Θα μπορούσε να ανήκει στην κατηγορία των γεγονότων που υποδεικνύουν μια «κατάσταση απελπιστική αλλά καθόλου σοβαρή». Αλλά, δυστυχώς, είναι απελπιστικά σοβαρή. Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ, σε άλλη μια «πρωτιά» για την ιστορία των ΗΠΑ, ανακοίνωσε ότι «ψηφίστηκε ομόφωνα» για τη θέση του προέδρου στο John F. Kennedy Memorial Center for the Performing Arts, γνωστό ως Kennedy Center: το εθνικό πολιτιστικό κέντρο των Ηνωμένων Πολιτειών, που βρίσκεται στην Ουάσιγκτον, DC, και είναι η επίσημη κατοικία της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας και της Εθνικής Οπερας της Ουάσιγκτον. «Είναι μεγάλη τιμή να είμαι πρόεδρος του Κένεντι, ειδικά με αυτό το καταπληκτικό συμβούλιο επιτρόπων. Θα κάνουμε το Kennedy Center ένα πολύ ιδιαίτερο και συναρπαστικό μέρος!» έγραψε στις 12 Φεβρουαρίου ο πρόεδρος, ο οποίος, κατά δήλωσιν του ιδίου, δεν έχει παρακολουθήσει ποτέ παράσταση του συγκεκριμένου οργανισμού: «Δεν ήθελα να πάω», είπε. «Δεν υπήρχε τίποτα που θα ήθελα να δω. Δεν μας άρεσε αυτό που έδειχναν και διάφορα άλλα πράγματα. Ετσι αναλάβαμε εμείς. Μια εντελώς νέα ομάδα ανθρώπων μπαίνει μέσα και θα είμαι ο πρόεδρός της», δήλωσε σε δημοσιογράφους στο Οβάλ Γραφείο. Οπως σημειώνουν αρθρογράφοι των NYT και της Washington Post, το διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου Κένεντι περιλάμβανε πάντα ένα διακομματικό πολιτικό στοιχείο, αλλά τώρα κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου ανήκει στο στρατόπεδο του Τραμπ και το ανασυγκροτημένο διοικητικό συμβούλιο περιλαμβάνει: την Ούσα Βανς, σύζυγο του αντιπροέδρου Βανς, την επικεφαλής του προσωπικού του Λευκού Οίκου Σούζι Γουάιλς και τη μητέρα της Σούζαν Σάμερολ, τον αναπληρωτή επικεφαλής του προσωπικού του Λευκού Οίκου Νταν Σκαβίνο, την Αλισον Λούτνικ, σύζυγο του υπουργού Εμπορίου Χάουαρντ Λούτνικ, τον διευθυντή του προεδρικού γραφείου προσωπικού του Τραμπ, Σέρτζιο Γκορ, και άλλους… ανάλογων προσόντων. Ως εκτελεστικό διευθυντή του οργανισμού, μια θέση που δεν υπήρχε πριν από τον διορισμό του, όρισε τον Ρικ Γκρενέλ, ο οποίος είχε διατελέσει υπηρεσιακός διευθυντής των εθνικών μυστικών υπηρεσιών (DNI) υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ το 2020. Το 2016, η εταιρεία του Γκρενέλ, «διεθνής συμβουλευτική στρατηγικής για τα μέσα ενημέρωσης και τις δημόσιες σχέσεις», παρείχε τις υπηρεσίες της στην ουγγρική κυβέρνηση του Βίκτορ Ορμπαν αλλά και, σύμφωνα με το CNN, σε «πελάτες» όπως το Ιράν, η Κίνα, το Καζακστάν.
Στο μεταξύ, ύστερα από έναν αιώνα, αφαιρείται το δικαίωμα της Ενωσης Ανταποκριτών Λευκού Οίκου να επιλέγει τους διαπιστευμένους συντάκτες, με τον έλεγχο της αίθουσας Τύπου να περνάει στην κυβέρνηση Τραμπ.
Ναι, όλα τα παραπάνω δεν εξυπηρετούν παρά μια διαπίστωση που επαναλαμβάνεται πλέον συχνά χρησιμοποιώντας τα ίδια, αλλά ιστορικά πολύτιμα, παραδείγματα, για να υπενθυμίσουν ότι η επιθυμία ελέγχου της κουλτούρας και των ΜΜΕ είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα των αυταρχικών καθεστώτων και η απαραίτητη συνθήκη για την επιβίωσή τους.
Μαοποίηση
Η αντιελιτίστικη, αντιαστική ρητορική του Μάο και η Πολιτιστική Επανάσταση της Κίνας αποτελεί καλύτερο μοντέλο για την κατανόηση της προσπάθειας του Τραμπ να καταλάβει την πολιτιστική εξουσία απ’ ό,τι εκείνη των ναζιστών στις δεκαετίες 1930 και 1940, έγραψε ο Φίλιπ Κένικοτ στην Washington Post και η Μελίσα Μακόλεΐ το είχε ήδη περιγράψει από το 2020, όταν μεταξύ άλλων ανέφερε: «Η μαοποίηση επιτρέπει στον πρόεδρο Τραμπ να κάνει ό,τι θέλει για τη δήθεν προώθηση του “συντηρητισμού”, ενός όρου που, όπως και ο “κομμουνισμός” στη σημερινή Κίνα, καθίσταται όλο και πιο ανούσιος, καθώς δεν εξισώνεται με τίποτα περισσότερο από την κομματική εξουσία και την πίστη στον ανώτατο ηγέτη».
Αλλά δράσεις όπως η ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ του Kennedy Center και φράσεις του όπως «Αυτό θα σταματήσει!» αναφερόμενος σε μια (!) παράσταση drug που φιλοξενήθηκε στο Κέντρο και σε ένα δημοφιλές παιδικό μιούζικαλ που παρήγαγε το Κέντρο και διερευνούσε θέματα αυτογνωσίας, κοινά για την κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ, παραπέμπουν ευθέως στη δεκαετία του 1930, όταν το ενδιαφέρον των μοντερνιστών για την πρωτόγονη τέχνη των μη ευρωπαϊκών πολιτισμών, τα αυθόρμητα σχέδια που έμοιαζαν με παιδικές ζωγραφιές και η εικαστική αποτύπωση φαντασιώσεων ψυχικά ασθενών χαρακτηρίζονταν διανοουμενίστικα, ελιτίστικα, ξένα προς τις εθνικές αξίες και τελικά απαγορεύονταν ως εκφυλισμένη τέχνη από τους ναζί, καταφέρνοντας να περάσουν τα μηνύματα κατά Εβραίων, Ρομά, ομοφυλόφιλων, δημοκρατικών, νοητικά άρρωστων. «Ο μοντερνισμός, που φαινόταν να υποστηρίζεται από μια ανεύθυνη πολιτιστική κουλτούρα, έπρεπε να αποκαλυφθεί ως απτή απάτη με σκοπό να μπερδέψει τον γερμανικό λαό», υπογραμμίζει η Στέφανι Μπάρον στο βιβλίο της «Degenerate art: the fate of the avant-garde in Nazi Germany». Οπως το γουόκ και η συμπερίληψη (DEI), των οποίων τις ενοχλητικές πράγματι ακρότητες για πολλούς εκμεταλλεύθηκαν αυταρχικοί ηγέτες όπως ο Πούτιν, η προεκλογική ρητορική και τελικώς η δυστοπία Τραμπ, υπονομεύοντας έτι περαιτέρω αυτό που στην πραγματικότητα σημαίνουν: Επαγρυπνώ για το κοινό καλό, νοιάζομαι για τους αδύναμους. Και αν αυτό ακούγεται βαρύγδουπο, ας σκεφτούμε ότι, όπως έγραψε σε ανάρτηση στο FB ο Λεωνίδας Ηρακλειώτης, καθηγητής Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο Loyola στο Σικάγο: «Οι ράμπες στα πεζοδρόμια είναι συμπεριληπτικότητα επειδή δίνουν σε ΑμεΑ συνανθρώπους μας πρόσβαση στην ίδια καθημερινότητα μ’ εμάς. Οι τουαλέτες για ΑμεΑ, το ίδιο. Οι υπότιτλοι στις ξένες ταινίες από την εποχή της ΥΕΝΕΔ και της ΕΙΡΤ είναι συμπεριληπτικότητα επειδή τις έκαναν προσβάσιμες σε ευρύτερο κοινό. Τα σκυλιά-οδηγοί στα μουσεία είναι συμπεριληπτικότητα. Ο ανελκυστήρας στην Ακρόπολη είναι συμπεριληπτικότητα. Οι ηχητικές αναγγελίες αφίξεων στα τρένα και στο μετρό, και οι οθόνες με τις ίδιες πληροφορίες είναι συμπεριληπτικότητα. Τα κίτρινα πλακίδια στα πεζοδρόμια με τις διαγραμμίσεις είναι συμπεριληπτικότητα. Τι πρόβλημα έχετε με τη συμπεριληπτικότητα;». Και με αυτά τα «απλά» καταλαβαίνουμε τη δυστοπία που ελλοχεύει στην προπαγάνδα της απολυταρχίας… απ’ όπου κι αν προέρχεται. Ή μήπως όχι;

