το-relic-θα-είναι-πάντα-εδώ-563503369

Το «Relic» (θα) είναι πάντα εδώ

Η υβριδική φιγούρα του Ευριπίδη Λασκαρίδη γίνεται δέκα ετών και συνεχίζει ακάθεκτη με πρώτο σταθμό τη Στέγη!

Τι σχέση μπορεί να είχαν οι «Ντιουκς» και η «Δυναστεία» με το «Relic» του Ευριπίδη Λασκαρίδη και της ομάδας Osmosis; «Αναζητούσα τίτλους που να περιέχουν έναν ολόκληρο κόσμο, όπως τα σίριαλ που βλέπαμε μικροί», εξηγεί ο δημιουργός που μας εξοικείωσε πριν από δέκα χρόνια με ένα αταξινόμητο είδος θεάματος που συνδύαζε την περφόρμανς, τον χορό, το λαϊκό θέατρο. Τελικά τη λύση την έδωσε ένας αρχαιολογικός όρος, το απολίθωμα, το λείψανο στα αγγλικά, αυτό που έχει απομείνει από το παρελθόν και «μπερδεύεται» με το τώρα. 
To «Relic» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά μέσω της πλατφόρμας σύγχρονου χορού Aerowaves στη Βαρκελώνη το 2015, με τον ισπανικό Τύπο να επευφημεί τη δουλειά του Ελληνα ερμηνευτή, χαρακτηρίζοντας το σπονδυλωτό έργο «αναρχικό». Την ίδια χρονιά παρουσιάστηκε στην Αθήνα σε συμπαραγωγή με το Φεστιβάλ Αθηνών και επέστρεψε έπειτα από μια διεθνή διαδρομή στο 7o Φεστιβάλ Νέων Χορογράφων το 2020 στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Από εκεί θα ξεκινήσει σε λίγες μέρες μια τελευταία –ίσως– παγκόσμια περιοδεία με αφορμή την επέτειο των δέκα του χρόνων.  

«Η αλήθεια είναι πως το έργο αυτό δεν σταμάτησε ποτέ να παίζεται· συνεχίζει απρόσκοπτα την πορεία του στον χρόνο, στέκεται δίπλα στα άλλα έργα που γεννήθηκαν μετά από αυτό, τους Τιτάνες, το Elenit, την Τourné, τις Κάμαρες, το Lapis Lazuli και λειτουργεί σαν υπενθύμιση. Σαν κάψουλα που περιλαμβάνει την πρώτη ύλη από την οποία βγαίνουν και όλα τα άλλα», μας λέει ο δημιουργός του.
Ως ιδέα βέβαια το έργο είχε αρχίσει να δουλεύεται πολύ νωρίτερα από την παγκόσμια πρεμιέρα η «ανοικονόμητη» και ακαθόριστου φύλου φιγούρα είχε στριμωχτεί για πρώτη φορά στο μικρό στούντιο που διατηρούσε ο Λασκαρίδης στην οδό Θέκλας το 2012. Με μια πρώτη ματιά έφερνε στον νου υπέρβαρες γυναίκες που θεωρούν κομψό να κρατούν mini pochette ή να φορούν μπολερό, που σε πιέζουν στα τοιχώματα του ασανσέρ χωρίς να το υποπτεύονται πως προκαλούν ασφυξία. Μόλις το αντιληφθούν, ντρέπονται φρικτά αλλά δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούν να κάνουν για αυτό. Η παρουσία αυτής της αδιανόητης μορφής προκαλούσε νευρικά γέλια πριν ακόμα περιηγηθεί στον χώρο. «To έργο αυτό ήρθε σε μια δύσκολη περίοδο για μένα, ήταν η στιγμή μιας δύσκολης απόφασης. Συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν στο θέατρο, χωρίς να αντλώ ευχαρίστηση από όσα έκανα. Υπήρχε μια διαρκής γκρίνια. Δεν μου έδιναν χώρο για όσο διάστημα ήθελα, δεν με άκουγαν οι ηθοποιοί και αν συνεργαζόμουν με άλλο σκηνοθέτη –πλην του Δημήτρη Παπαϊωάννου– ένιωθα ότι δεν μπορούσα να επικοινωνήσω, δεν συντονιζόμασταν. Είχα απογοητευτεί, σκεφτόμουν ότι κάποτε είχα δώσει μια μάχη για να ασχοληθώ με την τέχνη – προοριζόμουν για αρχιτέκτονας και όταν τελικά άλλαξα γνώμη δεν ήταν ανώδυνο. Το στοίχημα για μένα, λοιπόν, ήταν να φτιάξω ένα έργο όπως το φαντάζομαι, που θα είχε σαν πυρήνα την ατόφια χαρά, αυτήν που είχα βιώσει όταν ανακάλυψα το θέατρο στην έκτη δημοτικού, με δασκάλα τη Μαρία Χρυσομάλλη-Καντζουράκη. Ή θα γινόταν έτσι ή θα άλλαζα ρότα και θα χτυπούσα την πόρτα του αρχιτεκτονικού γραφείου του πατέρα μου και θα του πρότεινα να με πάρει βοηθό. Η φάση ήταν ή ταν ή επί τας. Ημασταν και μέσα στην κρίση, δεν υπήρχε τηλεόραση, δεν χτυπούσαν τα τηλέφωνα, είχαν πάψει οι σειρήνες και έμοιαζε η ιδανική συνθήκη για να δημιουργήσω κάτι χωρίς ενδιάμεσους». 

Τις σκέψεις του τις εκμυστηρεύτηκε πρώτα στον Δημήτρη Παπαϊωάννου και εκείνος του απάντησε ότι αν έχει σκοπό να το προχωρήσει, πρέπει να του φτιάξει το κοστούμι ο Αγγελος Μέντης. Εκανε ένα σχέδιο στον Αγγελο και ξεκίνησαν να ράβουν τα πόδια και να σκέφτονται τα λεπτά τακουνάκια πάνω στα οποία θα στηριζόταν αυτή η ασυγκράτητη από κάθε άποψη περσόνα. Η περιγραφή ήταν αυτή ενός ευτραφούς πλάσματος με ψυχή περιστεριού. «Η μορφή αυτή περνάει ξυστά από τα έπιπλα και τα αντικείμενα και θαρρεί πως είναι αέρας, συλφίδα, ενώ στην πραγματικότητα τα παίρνει όλα σβάρνα. Γυρίζει απότομα, κοιτάζει με έκπληξη, προσπαθεί να ζητήσει συγγνώμη. Αυτά θυμάμαι πως είχα πει, αυτά θα έλεγα και σήμερα». 

Το «Relic» (θα) είναι πάντα εδώ-1
«Η μορφή αυτή περνάει ξυστά από τα έπιπλα και τα αντικείμενα και θαρρεί πως είναι αέρας, συλφίδα, ενώ στην πραγματικότητα τα παίρνει όλα σβάρνα. Γυρίζει απότομα, κοιτάζει με έκπληξη, προσπαθεί να ζητήσει συγγνώμη. Αυτά θυμάμαι πως είχα πει, αυτά θα έλεγα και σήμερα», αναφέρει ο Ευριπίδης Λασκαρίδης για το (ηλικίας δέκα ετών πλέον) δημιούργημά του, που επιστρέφει στη Στέγη για το ξεκίνημα μιας τελευταίας –ίσως– παγκόσμιας περιοδείας. Φωτ. MILTOS ATHANASIOU_2

Ωστόσο, η φιγούρα δεν περιορίζεται στις «σονσόν συμπεριφορές», όπως επισημαίνει ο ταλαντούχος περφόρμερ, στη συνέχεια ξεφεύγει, χτυπάει, καπνίζει σαν φουγάρο, παραπέμπει σε κομπέρ επαρχιακού τσίρκου, προκαλεί τον κόσμο, μοιάζει να δίνει ένα άλλο σκετς. «Σκέφτομαι ότι η βάση των έργων μου είναι το λαϊκό θέαμα. Θέλω, δηλαδή, να πω ότι υπάρχει πάντα από πίσω ένας καραγκιόζης, ένα πανηγύρι, ένα θέατρο σχεδόν μεσαιωνικού δράματος που έβγαιναν τα μπουλούκια με τους γκροτέσκους χαρακτήρες, με τους φαλλούς και με όλα αυτά και ότι ίσως ένας από τους λόγους που λειτουργεί κάτι τόσο παράδοξο σε διεθνές επίπεδο, είναι ότι η βάση του είναι λαϊκή».

Το «Relic» (θα) είναι πάντα εδώ-2

Το πέρασμα του χρόνου

Πώς όμως μεγαλώνει αυτή η μορφή που κολυμπάει στο τρυφερό και το γελοίο, πώς θα τη βρουν τα δέκα της γενέθλια; Μήπως έχει γίνει πιο επιρρεπής στις ζημιές; Πιο οξύθυμη; Μήπως παραπατάει περισσότερο; Εχει παχύνει;  
Ο Ελληνας χορογράφος με διαβεβαιώνει πως το πλάσμα που γέννησε η φαντασία του είναι αιώνιο. Μεγαλώνει, ωστόσο, ο ίδιος, δυσκολεύεται, ίσως, περισσότερο με το σφιχτό, κλειστοφοβικό κοστούμι, ωριμάζει, όμως, και το χιούμορ. Διαπιστώνει ότι αυτό που πριν έμοιαζε ανήκουστο στο κοινό, πλέον είναι σχεδόν αναμενόμενο. Σαν να έχει ποτίσει τη φαντασία τους αυτή η αισθητική. «Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι έχουν γίνει βήματα στις παραστατικές τέχνες. Πριν από 10-12 χρόνια, άντε να έβλεπες έναν Αντώνη Φωνιαδάκη στα διεθνή φεστιβάλ ή τους Blitz και εκεί νομίζω σταματούσε η ελληνική εκπροσώπηση. Πλέον, εκτός από τον Παπαϊωάννου –που ανήκει στους πιο επιδραστικούς σύγχρονους δημιουργούς, δίπλα στον Καστελούτσι και τον Γουίλσον–, συναντάς τον Γιάννη Μανταφούνη, την Πατρίσια Απέργη, τον Χρήστο Παπαδόπουλο, τον Μάριο Μπανούσι, την Ιωάννα Παρασκευοπούλου, τη Χαρά Κότσαλη. Η περίπτωσή μας παρουσιάζει κάποιες ενδιαφέρουσες αναλογίες με άλλες χώρες που βίωσαν μια άνθηση στις παραστατικές τέχνες. Για παράδειγμα, στο Βέλγιο, σε μια διαφορετική ιστορική στιγμή, εμφανίστηκε ένα κύμα δημιουργών όπως η Αν Τερέζα Ντε Κεερσμάκερ, ο Αλέν Πλατέλ (C de la B), οι Ultima Vez, ο Σίντι Λάρμπι Τσερκάουι, οι Peeping Tom. Εκεί το κράτος αναγνώρισε αυτή τη δυναμική και στήριξε συστηματικά την εξωστρέφειά τους. Ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός, και ιδιαίτερα στον τομέα των μη λεκτικών παραστατικών τεχνών, έχει ένα πολύ σημαντικό ρόλο αυτή τη στιγμή στη διεθνή σκηνή. Και είναι σχεδόν αστείο το γεγονός ότι πρέπει να το επισημάνουμε εμείς οι ίδιοι για τον εαυτό μας».

Το «Relic» (θα) είναι πάντα εδώ-3
«Tο έργο αυτό δεν σταμάτησε ποτέ να παίζεται· στέκεται δίπλα στα άλλα, τους Τιτάνες, το Elenit, την Τourné, τις Κάμαρες, το Lapis Lazuli, σαν κάψουλα που περιλαμβάνει την πρώτη ύλη από την οποία βγαίνουν και όλα τα άλλα», λέει ο Ευριπίδης Λασκαρίδης. Φωτ. ΣΤΕΓΗ/ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ

Σε ρόλο σκηνοθέτη

Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να αναλάβει να χορογραφήσει μια ξένη ομάδα ή αν φαντάζεται κάποιον άλλο να ερμηνεύει τον κεντρικό ρόλο στα δικά του έργα. «Μου έχει προταθεί στο παρελθόν αλλά αρνήθηκα γιατί δεν υπήρχε χρόνος. Εγώ δεν μπορώ μέσα σε τέσσερις μήνες να δουλέψω τα δικά μου έργα, πόσο μάλλον να γνωρίσω ένα ξένο σχήμα και να τους μεταφέρω την οπτική μου. Ωστόσο, βγαίνοντας περισσότερο εκτός σκηνής στα τελευταία έργα και οργανώνοντας τη δράση από την πλατεία, βλέπω πως είναι κάτι που με ερεθίζει δημιουργικά. Επίσης, το να δω κάποιον άλλον να ερμηνεύει τους χαρακτήρες στα δικά μου έργα, είναι κάτι που με ιντριγκάρει πολύ. Βέβαια, πρέπει να “γαργαλά” και τον ερμηνευτή σήμερα να το δοκιμάσει. Νιώθω πως θα ήταν ένα άλλο σώμα, με διαφορετική ενέργεια και φαντασία και όλο αυτό θα απέφερε μια ξεχωριστή ερμηνεία. Αυτό μου φαίνεται πιο σωστό και ενδιαφέρον από το να προσπαθήσω να διατηρήσω όλα όσα έκανα εγώ. Ξέρεις, η Πίνα Μπάους είχε φοβερή μανία, κρατούσε πολύ λεπτομερείς σημειώσεις για κάθε σκηνή στα ντοσιέ της, έμοιαζαν με αυτούς τους παλιούς τηλεφωνικούς καταλόγους που είχαν τις εγκοπές. Μπορούσες δυνητικά να πάρεις τα βίντεο και τις σημειώσεις και να πας να ξανακάνεις τη χορογραφία. Πώς καταγράφεις όμως ένα έργο, πώς το διατηρείς ζωντανό; Είναι και κάποια έργα που μοιάζουν να έχουν ένα κλειδί, μπορούν να σταθούν σε κάθε εποχή».

Το «Relic» (θα) είναι πάντα εδώ-4

Λόγω σκηνικής γλώσσας ή μηνυμάτων, ρωτάω. Τα «ανοιχτά» έργα, υποστηρίζει, μπορούν να εμπνεύσουν πολλές συζητήσεις. «Μου λένε συχνά πως και στα έργα μου υπάρχουν μηνύματα, όχι γιατί το επιδιώκω στις πρόβες, αλλά μάλλον γιατί και ο ίδιος αγωνιώ για κάποια πράγματα. Συζητώ με τους φίλους μου, διαβάζω, ενημερώνομαι, παρακολουθώ και προσπαθώ να καταλάβω τον παλμό, τη σύγχρονη Ιστορία, το παρελθόν μας, το πού μπορεί να πηγαίνουμε. Οι ανησυχίες, είτε αφορούν την άνοδο της άκρας Δεξιάς είτε τον πλανήτη και την οικολογία, τη woke agenda, τα gender issues, θα βρουν τρόπο να εισρεύσουν στο έργο, χωρίς να μπαίνω στην πρόβα με στόχο να μιλήσω για αυτά. Εμένα με ευνουχίζει μια τέτοια διαδικασία, με ξενερώνει το να πρέπει να κάνω ένα έργο για να σχολιάσω τον Τραμπ. Δεν μου αρέσει να κουνάω το δάχτυλο, θέλω όταν μιλάω να φτάνει ο ήχος στα αυτιά σου περισσότερο σαν ερώτημα παρά σαν απάντηση». 

«Relic»: Από 13 έως 22/3, Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και 2 έως 5/4 Coronet Theatre, Λονδίνο. 

____________________________________________________________________________

Κεντρική φωτό: ANDREAS SIMOPOULOS
 

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT