Οταν συναντήσαμε τον Λεονάρντο βαν Ντιλ στη Θεσσαλονίκη, τον περασμένο Νοέμβριο, έμοιαζε ενθουσιασμένος. Η ταινία του με τίτλο «Η Τζούλι μένει σιωπηλή» είχε τύχει θερμής υποδοχής στο φεστιβάλ της πόλης, ενώ ειδικοί και μη συζητούσαν γι’ αυτήν – τελικά, ο ίδιος κέρδισε τον Αργυρό Αλέξανδρο καλύτερης σκηνοθεσίας σε ένα, όντως, πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο, το οποίο ασχολείται με το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης, αλλά και των ψυχολογικών ζητημάτων που αντιμετωπίζουν οι έφηβοι γενικότερα. Η πρωταγωνίστρια, ανερχόμενη παίκτρια του τένις, βρίσκεται σε δύσκολη θέση όταν ο προπονητής της ανακρίνεται ως ύποπτος για κακοποίηση. Οι Αρχές και ο περίγυρος την παρακινούν να μιλήσει, ωστόσο, εκείνη επιλέγει τον δρόμο της σιωπής.
«Ηθελα να μιλήσω ακριβώς γι’ αυτό, για τη σιωπή που υπάρχει πριν κάποιος βγει να μιλήσει. Να αναλύσω τους λόγους για τους οποίους μένει κάποιος σιωπηλός και για τα διλήμματα που αντιμετωπίζει. Σημαντική πηγή έμπνευσης ήταν για μένα η “Αντιγόνη” του Σοφοκλή. Η Αντιγόνη πηγαίνει στις Αρχές και τολμάει να πει “όχι” στην κοινωνία. Κάνει μια δική της παρέμβαση. Αρνούμενη τον ανθρώπινο νόμο, υπερασπίζεται τους νόμους των θεών. Η Τζούλι από την πλευρά της, αν και πιέζεται να μιλήσει, τολμάει να πει “όχι”. Ουσιαστικά, μένοντας σιωπηλή, απαιτεί από τον κόσμο να καταλάβει όλους τους λόγους για τους οποίους δεν της είναι εύκολο να μιλήσει. Εμπνεόμενος από την τραγωδία, ήθελα η ιστορία μου να είναι κάτι περισσότερο από ένα hashtag, να σχετίζεται με την ανθρώπινη κατάσταση. Αλλωστε όλοι κουβαλάμε “σιωπές” στις ζωές μας για μυριάδες λόγους», μας λέει ο 34χρονος Βέλγος σκηνοθέτης.
Πόσο εύκολο όμως το κάνουν, ακόμη και οι σημερινές δυτικές κοινωνίες, για ένα θύμα να βγει και να ζητήσει βοήθεια; «Σκοπός της ταινίας δεν είναι να προβάλει μια θέση, αλλά να αρχίσει συζήτηση. Εχουμε κάνει αρκετά ως κοινωνία ώστε να προστατέψουμε κορίτσια και αγόρια σαν την Τζούλι; Πιστεύω ότι έχει γίνει πρόοδος σχετικά με την ενδυνάμωση των θυμάτων, αλλά υπάρχουν ακόμη πολλά περιθώρια. Η ταινία μιλάει επίσης για τον περίγυρο, το πώς μαθαίνουμε να ακούμε. Ούτως ή άλλως, όταν συμβαίνει κάτι άδικο εις βάρος κάποιου, θύμα με έναν τρόπο αποτελεί και ο περίγυρος».
Σκοπός της ταινίας δεν είναι να προβάλει μια θέση, αλλά να αρχίσει συζήτηση. Εχουμε κάνει αρκετά ως κοινωνία ώστε να προστατέψουμε κορίτσια και αγόρια σαν την Τζούλι;
Για να τα εκφράσει όλα αυτά, ο Βέλγος σκηνοθέτης επέλεξε ως «όχημα» το τένις, ένα άθλημα με βαθιές ψυχολογικές προεκτάσεις, που μπορεί επίσης να αποδειχθεί πολύ μοναχικό. «Πιστεύω ότι το τένις, κατά μια φιλοσοφική έννοια, βρίσκεται κοντά στην ψυχολογία των παιδιών αυτής της ηλικίας. Στην πραγματικότητα δεν παίζεις απέναντι στον αντίπαλο, αλλά κόντρα –και μαζί– με το μπαλάκι. Οταν κερδίζεις χορεύεις μαζί του και όταν χάνεις μάχεσαι εναντίον του. Στην αρχή η Τζούλι βρίσκεται τελείως χαμένη από το σοκ, ωστόσο, όταν παίζει μπαίνει σε αυτή την κατάσταση σχεδόν του διαλογισμού, συγκεντρώνεται. Ηθελα να πω την ιστορία μέσα από ένα σπορ που αγαπώ, το οποίο ξέρω ότι απαιτεί πολλά, όμως, είναι ένα από τα πιο υγιή που μπορεί να επιλέξει κανείς και παίζεται από ανθρώπους κάθε ηλικίας, φυσικής κατάστασης κ.ο.κ.».

Για να το κάνει πιο ρεαλιστικό, μια και οι σκηνές του παιχνιδιού ή της προπόνησης έχουν καθοριστικό ρόλο στη δραματουργία του φιλμ, ο Λεονάρντο βαν Ντιλ επέλεξε για τους περισσότερους ρόλους –φυσικά και για τον πρωταγωνιστικό– νεαρούς παίκτες του τένις, ακόμη κι αν δεν είχαν εμπειρία υποκριτικής. «Μίλησα με πολλούς προπονητές για να βρούμε την Τζούλι. Η Τέσα βαν ντε Μπροκ, που την υποδύεται, είναι ένα πολύ πρόσχαρο, ομιλητικό παιδί – και φυσικά, φανταστική παίκτρια τένις. Ηξερα ότι ήταν η σωστή, ακριβώς επειδή είναι τόσο διαφορετική σαν χαρακτήρας από την Τζούλι. Ετσι μπορέσαμε να δημιουργήσουμε μια απόσταση και να μιλάμε για εκείνη στο τρίτο πρόσωπο. Η γλώσσα του αθλήματος, πάντως, με βοήθησε και στη γενικότερη επικοινωνία με παιδιά που δεν είναι ηθοποιοί. Για παράδειγμα, τους έλεγα “εδώ έχουμε ένα διάλογο όπου παίζεις άμυνα” ή “αυτή η ατάκα πρέπει να ειπωθεί σαν βολέ, γιατί θέλεις να τελειώσει η κουβέντα και να φύγεις”».
Οσο για τις ισορροπίες που καλείται κάποιος να κρατήσει όταν δουλεύει με παιδιά τέτοιας ηλικίας, αλλά και γενικότερα, ο νέος σκηνοθέτης έχει τη δική του απάντηση: «Είναι όπως με τους συμβούλους εγγύτητας. Κάποιοι λένε ότι μας περιορίζουν. Στην πραγματικότητα, οι σύμβουλοι δεν βρίσκονται εκεί για να προστατεύσουν μόνο τον ηθοποιό, αλλά και τον σκηνοθέτη. Ζητώ να γίνει κάτι, το συζητούν μεταξύ τους και παίρνω μια οριστική απάντηση “ναι” ή “όχι”. Δεν ανησυχώ ότι αργότερα θα έρθει κάποιος και θα πει “είπα ναι, αλλά σήμαινε κάτι άλλο”».

