Στην περιοχή των ανακτόρων, επί της οδού Βασιλέως Γεωργίου, ο δρόμος είναι γεμάτος κομψές πολυκατοικίες του 20ού αιώνα, καλά φροντισμένες, που προσδίδουν μια άλλη διάσταση, υψηλής αισθητικής, σε σύγκριση με άλλες περιοχές του κέντρου. Αν και τα περισσότερα από τα διαμερίσματα που κρύβονται πίσω από τις μίνιμαλ, με εμφανή στοιχεία πολυτέλειας, προσόψεις αυτών των κτιρίων είναι κατοικήσιμα σπίτια, στην πολυκατοικία του αριθμού Β10 υπάρχει ένας χώρος που στεγάζει μια γκαλερί διεθνούς σημασίας, με μεγάλη ιστορία στον χώρο της σύγχρονης τέχνης.
Ο γνωστός γκαλερίστας Μάικλ Βέρνερ ίδρυσε το 1963 την ομώνυμη «Michael Werner Gallery» στο Βερολίνο, με την πρώτη ατομική έκθεση του περίφημου νεοεξπρεσιονιστή Γκέοργκ Μπάζελιτς, διατηρώντας από τότε μέχρι και σήμερα έναν εντυπωσιακό κατάλογο καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων βρίσκονται οι Μάρσελ Μπροτάρς, Ενρίκο Ντέιβιντ, αλλά και εμβληματικά έργα σπουδαίων Ευρωπαίων δημιουργών, όπως αυτά του Φράνσις Πικάμπια και του Σίγκμαρ Πόλκε.

Σταδιακά η γκαλερί, έχοντας εδραιωθεί ως ένας θεμέλιος λίθος των πολιτιστικών πραγμάτων της Γερμανίας, άρχισε να εξαπλώνεται στα μεγαλύτερα κέντρα τέχνης παγκοσμίως, εγκαινιάζοντας το πρώτο παράρτημα στη Νέα Υόρκη το 1990. Επειτα από 22 χρόνια εμφανίστηκε στο Λονδίνο, ενώ τον Μάιο του 2024, λίγο πριν από τα εγκαίνια του παραρτήματος στο Λος Αντζελες, ήρθε και στην Αθήνα ύστερα από προτροπή του σημερινού της διευθυντή και συμβούλου τέχνης Μάξιμου Στεργίου. «Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η Ελλάδα και συγκεκριμένα η πόλη μας αποτελεί πλέον στοιχείο αυτού του διεθνούς πολιτιστικού χάρτη για τη σύγχρονη τέχνη», λέει ο ίδιος στην «Κ» και τονίζει πως η «Michael Werner» άνοιξε στην Αθήνα σε μια κομβική περίοδο, καθώς παρατηρήθηκε ανάπτυξη του συλλεκτικού κόσμου, αλλά και μεγαλύτερη εξωστρέφεια των φορέων που ασχολούνται με την τέχνη και τα εικαστικά.
«Συνεργαζόμουν, μεταξύ άλλων, με τη “Michael Werner” αλλά και με Ελληνες συλλέκτες, που ήδη γνώριζαν τις ομώνυμες γκαλερί του εξωτερικού. Το γεγονός ότι πλέον βρίσκεται και εδώ, βοήθησε στο να γνωρίσει ακόμη μεγαλύτερο μέρος του κοινού στην Ελλάδα, εμβληματικά έργα δημιουργών, που αυτή τη στιγμή καθορίζουν την ευρωπαϊκή αλλά και παγκόσμια εικαστική σκηνή», αναφέρει ο κ. Στεργίου, ενώ παράλληλα θεωρεί πως είναι και μια ευκαιρία για όσους δεν επισκέπτονται συχνά φουάρ τέχνης, όπως εκείνη της Βασιλείας, να δουν έργα και εκθέσεις αντιστοίχου επιπέδου, κάτι που αποτελεί μία από τις προκλήσεις αλλά και βασικές επιδιώξεις του αθηναϊκού παραρτήματος.
Η πρώτη γνωριμία

Τα εγκαίνια στο διαμέρισμα της Βασιλέως Γεωργίου πραγματοποιήθηκαν με την ομαδική έκθεση «Accrochage», που περιλάμβανε ζωγραφικούς πίνακες και γλυπτά 20 καλλιτεχνών, τα οποία παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Οσοι επισκέφθηκαν πέρυσι την γκαλερί, θαύμασαν από κοντά το «SS Booker T. Washington» του Χάρβιν Αντερσον, το «Ein Vogel (A Bird)», του Μπάζελιτς, ένα μπρούντζινο γλυπτό του Ενρίκο Ντέιβιντ, που συνομιλούσε με έργα των Περ Κίρκεμπι, Ιζι Γουντ και Μάρκους Λούπετρζ, αλλά και το δυστοπικό σύμπαν του Φλόριαν Κρούιερ, μέσα από το έργο «Whisper». Οπως μας λέει ο Μάξιμος Στεργίου, «επιλέχθηκαν έργα σχεδόν από όλους τους καλλιτέχνες μας, με σκοπό ο επισκέπτης να αποκτήσει μια πρώτη σφαιρική άποψη του προγράμματος της γκαλερί, το οποίο χωρίζεται σε δύο μέρη: ιστορικοί δημιουργοί που δεν βρίσκονται πια εν ζωή και σύγχρονοι».
Αν κάποιος ρίξει μια ματιά στη διαδρομή της «Michael Werner» όλα αυτά τα χρόνια, εύκολα θα διαπιστώσει ότι οι εκθέσεις που παρουσιάζονται σε κάθε ένα από τα παραρτήματα ακολουθούν μία κοινή λογική, με τους καλλιτέχνες να μη διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Παρ’ όλα αυτά ο επικεφαλής της στην Αθήνα αναφέρει ότι «αν και δεν κάνουμε κάτι διαφορετικό –προς το παρόν– από την γκαλερί στο Βερολίνο, για παράδειγμα, υπάρχουν κάποιες σκέψεις για νέες ομαδικές εκθέσεις που ενδεχομένως θα περιλαμβάνουν έργα Ελλήνων καλλιτεχνών, κυρίως της γενιάς 1960-1980, τα οποία θα συνομιλούν φυσικά με αντίστοιχα ξένων».
Οι πρόσφατες εκθέσεις

Η δεύτερη έκθεση που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα ήταν η ατομική της Πολωνής καλλιτέχνιδος Μπάρμπαρα Βεσολόφσκα με τίτλο «Faithfully Represented», η οποία ολοκληρώθηκε στα τέλη Φεβρουαρίου. Περιελάμβανε έργα που απέπνεαν κάτι σκοτεινό και αλλόκοτο, σε μια προσπάθειά της να πειραματιστεί με φροϋδικές έννοιες και συμβολισμούς από το πεδίο της ψυχανάλυσης, δημιουργώντας μία έντονη αντίθεση με τον φωτεινό εκθεσιακό χώρο.
Ομαδικές εκθέσεις, που «ενδεχομένως θα περιλαμβάνουν έργα Ελλήνων καλλιτεχνών, κυρίως της γενιάς 1960-1980», είναι το πρότζεκτ που εξετάζει για το μέλλον η γκαλερί «Michael Werner».
Η πρακτική της Βεσολόφσκα διαμορφώθηκε και επηρεάστηκε, επίσης, σε μεγάλο βαθμό από την αρχιτεκτονική, τα χρώματα αλλά και τα έργα των πολωνικών γοτθικών εκκλησιών, τις οποίες επισκέπτονταν ως παιδί. Στόχος της μέσα από τη συγκεκριμένη έκθεση ήταν να μεταμορφώσει αιθέρια, υπερβατικά στοιχεία και ονειρικές εικόνες σε κάτι απτό, αποτυπώνοντάς τα στους πίνακές της, μέσω της μεικτής τεχνικής που ακολουθεί. «Μία από τις επιδιώξεις μας είναι να παρουσιάζουμε επίσης διαφορετικές και αναπάντεχες θεματικές, που ίσως κρύβουν ενδιαφέρουσες ιστορίες για το ελληνικό κοινό», μας λέει ο διευθυντής της γκαλερί, καθώς συζητάμε για τη συγκεκριμένη έκθεση.
Σαν μια συνέχεια του «Faithfully Represented» έρχεται και το «Thief», η νέα ατομική έκθεση της Ραφαέλα Σιμόν, που εγκαινιάστηκε χθες το απόγευμα και αποτελεί την πρώτη παρουσίαση σειράς έργων της καλλιτέχνιδος στην Ελλάδα. Περιλαμβάνει τόσο ζωγραφικά όσο και γλυπτικά έργα, τα οποία περιπλέκουν το παραστατικό με το αφηρημένο, δίνοντας ένα σημαντικό δείγμα του καλλιτεχνικού σύμπαντος της Γερμανίδας δημιουργού.

Η γκαλερί επεκτείνει τις δραστηριότητές της και πέρα από την απλή επίσκεψη, καθώς στο πλαίσιο της έκθεσης, όπως μας λέει ο Μάξιμος Στεργίου, θα πραγματοποιηθούν και ομιλίες από διακεκριμένους ακαδημαϊκούς από τον χώρο της φιλοσοφίας και της τέχνης, μιλώντας για θέματα των επιστημονικών τους πεδίων, τα οποία άπτονται των αναφορών της Σιμόν. Η πρώτη συζήτηση προβλέπεται για τις 22 Μαρτίου, με ομιλητές που θα ανακοινωθούν σύντομα στον διαδικτυακό ιστότοπο της «Michael Werner», με απαραίτητη την προκράτηση θέσης λόγω του περιορισμένου χώρου.
Γιατί σε διαμέρισμα;
Μία αίθουσα τέχνης τέτοιου βεληνεκούς είναι πιο σύνηθες να επιλέγει χώρους σημαντικά μεγάλων διαστάσεων, που δεν βρίσκονται σε πολυκατοικίες. Ωστόσο, ο κ. Στεργίου εξηγεί ότι σε αντίθεση με αντίστοιχες περιπτώσεις, η λογική τους είναι ακριβώς το να στεγάζεται σε κατοικήσιμα διαμερίσματα, τα οποία βρίσκονται σε όμορφες αστικές περιοχές μεγάλων πόλεων. «Και στο Λονδίνο και στο Λος Αντζελες οι επισκέψιμες αίθουσες της γκαλερί είναι σε διαμερίσματα. Ετσι ο καθένας μπορεί να δει ένα έργο μέσα στον χώρο όπου θέλει να το τοποθετήσει», μας λέει ο ίδιος και συμπληρώνει ότι αυτή η επιλογή προσδίδει αυτομάτως κάτι πιο οικείο και φιλόξενο, βασική επιδίωξη της «Michael Werner».
«Και στο Λονδίνο και στο Λος Αντζελες οι επισκέψιμες αίθουσες της γκαλερί είναι σε διαμερίσματα. Ετσι, καθένας μπορεί να δει ένα έργο μέσα στον χώρο όπου θέλει να το τοποθετήσει», εξηγεί ο Μάξιμος Στεργίου.
Η νέα έκθεση «Thief» της Ραφαέλα Σιμόν εγκαινιάστηκε χθες και είναι ανοιχτή για το κοινό.

