Σάββατο βράδυ αφήσαμε το αυτοκίνητο επί της Ακαδημίας και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε προς την πλατεία Κάνιγγος, μαζί με την παρέα που βρήκε, τυχαία, μία κενή θέση ακριβώς μπροστά μας. Αν και η ηλικία τους δεν ξεπερνούσε τα 20-22, δεν έμοιαζαν με παιδιά του «σήμερα» θύμιζαν κάτι από τη μακρινή πρώτη δεκαετία του 2000 – κάτι τόσο ξεχασμένο, που δεν μπορούσα καν να το προσδιορίσω. Μέχρι που ένας από αυτούς τους μαυροντυμένους και όμορφα μακιγιαρισμένους τύπους, έβγαλε από την τσέπη το κινητό του κι έπαιξε το τραγούδι «Black Parade», των My chemical romance, ενώ ένας άλλος σχολίασε: «Πιο μέινστριμ πεθαίνεις».
«Μα φυσικά ήταν ένας από τους ύμνους των emo. Μα υπάρχουν ακόμη;», αναρωτήθηκα, τη στιγμή που η δική μου παρέα έστριψε στη Θεμιστοκλέους και αναγκάστηκα να την ακολουθήσω, παρόλο που εγώ ήθελα να τρέξω πίσω από αυτή τη «μαύρη παρέλαση», όπως λέει και το τραγούδι.

«H Emo μουσική ξεκίνησε στα τέλη των ’80s ως παρακλάδι της hardcore πανκ, στην Ουάσιγκτον. Αρχικά την αποκαλούσαν “emotional hardcore” (σ.σ. Σκληροπυρηνικά συναισθηματικό), μια πρώιμη μορφή του“post-hardcore”. Αν και συνέχισε να αποτελεί παρακλάδι της πανκ ξέφευγε όλο και περισσότερο από τις hardcore ρίζες της και έγινε πιο μελωδική, εμπεριέχοντας και indie στοιχεία», εξηγεί στην «Κ» ο dj Νίκος Μπαλαντίνης, που ασχολείται με το συγκεκριμένο είδος μουσικής.
Στα ’00s, όπως μας λέει ο ίδιος, η emo φάνηκε να είναι ένα είδος που συναποτελείται από πολλά διαφορετικά είδη, κάτι το οποίο την κάνει να υπάρχει σε κάθε εποχή, άλλοτε πιο έντονα και άλλοτε ως ένα αφομοιωμένο στοιχείο. «Τότε είναι που emo συγκροτήματα εμφανίζονται και στο Ηνωμένο Βασίλειο, με μπάντες όπως οι Funeral for a friend και Hell is for heroes, οι οποίες καθόρισαν τη συγκεκριμένη σκηνή. Το MTV βοήθησε στο να γίνει μόδα σε όλη την Ευρώπη και να βγουν θρυλικά άλμπουμ», συνεχίζει.

Στην Ελλάδα η emo εμφανίστηκε περίπου το 2005-2007, όχι μόνο ως είδος μουσικής. Ολοένα και περισσότεροι νέοι, κυρίως έφηβοι, άρχισαν να υιοθετούν το αντίστοιχο στυλ – ναι, ακριβώς αυτό που έχουμε στο μυαλό μας: μαύρα – καρό ρούχα, μακριές ολόισιες φράντζες, έντονο μολύβι ματιών και σκουρόχρωμα νύχια, ήταν μερικές από τις στυλιστικές επιλογές αγοριών και κοριτσιών. «Η αλήθεια είναι πως δεν υπήρξα ποτέ emo, με την αυστηρή έννοια του όρου, αν και είχα υιοθετήσει σε ένα βαθμό αυτό το στυλ. Με κέντριζαν μπάντες της σκηνής όπως οι Lost Prophets, Bring me the Horizon, αλλά και πιο μέινστριμ όπως οι Simple Plan», μας λέει ο σκηνοθέτης Κώστας Δημολίτσας, παιδί των ’90s, που γνώρισε και αγάπησε την emo μουσική και κουλτούρα στην εφηβεία του.
Πέρα όμως από τα τραγούδια, τις μπάντες και τα ρούχα, η emo είχε αρχίσει να εισχωρεί και στον αστικό ιστό της Αθήνας, με «στέκια» που ξεφύτρωναν εδώ και εκεί. «Tο 2006-2008 ήταν σύνηθες να σουλατσάρεις στο Σύνταγμα, στο Mall, στην πλατεία Δεξαμενής, στην Ομόνοια και να συναντάς άτομα με μαλλί “ήλιο”, μαύρους σωλήνες με αλυσίδες και μπλούζες misfits», θυμάται ο ίδιος και συνεχίζει: «Μία φορά στην πλατεία Κολωνακίου, εκεί που καθόμασταν στα ημικυκλικά παγκάκια, δίπλα από το υπόστεγο, μας πλησίασε μία παρέα ατόμων, που δεν συμφωνούσε με την emo κουλτούρα και απειλούσαν ότι θα κάψουν το μαλλί ενός παιδιού, από την παρέα μας, με αναπτήρα. Ευτυχώς, η κατάσταση δεν είχε τραγική κατάληξη, αλλά υπήρχαν πολλές περιπτώσεις που τα πράγματα ξέφευγαν».
Παρόμοια περιστατικά έχει να αφηγηθεί και ο κ. Μπαλαντίνης, ο οποίος όπως μας είπε, «μεγάλωσα στα νότια προάστια. Θυμάμαι σημεία στη Γλυφάδα που άραζαν οι emo, κάνοντας σκέιτμπορντ, κάτι πολύ χαρακτηριστικό. Φυσικά οι “κάγκουρες” δεν μας πήγαιναν και μας την έπεφταν για ξύλο. Αυτός θεωρώ ήταν και ένας λόγος που οι emo άραζαν και σε μεγάλες παρέες».

Οταν τους ρωτάμε γιατί πιστεύουν ότι η συγκεκριμένη μουσική γοήτευσε τις νεαρές ηλικίες της δεκαετίας του 2000, οι απαντήσεις τους δεν αποκλίνουν και τονίζουν ότι η συγκεκριμένη κουλτούρα έκρυβε μία «ατομική μελαγχολία», και οι έφηβοι δεν ένιωθαν, επιτέλους, τύψεις για να την εκδηλώσουν. «Πιστεύω πως ήταν μία συμβατική μορφή αντίδρασης προς το καθιερωμένο, μία προσπάθεια των νέων να αντιμιλήσουν σε αυτό που τους επιβαλλόταν ως νόρμα, είτε αυτό αφορούσε τη μουσική είτε ανδρικά και γυναικεία πρότυπα. Με άλλα λόγια, να διαρθρώσουν μία νέα ταυτότητα μακριά από τις επιταγές της οικογένειας και της κοινωνίας», αναφέρει ο κ. Δημολίτσας και ο κ. Μπαλαντίνης συμπληρώνει ότι «είμαι γεννημένος το 1993. Θεωρώ πως αυτή η θλίψη και απόγνωση που εξέφραζαν οι emo καλλιτέχνες ήταν κάτι που ταίριαξε απόλυτα στη γενιά μας, η οποία βίωσε την αρχή της οικονομικής κρίσης, τα γεγονότα της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου και γενικότερα ζούσε μέσα στην ανασφάλεια και στις κοινωνικές εντάσεις».
«Η θλίψη που εξέφραζαν οι emo καλλιτέχνες ήταν κάτι που ταίριαξε απόλυτα στη γενιά μας, η οποία βίωσε την αρχή της οικονομικής κρίσης».
Η παρέα που πέτυχα στην Ακαδημίας, εκείνο το Σάββατο, δεν είναι η μοναδική της Αθήνας, που διατηρεί την emo αισθητική και συνεχίζει να ακούει θρυλικά συγκροτήματα της περιόδου. Ωστόσο η συγκεκριμένη μουσική φαινομενικά έχει εκλείψει σε ένα βαθμό με το πέρασμα των χρόνων, ενώ πολλοί νέοι, οι σημερινοί μιλένιαλς, σταμάτησαν να ισιώνουν τις φράντζες τους και να φοράνε μόνο ό,τι θεωρείται emo.
Εmo revival
«Μετά το 2010 η emo άρχισε να χάνει τη δύναμή της, με άλλα μουσικά είδη να έχουν τον πρώτο λόγο. Αν και δεν θεωρούνταν πλέον μέινστριμ, δεν πέθανε εντελώς. Καλλιτέχνες της γενιάς μου, που έχουμε παρόμοια μουσικά ακούσματα, παρατηρώ ότι κάνουν μουσική επηρεασμένη από την emo – είναι το λεγόμενο emo revival και βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη», μας λέει ο Νίκος Μπαλαντίνης, ενώ ο Κώστας Δημολίτσας σημειώνει ότι σήμερα αυτή η μουσική αποτελεί προϊόν νοσταλγίας για εκείνον. «Τα ακούσματά μου έχουν διευρυνθεί και έχουν αλλάξει κατά πολύ από τότε που ήμουν 15-16. Βλέπω όμως μία μικρή αναβίωση της σκηνής. Η Gen Z ανακαλύπτει αυτή την κουλτούρα με τον τρόπο της. Ωστόσο θεωρώ πως έχει παρέλθει ως μόδα και επανέρχεται περισσότερο ως σημείο αναφοράς σε μία εποχή».
Πράγματι, αν κάποιος σήμερα κάνει μία βόλτα στην πλατεία Συντάγματος ή στη Δεξαμενή, δύσκολο να συναντήσει κάποιο γκρουπ μαυροντυμένων με εκκεντρικό χτένισμα και μέικ απ, που να ακούει σε ηχεία κομμάτια των Tokio hotel. Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Μπαλαντίνης ως ένας από τους θιασώτες της emo μουσικής λέει ότι «η emo γνωρίζει μία αναπάντεχη αναβίωση από την καραντίνα και μετά. Ακόμα και ο πιο αισιόδοξος “elder emo” (όπως μας αποκαλεί η νέα γενιά) δεν θα το φανταζόταν. Σε αυτό έχει παίξει τεράστιο ρόλο το TikTok και άλλες πλατφόρμες που έκαναν πολλούς νέους να “ξεθάψουν” διαμαντάκια του τότε και να ταυτιστούν με τη μουσική και τους στίχους».

Μα πού είναι τέλος πάντων οι emo σήμερα αν όχι στις πλατείες; Πού μαζεύονται; Πού πήγαινε η παρέα που κατηφόριζε την Ακαδημίας εκείνο το βράδυ; αναρωτιέμαι. «Από τον Φεβρουάριο του 2024 και μετά διοργανώνω, με τους dj Axellae και Mike Α, τα λεγόμενα core πάρτι αλλά και τα emo nights, όπως έκανα το 2012-2019. Είναι ένας πόλος έλξης για τους εναπομείναντες φαν της γενιάς μου αλλά και για νεότερους, πολλοί από τους οποίους πρόσφατα ανακάλυψαν αυτόν τον κόσμο, τον λίγο ξεπερασμένο, όπως αρκετοί νομίζουν», απαντάει ο κ. Μπαλαντίνης και μας λέει ότι στα πάρτι του θα δεις κάθε ηλικία, από εφήβους μέχρι και 40ρηδες, με την Gen Z να παίρνει τη μερίδα του λέοντος.
«Το TikTok και άλλες πλατφόρμες έκαναν πολλούς νέους να “ξεθάψουν” διαμαντάκια τού τότε και να ταυτιστούν με τη μουσική και τους στίχους».
«Οταν ήμουν εγώ γύρω στα 20, δεν υπήρχε κάποιο μαγαζί που να παίζει αμιγώς emo μουσική. Αναγκαστικά, πηγαίναμε σε μεταλάδικα και γκοθάδικα με την ελπίδα να βάλει ένα – δυο κομμάτια. Υπήρχε μόνο ένα μέρος στο κέντρο, έμοιαζε σχεδόν με γκαρσονιέρα, που λειτουργούσε παράνομα. Εκεί μπορούσαμε να πάμε και να ακούσουμε όντως τη μουσική που μας αρέσει», μας λέει ο ίδιος και σημειώνει ότι «τα πάρτι που διοργανώνω έχουν πολύ μεγάλη απήχηση και προσελκύουν διαφορετικό κόσμο, μουσικά αλλά και ως στυλ. Η ίδια η emo μουσική το επιτρέπει αυτό, γιατί με το πέρασμα των χρόνων περικλείει μέσα της όλο και περισσότερα διαφορετικά είδη. Είναι ενωτική και αυτός είναι ένας από τους κύριους λόγους που την απολαμβάνω».

