Στις 10.3.2025, βουλευτής του ελληνικού Κοινοβουλίου εισήλθε στην Εθνική Πινακοθήκη και με τη βοήθεια συναυτουργού απέσπασε βίαια τέσσερα έργα τέχνης του ζωγράφου και χαράκτη Χριστόφορου Κατσαδιώτη που ήταν αναρτημένα σε τοίχο και εκτίθεντο στο μεσοπάτωμα του κεντρικού κτιρίου της Εθνικής Πινακοθήκης, τα πέταξε στο δάπεδο, με συνέπεια τη θραύση τους, διότι θεώρησε ότι αυτά προσβάλλουν το θρησκευτικό του συναίσθημα.
Σύμφωνα με το άρθρο 16, παρ. 1, εδ. 1 του Συντάγματος, «η τέχνη (…) είναι ελεύθερη, η δε ανάπτυξη και προαγωγή αυτής αποτελεί υποχρέωση του κράτους». Τέχνη κατά την έννοια της διάταξης αυτής είναι κάθε δημιουργική έκφραση της ανθρώπινης φαντασίας. Η ελευθερία της τέχνης περιλαμβάνει την ελευθερία δημιουργίας και κυκλοφορίας έργων τέχνης, καθώς και πρόσβασης του κοινού στα έργα τέχνης. Φορείς της ελευθερίας της τέχνης είναι κατ’ αρχήν φυσικά πρόσωπα, τα οποία είναι σε θέση να δημιουργήσουν, παρουσιάσουν, εκτελέσουν, κυκλοφορήσουν έργα τέχνης, καθώς και τα πρόσωπα που απολαμβάνουν (ή εμποδίζονται να απολαύσουν) ένα έργο τέχνης. Την ελευθερία της τέχνης μπορεί δηλαδή να επικαλεστεί όχι μόνο ο καλλιτεχνικός δημιουργός, αλλά και το κοινό του (ακροατές, θεατές κ.ο.κ.).
«Η τέχνη (…) είναι ελεύθερη, η δε ανάπτυξη και προαγωγή αυτής αποτελεί υποχρέωση του κράτους». Αρθρο 16, παρ. 1, εδ. 1 του Συντάγματος
Το άρθρο 16, παρ. 1 δεν υπάγει την ελευθερία της τέχνης σε κανενός είδους περιορισμούς. Η ελευθερία της τέχνης περιορίζεται από τους γενικούς νόμους, τους νόμους δηλαδή εκείνους που προστατεύουν ένα έννομο αγαθό χωρίς να στρέφονται ούτε κατά ορισμένου προσώπου, ούτε κατά ορισμένης καλλιτεχνικής δημιουργίας ή τεχνοτροπίας, ούτε να καθιστούν αδύνατη ή να δυσχεραίνουν δυσανάλογα την άσκηση της τέχνης, της οποίας η ανάπτυξη και προαγωγή αποτελεί κατά το Σύνταγμα υποχρέωση του κράτους.
Από τη διαπίστωση αυτή προκύπτει ότι προσβολή του θρησκευτικού συναισθήματος και κατ’ επέκταση της προσωπικότητας του ατόμου δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ αντικειμενική κρίση ότι επιφέρει η μυθοπλασία της τέχνης και στην προκειμένη περίπτωση έργα τέχνης που εικονίζουν το αλλόκοτο, το υβριδικό και το γκροτέσκο, αν ληφθεί υπόψη ότι το περιεχόμενο τούτων κινείται στον χώρο του παράδοξου, της αλληγορίας και της φαντασίας, ώστε να εκλαμβάνεται τοις μετρητοίς και να θεωρείται ότι αποβλέπει σε προσβολή του θρησκευτικού συναισθήματος και σε φθηνό σκανδαλισμό του θεατή.
Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση το δικαίωμα προσωπικότητας του εν θέματι βουλευτή συγκρούεται με το δικαίωμα του καλλιτέχνη στην ελεύθερη καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία και στην ελεύθερη έκφραση των στοχασμών του, αλλά και του κοινού που έχει δικαίωμα στην ανεμπόδιστη πρόσβαση και απόλαυση των έργων αυτών. Η προστασία των ελευθεριών αυτών, επειδή αποσκοπεί στη διαφύλαξη ύψιστων κοινωνικών αγαθών, καλύπτει (νομιμοποιεί) και προσβολές του δικαιώματος της προσωπικότητας (θρησκευτικού συναισθήματος) που τυχόν ενυπάρχουν στην ενάσκησή τους, εφόσον δεν προσβάλλεται η αξία του ανθρώπου, και επομένως η όποια προσβολή προσωπικότητας έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση υποδεέστερη σημασία σε σχέση με το αγαθό των ως άνω ελευθεριών.
Σε μια δημοκρατική κοινωνία, όπως καθορίζεται από το Σύνταγμα ως προς τη νομική έκφανσή της η ελληνική, δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπτό να επιβάλλεται στους άλλους τι πρέπει να δουν και, φυσικά, τι δεν πρέπει να δουν. Αντιθέτως, καθένας είναι ελεύθερος να έρθει σε επαφή με τα έργα τέχνης που επιθυμεί και γι’ αυτό τον λόγο «οικεία βουλήσει» προσβολή της προσωπικότητας δεν είναι νοητή. Ο παραπονούμενος για προσβολή του θρησκευτικού του συναισθήματος, αν θέλει να αποφύγει την προσβολή της προσωπικότητάς του, μπορεί να μην έρθει σε επαφή με το έργο. Επιχειρήματα του τύπου «κατά τύχη το είδα» δεν ευσταθούν, αφού ηχεί παράλογο να απαιτεί κάποιος από την έννομη τάξη να τον προστατεύσει από το περιεχόμενο ενός έργου τέχνης επειδή ο ίδιος δεν κατάφερε να δείξει την απαιτούμενη προς αυτό προσοχή. Με άλλα λόγια, λόγω της υπεροχής του μυθοπλαστικού στοιχείου στο έργο τέχνης, προσβολή του θρησκευτικού συναισθήματος των πιστών και κατ’ επέκταση της προσωπικότητάς τους δεν είναι δυνατό να επέλθει εκ του γεγονότος και μόνο ότι αυτοί πληροφορούνται ότι σε προβεβλημένο δημόσιο χώρο εκτίθεται φερόμενο ως βλάσφημο έργο τέχνης, που παραβιάζει μέσω της δημόσιας έκθεσής του τους θεμελιωδέστερους κανόνες του θρησκευτικού δόγματος που πρεσβεύει ο ενοχλούμενος.
Οφείλουμε, επομένως, να είμαστε εξαιρετικά φειδωλοί έναντι περιορισμών της ελευθερίας της τέχνης, όταν η προσβολή φέρεται να αφορά σε συλλογικά συναισθήματα (σε θρησκευτικές πεποιθήσεις, στην εν γένει περί ηθικής αντίληψη) και όχι σε άμεση βλάβη, σε άμεσες επιπτώσεις επί αυστηρώς προσωπικών αγαθών του θιγομένου.
Συμπερασματικά, είναι πράγματι παράλογο να αξιώνουμε να προστατεύεται από την έννομη τάξη το σύνολο των ιδεών, των συναισθημάτων και των πεποιθήσεων που συνιστούν την προσωπικότητα του κάθε ατόμου. Και τούτο γιατί ο μόνος νοητός κανόνας που θα μπορούσε να προστατεύσει τα συναισθήματα και τις πεποιθήσεις όλων από οποιαδήποτε προσβολή θα ήταν εκείνος που θα επέβαλλε στους πάντες «άκρα του τάφου σιωπή». Εφόσον δεχόμαστε ότι η ελευθερία της τέχνης έχει όρια, τότε τα όριά της καλούμαστε να τα ανιχνεύσουμε σε συγκεκριμένη βλάβη και πόνο που προκαλεί σε τρίτα πρόσωπα. Οχι όμως σε κάθε βλάβη και κάθε πόνο. Δεν μπορεί να υπάρχει ένα γενικευμένο δικαίωμα όλων στη μη προσβολή των πεποιθήσεών τους.
*Ο κ. Γεώργιος Οικονομόπουλος είναι δικηγόρος, νομικός σύμβουλος της Εθνικής Πινακοθήκης.

