Συναντήσαμε τον Δημήτρη Νάκο τον περασμένο Νοέμβριο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μια μέρα αφότου η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία είχε κάνει την ελληνική πρεμιέρα της. Ο Ελληνας κινηματογραφιστής ήταν χαρούμενος, αφού το «Κρέας», το οποίο εδώ και λίγες μέρες κυκλοφορεί στις αίθουσες, έτυχε θερμής υποδοχής από το κοινό, κάτι που συμβαίνει συχνά με ιστορίες τοποθετημένες στην ελληνική επαρχία. Η δική του βέβαια, αν και μυθοπλαστική, αντλεί μπόλικα στοιχεία από την πραγματική ζωή.
«Η γυναίκα μου (σ.σ. πρόκειται για την επίσης κινηματογραφίστρια Αμέρισσα Μπάστα) είναι από την περιοχή της Κύμης και πηγαίνω εκεί τα τελευταία 15 χρόνια, έχοντας γυρίσει και τρεις μικρού μήκους. Το αγρόκτημα μάλιστα όπου γυρίστηκε η ταινία ανήκει στον πατέρα της. Γενικώς το συγκεκριμένο μέρος αποτέλεσε κύρια πηγή έμπνευσης, σε συνδυασμό με τους ήρωες, οι περισσότεροι από τους οποίους βασίζονται σε ανθρώπους της περιοχής και πραγματικές ιστορίες τους», μας λέει ο Δημήτρης Νάκος.

Στο «Κρέας», ο Τάκης (Ακύλλας Καραζήσης) ετοιμάζεται να ανοίξει το καινούργιο κρεοπωλείο του. Παραμονές των εγκαινίων, ωστόσο, ο γιος του Παύλος διαπληκτίζεται και σκοτώνει έναν γείτονα που διεκδικεί μέρος της γης τους. Μοναδικός μάρτυρας είναι ο Χρήστος, ένας νεαρός από την Αλβανία, τον οποίο η οικογένεια του Τάκη έχει σαν ψυχοπαίδι από μικρή ηλικία. «Μου φαινόταν πάντα γοητευτική η ιδέα κάποιου που δεν έχει κάνει έγκλημα και πάνε να του το φορτώσουν ή ακόμη και να το αναλαμβάνει από επιλογή. Προφανώς εδώ δεν είναι τυχαία η ταυτότητα αυτού του κάποιου. Με τα χρόνια, οι άνθρωποι από την Αλβανία έχουν ενσωματωθεί σε μεγάλο βαθμό, μιλάμε για δεύτερη και τρίτη γενιά μεταναστών πια. Ενα παράδειγμα είναι και ο ηθοποιός μας, ο Κώστας Νικούλι, ο οποίος έχει γεννηθεί εδώ. Το σχήμα που χρησιμοποιείται δραματουργικά είναι αυτό του ξένου που έχει γίνει μέλος της οικογένειας – κοινωνίας, όμως όταν τα πράγματα πάνε στραβά μετατρέπεται ξανά σε ξένο και εξιλαστήριο θύμα».
Το σχήμα που χρησιμοποιείται δραματουργικά είναι αυτό του ξένου που έχει γίνει μέλος της οικογένειας – κοινωνίας, όμως όταν τα πράγματα πάνε στραβά μετατρέπεται ξανά σε ξένο και εξιλαστήριο θύμα.
Παρόλο που το φιλμ του Νάκου έχει αρκετά αστυνομικά στοιχεία, δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί αυθεντικό αστυνομικό θρίλερ, αφού η κοινωνική και η προσωπική διάσταση αποδεικνύονται μάλλον πιο σημαντικές. «Εκεί με οδήγησε το γράψιμο. Γίνεται ένα έγκλημα νωρίς στην ταινία και ξέρουμε ποιος το έχει κάνει, άρα δεν έχουμε να κάνουμε με σχήμα “who done it”. Επειτα εκτυλίσσεται ένα δράμα οικογενειακό, το οποίο έχει και στοιχεία θρίλερ. Το βασικό όμως έχει να κάνει με τη συγκάλυψη του εγκλήματος. Η λεγόμενη “διαχείριση” και οι σχέσεις αλληλοσυμφέροντος, σαν να είναι αλυσοδεμένα τα μέλη της κοινωνίας μεταξύ τους, που υποδεικνύουν σημαντικές παθογένειες της ελληνικής, αλλά και άλλων κοινωνιών. Μου έκανε, για παράδειγμα, θετική εντύπωση το πώς εξέλαβαν την ιστορία σε φεστιβάλ του εξωτερικού, όπου οι θεατές βρήκαν μια σύνδεση, κάνοντας αναλογίες με τις δικές τους, περισσότερο ή λιγότερο, κλειστές κοινωνίες».
Εκτός από το καλογραμμένο σενάριο, καθοριστικές για την επιτυχία της ταινίας είναι οι ερμηνείες, με πρώτη βέβαια εκείνη του Ακύλλα Καραζήση. «Η συνεργασία με τον Ακύλλα ήταν μεγάλη χαρά, υπάρχει μια επικοινωνία και σχέση εμπιστοσύνης, που είναι και το “κλειδί”. Από εκεί κι έπειτα οι δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι η αδυναμία μου. Εχει σημασία το πώς με δυο τρεις σκηνές μπορεί ο δημιουργός μαζί με τον ηθοποιό να χτίσουν έναν χαρακτήρα με υπόσταση και λόγο ύπαρξης. Είχα την τύχη να συνεργαστώ με ηθοποιούς (σ.σ. Μαρία Καλλιμάνη, Παύλος Ιορδανόπουλος, Κώστας Νικούλι κ.ά.) που μπόρεσαν να αναδείξουν τους ρόλους. Κάναμε αρκετές πρόβες με όλους τους, προκειμένου να δημιουργήσουμε ένα σύμπαν με πραγματικούς, “τρισδιάστατους” ήρωες, να βρούμε ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, το παρελθόν και οι μεταξύ τους σχέσεις. Οταν το κατακτήσεις αυτό στην πρόβα, η τελική δουλειά γίνεται πιο εύκολη».
Ενα άλλο στοιχείο που διαπερνά όλη την ταινία, πλαισιώνοντας και τις κορυφώσεις της, είναι η μοναδική μουσική επένδυση του Κωνσταντή Πιστιόλη, ενός από τους κορυφαίους σύγχρονους Ελληνες «πνευστούς». «Η μουσική του Κωνσταντή είναι για μένα η ψυχή της ταινίας, ένα αναπόσπαστο και δραματουργικό κομμάτι. Παίζει όλα τα όργανα μόνος του, έχει φοβερό ταλέντο. Και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι δεν ξέρει καν πόσο καλός είναι», καταλήγει ο Δημήτρης Νάκος.

