είναι ένας στίχος του Καρυωτάκη. Δημιουργεί στο μυαλό μου μια εικόνα, το πορτρέτο ενός άνδρα που γερνάει χωρίς να ωριμάζει. Αυτήν την εικόνα έχω για τους ήρωές μου, το παράξενο είναι πως συχνά συναντώ, στον ψηφιακό κόσμο κυρίως, μα και στην καθημερινότητα, τέτοιους άνδρες: Ενηλίκους, δηλαδή, που στο πρόσωπό τους έχουν αποτυπωθεί ανεξίτηλα εκφράσεις που παραπέμπουν σε παιδικά τερτίπια.

