Γεννήθηκε στο Μεταξουργείο. Οταν ήταν πέντε χρόνων η οικογένειά της μετακόμισε στην πλατεία Καραϊσκάκη. «Καμία από τις δύο περιοχές όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια –παρηκμασμένες και επικίνδυνες λόγω περιστατικών εγκληματικότητας– δεν ήταν προφανώς κατάλληλη για ένα παιδί. Γι’ αυτό ούτε τις ανακαλώ στη μνήμη μου ούτε τις ζωγραφίζω. Αργότερα, όμως, ως φοιτήτρια της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, “ανακάλυψα” άλλες γειτονιές. Τότε μέναμε πια στον Διόνυσο. Εφθανα με τον ηλεκτρικό στον Αγιο Νικόλαο και από εκεί με κλειστά μάτια μπορούσα να πάω στην Κυψέλη και στα Εξάρχεια. Ή στο Αρχαιολογικό Μουσείο για να σχεδιάζω. Ή στην Πλάκα για βόλτες. Σήμερα εξακολουθώ να κατεβαίνω κάθε εβδομάδα στην πλατεία Μαβίλη, στο Πανεπιστήμιο, στο Πάρκο Ελευθερίας, στο Παγκράτι», λέει στην «Κ» η ζωγράφος Αφροδίτη Παπαδουλή. «Πάντα νωρίς την Κυριακή. Η πρωτεύουσα έχει εντελώς διαφορετική όψη τα κυριακάτικα πρωινά».
«Συνειδητά επέλεξα να προβάλλω την ομορφιά της. Συνηθίζουμε στην Ελλάδα να εστιάζουμε στα άσχημα», λέει η ζωγράφος Αφροδίτη Παπαδουλή.
Η ίδια μέσα από τα έργα της αφηγείται συχνά τη σχέση της με την Αθήνα. Είκοσι πέντε από αυτά, εμπνευσμένα από το αστικό, κυρίως, τοπίο της πρωτεύουσας και με επιρροές από τον ιμπρεσιονισμό και τον εξπρεσιονισμό (τους δύο βασικούς δρόμους έκφρασης που η Αφροδίτη Παπαδουλή ακολουθεί τα τελευταία χρόνια), φιλοξενούνται από τις 27 Φεβρουαρίου έως τις 9 Μαρτίου στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα» Δήμου Αθηναίων, στο Θησείο, σε μια έκθεση με τίτλο «Πάντα εδώ θα γυρνώ». Η Στοά Σπυρομήλιου, η πλατεία Αγίας Ειρήνης, ο κήπος του Μεγάρου Μουσικής, το Σαρόγλειο σε «διάλογο» με το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, η Ομόνοια από ψηλά, το άγαλμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη έξω από το κτίριο της Παλιάς Βουλής στην οδό Σταδίου, ένα καφέ στην Εμμανουήλ Μπενάκη, ένας δρόμος στο Παγκράτι έγιναν ζωγραφικά έργα μεικτής τεχνικής (ακρυλικά, λάδια και sticks λαδιού) «με την αφαίρεση που με χαρακτηρίζει στην ακουαρέλα», όπως επισημαίνει η ίδια, και με εντυπωσιακό χρωματικό κρεσέντο: το χρώμα έχει κομβική σημασία στη ζωγραφική της εικαστικού. Δεν λείπουν και οι ανθρώπινες φιγούρες: απολαμβάνουν στιγμές χαλάρωσης, συνομιλούν, χαζεύουν τις βιτρίνες ή απλώς περιδιαβάζουν την πόλη, όπως εκείνη.
Τελικά, έχει διάθεση ωραιοποίησης, ακόμα και εξιδανίκευσης στην «αστυγραφία» της ή σκοπίμως αποστρέφει το βλέμμα της από τα άσχημα; «Στα έργα μου αποτυπώνεται μέρος της Αθήνας, αυτή που αγαπώ, όχι ολόκληρη. Συνειδητά επέλεξα να προβάλλω την ομορφιά της, λοιπόν. Συνηθίζουμε στην Ελλάδα να εστιάζουμε στα άσχημα. Αποκαλούμε “Ψωροκώσταινα” τη χώρα μας, σε αντίθεση με τους Ιταλούς, για παράδειγμα, που λένε με καμάρι “Bella Italia”. Κάτι δείχνει αυτό. Σαφώς υπάρχουν και περιοχές σε πλήρη εγκατάλειψη, κάτι που οπωσδήποτε με στεναχωρεί. Ομως γι’ αυτό ευθύνονται οι πολίτες, όχι η ίδια η πόλη. Αν την αγαπάς, τη φροντίζεις και τη διατηρείς καθαρή και όμορφη. Αν αδιαφορείς, την καταδικάζεις στην ασχήμια».

