Υπόκωφη ένταση

Γνώρισα την Κλερ Κίγκαν (γενν. 1968), όπως και πολλοί άλλοι στον τόπο μας, στα τέλη του 2022, με τα «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου, Μεταίχμιο – το βιβλίο είχε εκδοθεί στα αγγλικά μόλις τον προηγούμενο χρόνο, 2021)

υπόκωφη-ένταση-563496100 Η Κλερ Κίγκαν έχει τη δική της φωνή, τον δικό της τρόπο να βλέπει τον κόσμο και να κατανοεί την πολυπλοκότητα και αντιφατικότητα του ανθρώπινου ψυχισμού, με τα καταχωνιασμένα αισθήματα.
Η Κλερ Κίγκαν έχει τη δική της φωνή, τον δικό της τρόπο να βλέπει τον κόσμο και να κατανοεί την πολυπλοκότητα και αντιφατικότητα του ανθρώπινου ψυχισμού, με τα καταχωνιασμένα αισθήματα.

Γνώρισα την Κλερ Κίγκαν (γενν. 1968), όπως και πολλοί άλλοι στον τόπο μας, στα τέλη του 2022, με τα «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου, Μεταίχμιο – το βιβλίο είχε εκδοθεί στα αγγλικά μόλις τον προηγούμενο χρόνο, 2021). Μέχρι τότε δεν ήξερα τίποτε γι’ αυτήν. Το βιβλίο με ενθουσίασε, αλλά και με ξάφνιασε: από πού βγήκε αυτό το διαμάντι; Από πού μας ήρθε; Ηταν ένα τυχαίο επίτευγμα; Μια στιγμή δωρεάς που συμβαίνει μία φορά και δεν ξανασυμβαίνει; Ενας διάττων; Διάβασα κατόπιν και τα άλλα δύο μικρά βιβλία της, με τη σειρά που βγήκαν στα ελληνικά από τον ίδιο εκδότη και την ίδια μεταφράστρια, την επόμενη χρονιά, το 2023 («Τα τρία φώτα» και «Πολύ αργά πια») και η απορία μου μετριάστηκε ασφαλώς αλλά παρέμεινε. Οταν δεν έχεις στα χέρια σου ικανή συγγραφική ύλη, δεν μπορείς να βγάλεις σίγουρα συμπεράσματα για έναν συγγραφέα. Η απορία λύθηκε οριστικά με την «Ανταρκτική» (Μεταίχμιο, 2024), την πρώτη συλλογή διηγημάτων της, που εκδόθηκε το 1999, όταν η συγγραφέας ήταν στα τριάντα της, ενώ ορισμένα διηγήματά της είχαν πρωτοδημοσιευθεί δύο-τρία χρόνια νωρίτερα. Η «Ανταρκτική», ωστόσο, δεν είναι διόλου πρωτόλειο. Αν το διήγημα είναι η μεγάλη τέχνη του υπαινιγμού, της λεπτής πινελιάς, της αποσιώπησης, η Κίγκαν την έχει κατακτήσει αυτή την τέχνη ήδη στην πρώτη συλλογή της, και θα την κορυφώσει στα «Μικρά πράγματα» και στα «Τρία φώτα». Εχει βρει εξαρχής τη δική της φωνή, τον δικό της τρόπο να βλέπει τον κόσμο και να κατανοεί την πολυπλοκότητα και αντιφατικότητα του ανθρώπινου ψυχισμού, με τα καταχωνιασμένα αισθήματα.

Αν το διήγημα είναι η μεγάλη τέχνη του υπαινιγμού, της λεπτής πινελιάς, της αποσιώπησης, η Κίγκαν την έχει κατακτήσει.

Μακάρι να είχα εδώ τον χώρο να σχολιάσω ένα ένα όλα τα διηγήματα, να εξηγήσω τι μου άρεσε, να σταθώ σε λεπτομέρειες, να εκφράσω τις απορίες μου, να αναφωνήσω τον ενθουσιασμό μου. Θα περιοριστώ εξ ανάγκης στα δύο πρώτα, γιατί δεν θέλω να διαλέξω. Στο πρώτο, την «Ανταρκτική», το διήγημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή, μια ευτυχισμένη στον γάμο της γυναίκα αναρωτιέται μια μέρα πώς θα ένιωθε να κοιμόταν με κάποιον άλλον άνδρα, και το αποφασίζει, σίγουρη ότι θα απογοητευθεί (σ. 11). Εκανε πράγματι αυτό που ήθελε και ετοιμάζεται να γυρίσει στον άνδρα της, τον βλέπει ήδη να την περιμένει στην είσοδο. «Ενιωθε καθαρή, είχε ένα αίσθημα πληρότητας και ζεστασιάς· το μόνο που ήθελε ήταν να πάρει έναν υπνάκο στο τρένο» (σ. 30). Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν έτσι και βρέθηκε τελικά δεμένη στο ερωτικό κρεβάτι με χειροπέδες και ένα πανί να της κλείνει το στόμα. Την κυριεύει φόβος, ο οποίος γίνεται τρόμος, και μετά τίποτε. Τίποτε δεν έχει σημασία. Μπορεί να μην τη βρουν ποτέ, μπορεί να μην ξαναδεί τα παιδιά της και τον άνδρα της, αλλά δεν έχει σημασία. Σκέφτεται μόνο την Ανταρκτική και τους εξερευνητές που χάθηκαν εκεί και τους βρήκαν, χρόνια αργότερα, πεθαμένους. Και σκέφτεται την Κόλαση και την αιωνιότητα. Πώς αυτό; Το πρώτο βράδυ που έχει πάει στο σπίτι του άγνωστου εραστή της η συζήτηση ήρθε στην Κόλαση. Του διηγήθηκε ότι μικρή που πίστευε στην Κόλαση –τώρα πια όχι– τη φανταζόταν σαν ένα παγωμένο μέρος. Το διήγημα δεν είναι ηθικοδιδακτικό, οπότε –αναρωτιέμαι– τι μπορεί να σημαίνει ότι η γυναίκα αυτή τις τελευταίες(;) ώρες της ζωής της σκέφτεται την Κόλαση και την αιωνιότητα; Την αιωνιότητα της Κόλασης; Δεν ξέρω τι σημαίνει για εκείνην, αλλά αυτή είναι η πιο τρομακτική εικόνα της Κόλασης που έχω διαβάσει: παγωνιά, πολική παγωνιά, και μοναξιά! Να πεθαίνεις μόνος και αβοήθητος στην Ανταρκτική, στην οποιαδήποτε Ανταρκτική της ζωής! Το διήγημα, θέλω να πω, δεν είναι ένα απλό διήγημα συζυγικής απιστίας.

Αγάπη

Στο δεύτερο διήγημα, «Αγάπη μες στα αγριόχορτα», η Κορντέλια ζει μόνη σε ένα περιβόλι με μηλιές, κοντά στο χωριό. Ο γιατρός πηγαίνει εκεί κάθε Πέμπτη, η Κορντέλια τον περιποιείται, του προσφέρει τσάι, τον ρωτάει και τον ακούει να διηγείται. Ενα απόγευμα δεν ζήτησε τσάι και τη φίλησε. Ο γιατρός την έχει ερωτευθεί, το ίδιο και η Κορντέλια. Αρχίζουν να ανταλλάσσουν πράγματα, αυτός της δίνει βιβλία, εκείνη του γράφει γράμματα, που τα φυλάει σε μια σοφίτα, κρυφά από τη γυναίκα του. Εκείνος δεν της έγραφε ποτέ γράμματα, το μόνο δείγμα του γραφικού του χαρακτήρα που είχε ήταν μια συνταγή για παυσίπονα: «Ενα δισκίο με νερό (ή βότκα) τρεις φορές ημερησίως» (σ. 48). Η συνέχεια είναι τυπική: Η γυναίκα έχει ανακαλύψει τα γράμματα και ο γιατρός ανακοινώνει στην Κορντέλια το τέλος της σχέσης τους μέσα στο ιατρείο του: «Εκείνος μίλαγε και μίλαγε, αλλά η Κορντέλια δεν άκουγε πια. Διάβαζε τον οπτομετρικό πίνακα πίσω από το κεφάλι του. Μπορούσε να διαβάσει μέχρι την έβδομη γραμμή. Μάλλον χρειαζόταν γυαλιά» (σ. 51)! Χαρακτηριστική Κίγκαν: Κανένας δραματικός τόνος, αλλά μια ψυχρή δήθεν ουδετερότητα, μια απάθεια. Η ένταση στην Κίγκαν είναι υπόκωφη, υποδόρια, κρυμμένη. Ο γιατρός της ζητάει να τον περιμένει και της δίνει ραντεβού σε δέκα χρόνια. Τον περίμενε πράγματι και πάει στο ορισμένο σημείο του ραντεβού. Εκεί βρίσκει τη γυναίκα του γιατρού, η οποία τον απεχθανόταν, αλλά κινητοποιήθηκε τώρα που εμφανίστηκε μια άλλη, και της δηλώνει ότι ο γιατρός δεν θα έρθει. Ο γιατρός, όμως, θα πάει και αυτός στο ραντεβού: «Στέκεται εκεί όρθιος, δέκα χρόνια μεγαλύτερος, κοιτάζοντας την Κορντέλια. Και οι τρεις θνητοί περιμένουν, περιμένουν κάποιον να φύγει» (σ. 58-59). Ετσι, εντελώς αποδραματοποιημένα, βουβά, χωρίς σκηνές και εκρήξεις, κλείνει το διήγημα. Ποιος θα φύγει; Ποιος θα φύγει πρώτος; Κανείς δεν φεύγει. Μένουν και οι τρεις εκεί, καθηλωμένοι, αντιμέτωποι με τη δυστυχία τους, χαμένοι.

Σταματώ αναγκαστικά εδώ. Οσα βρήκαμε και θαυμάσαμε στα «Μικρά πράγματα» και στα «Τρία φώτα» βρίσκονται ήδη εδώ στο πρώτο της βιβλίο. Το μόνο που δεν βρήκα στην «Ανταρκτική» είναι εκείνες οι συγκλονιστικές μορφές καλοσύνης, όπως αυτές του Μπιλ Φέρλονγκ («Μικρά πράγματα σαν κι αυτά») ή του Τζον Κινσέλα («Τα τρία φώτα»). Εδώ επικρατεί η σκοτεινή όψη των ανθρώπων και της ζωής.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT