Στα τέλη του 2023 ο Τεντ Τζόγια, ένας από τους πιο σημαντικούς Αμερικανούς μουσικοκριτικούς, έγραψε μια ανοιχτή επιστολή ζητώντας από την Τέιλορ Σουίφτ να βοηθήσει τους καλλιτέχνες να συσπειρωθούν για να βελτιώσουν την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η μουσική. Ενα από τα προβλήματα στα οποία εστιάζει, είναι το γεγονός πως οι μεγάλες δισκογραφικές «έχουν χάσει την ικανότητα ή το ενδιαφέρον να συστήνουν και να επενδύουν σε νέους καλλιτέχνες. Προτιμούν να αγοράζουν τα δικαιώματα παλαιών τραγουδιών, παρά να δημιουργούν νέα. Η εμμονή τους με το παρελθόν είναι τρομακτική».
Αυτή η εμμονή έγινε εμφανής και στα φετινά Grammys, με τη βράβευση των Beatles –πενήντα χρόνια μετά τη διάλυσή τους– στην κατηγορία της καλύτερης ροκ εκτέλεσης για το «Now and Then» και την απονομή του καλύτερου ροκ δίσκου της χρονιάς στους Rolling Stones για το «Hackney Diamonds». Κανείς δεν αμφισβητεί την αξία των δύο θρυλικών γκρουπ, ωστόσο δεν γίνεται να μην αναρωτηθούμε, μήπως γυρίσαμε πίσω στη δεκαετία του ’60;
Για τον Αγγελο Κυρούση του δισκοπωλείου Rock and Roll Circus, «αυτές οι δύο βραβεύσεις είναι μια επιβεβαίωση της στάσης της μουσικής βιομηχανίας περί των μουσικών καταλόγων των μεγάλων καλλιτεχνών, οι οποίοι προσφέρουν ασφάλεια και υπεραξία τέτοια, που δεν μπορεί να αναμετρηθεί με οτιδήποτε καινούργιο βγαίνει σήμερα». Ετσι, έχουν δημιουργηθεί μεγάλες εταιρείες πνευματικών δικαιωμάτων, όπως η Hipgnosis του ελληνικής καταγωγής Μερκ Μερκουριάδης, που επενδύουν «στο άυλο δικαίωμα μιας αποδεδειγμένα αποδοτικής επένδυσης. Οι κατάλογοι αυτοί δεν φθείρονται. Τα παλαιότερα καλά τραγούδια υπερτερούν των καινούργιων, που δεν έχουν δοκιμαστεί στον χρόνο. Μέχρι στιγμής, για παράδειγμα, κανένας σύγχρονος καλλιτέχνης δεν έχει ξεπεράσει τις πωλήσεις του “Rumours” των Fleetwood Mac», μας λέει ο κ. Κυρούσης.

Πολλά είναι και τα μεγάλα ονόματα που πουλάνε για τεράστια ποσά τους καταλόγους τους. Πιο πρόσφατο παράδειγμα, οι Pink Floyd που πούλησαν στη Sony Music για περίπου 400 εκατ. δολάρια τα δικαιώματα της μουσικής, της εικόνας και του ονόματος της μπάντας, όχι όμως της σύνθεσης των κομματιών που παραμένουν στους δημιουργούς τους. Αντίστοιχες συμφωνίες έχουν ήδη κάνει οι Μπομπ Ντίλαν, Μπρους Σπρίνγκστιν, Ντέιβιντ Μπόουι, μεταξύ άλλων. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η Sony πριν από λίγους μήνες εξαγόρασε την ελληνική δισκογραφική Cobalt Music εντάσσοντας τον ιστορικό της κατάλογο σε ένα παγκόσμιο μουσικό δίκτυο.
Για τη ραδιοφωνική παραγωγό Κατερίνα Καφεντζή (Kafka), η κατάσταση που επικρατεί σήμερα στη μουσική περιγράφεται ως «ένα νόμισμα, από τη μια πλευρά του οποίου έχουμε τον εγκλωβισμένο ακροατή-καταναλωτή και από την άλλη το σύνολο των καλλιτεχνών. Νομίζω πως και οι δύο αυτές πλευρές πουλάνε πολύ φτηνά την κατοχύρωση της πνευματικής τους διαύγειας ή δημιουργίας, αντίστοιχα. Νομίζω, επίσης, πως όλοι μαζί πυροβολούμε με επιτυχία τα πόδια μας. Η εικόνα μου φέρνει στο μυαλό την ορχήστρα εγχόρδων στο κατάστρωμα του Τιτανικού. Συνεχίζω πάντως να πιστεύω πως οι κάθε λογής συναυλίες υπενθυμίζουν και υπογραμμίζουν ενίοτε, τον τελετουργικό χαρακτήρα της μουσικής».
Η πνευματική ιδιοκτησία φαίνεται να είναι αυτή τη στιγμή η «χρυσή αγελάδα» την οποία αρμέγει διαρκώς η μουσική βιομηχανία, αφού «ένα τραγούδι μπορεί να γνωρίζει διαρκώς επιτυχία σε διαφορετικές μορφές, όπως διασκευές, ρεμίξ, χρήση σε διαφημίσεις. Για παράδειγμα, το «Fly me to the moon» θα είναι για πάντα ένα κερδοφόρο τραγούδι», αναφέρει ο μουσικοκριτικός Μάρκος Φράγκος. Αντίστοιχα, ονόματα που έχουν κάνει μαζική επιτυχία την τελευταία εικοσαετία στην ποπ σκηνή, όπως η Εϊμι Γουάινχαουζ, η Αντέλ, ή ακόμα και ο ανερχόμενος Τέντι Σουίμς, που ακούγονται συνέχεια στα ραδιόφωνα, «πατούν» σε παλαιότερες φόρμες και μουσικά είδη. Δεν προτείνουν κάτι νέο, χωρίς αυτό να μειώνει την αξία τους.
«Τα σύγχρονα μεγάλα ονόματα δεν λειτουργούν με τους όρους της ποπ κουλτούρας, όπως την ξέραμε από τη δεκαετία του ’50 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000», λέει ο μουσικοκριτικός Μάρκος Φράγκος.
Επανεκδόσεις
Η εμμονή αυτή με το παρελθόν εκφράζεται επίσης μέσω του όλο και αυξανόμενου αριθμού μουσικών επανεκδόσεων, αλλά και των επετειακών συναυλιών από μεγάλα ονόματα της μουσικής, που με αυτόν τον τρόπο αναπληρώνουν μέρος των εσόδων που χάνουν από τις διαδικτυακές πλατφόρμες ακρόασης μουσικής. Οι μουσικόφιλοι επενδύουν σε δίσκους βινυλίου κυρίως παλαιότερων και εδραιωμένων καλλιτεχνών, ενώ τα εισιτήρια για επανενώσεις γκρουπ, όπως οι Oasis, εξαντλούνται εντός λίγων λεπτών. Σε αυτό το πλαίσιο, τι χώρος υπάρχει άραγε για να αναδυθούν σύγχρονοι σημαντικοί δημιουργοί; Η τεράστια επιτυχία της Τέιλορ Σουίφτ μπορεί κατ’ αναλογία να συγκριθεί με την επίδραση που είχαν στην ποπ κουλτούρα θρυλικά ονόματα όπως οι Beatles, η Νίνα Σιμόν, ο Φρανκ Σινάτρα, ο Μάικλ Τζάκσον, ή η Μαντόνα;
«Δεν υπάρχει πια ποπ κουλτούρα, ζούμε κάτι άλλο, το οποίο δεν έχει ακόμα καταγραφεί», μας λέει ο κ. Φράγκος. «Τα σύγχρονα μεγάλα ονόματα δεν λειτουργούν με τους όρους της ποπ κουλτούρας, όπως την ξέραμε από τη δεκαετία του ’50 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000 που ολοκλήρωσε τον κύκλο της, όπως λέει και ο Σάιμον Ρέινολντς στο βιβλίο του «Retromania». Αυτό που ζούμε σήμερα είναι μια καινούργια εποχή, με βασικό χαρακτηριστικό την τεχνολογία. Πουλάει οτιδήποτε αστράφτει σε μια οθόνη. Ακόμη και οι παραγωγές στο στούντιο πλέον φτιάχνονται έτσι, ώστε να πριμοδοτούνται οι υψηλές συχνότητες που ακούγονται καλύτερα από το κινητό».

Αυτή η καινούργια εποχή, που αναμασά διαρκώς το παρελθόν, χαρακτηρίζεται επίσης κι από «δυσανεξία στην προσήλωση», όπως σχολιάζει η ραδιοφωνική παραγωγός Κατερίνα Καφεντζή (Kafka). «Στις μέρες μας επικρατεί η κουλτούρα της μουσικής υπόκρουσης και της αφηρημένης ακρόασης. Αν αναλογιστώ όλα όσα έχουν αλλάξει στην ίδια τη χρήση της μουσικής, από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 που ξεκίνησε η μαζική της εξάπλωση μέσω των δισκογραφικών εταιρειών, μου έρχεται στο μυαλό η φράση του Μπόρχες για το ταγκό: “Πριν ήταν μια δαιμονολατρία με τη μορφή οργίου, σήμερα είναι ένας τρόπος περπατήματος”».
Μια άλλη πτυχή φωτίζει ο Δημήτρης Λιλής, στέλεχος της δισκογραφικής εταιρείας Cobalt Music, αναφέροντας πως αυτό που ζούμε σήμερα είναι μια αίσθηση χάους. «Επικρατεί ένα ασταμάτητο κολάζ αναφορών και όποιος μπορεί να ολοκληρώσει το όραμά του με τον πιο ανατρεπτικό τρόπο βγαίνει –έστω για λίγο– κερδισμένος. Ο όρος “περιθωριακός” έχει αντικατασταθεί από τον όρο “υποτιμημένος”, γιατί όλα είναι διαθέσιμα σε κάθε εκδοχή ψηφιακής πλατφόρμας, αλλά ελάχιστα έχουν εκτιμηθεί μαζικά. Αν μπορεί κανείς να λανσάρει εκ νέου τον ιστορικό του κατάλογο, όπως έκαναν οι Coldplay μέσα στο 2024, τότε μεγαλώνει τις πιθανότητες να κερδίσει η μουσική του τη μάχη με τον χρόνο».
Φυσικά, εξακολουθούν να βγαίνουν τεράστια ονόματα στη σύγχρονη ποπ σκηνή· ας αναλογιστούμε για παράδειγμα την περυσινή τεράστια επιτυχία της Charlie XCX με το «Brat». Τι αντίκτυπο δημιουργούν όμως; «Δεν μπορώ να θυμηθώ άλλη εποχή στην ιστορία της ηχογραφημένης μουσικής που τα καινούργια τραγούδια, όσο επιτυχημένα κι αν είναι, αδυνατούν να παράγουν πολιτιστικό αντίκτυπο», μας λέει η Κατερίνα Καφεντζή, ενώ ο Αγγελος Κυρούσης συμπληρώνει πως η σύγχρονη ποπ είναι μια «εφήμερη κατανάλωση δημιουργιών που αμφιβάλλω εάν θα σταθούν στον χρόνο».
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Ο Μάρκος Φράγκος παραπέμπει και πάλι στον Σάιμον Ρέινολντς για να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η μουσική βιομηχανία δεν έχει τον ίδιο αντίκτυπο με το παρελθόν. «Ολα τα μεταπολεμικά κινήματα από το ’55 και μετά, που θεωρείται η απαρχή του ροκ εν ρολ, κοιτούσαν μπροστά, είχαν ένα όραμα για τον κόσμο. Από το 2000 και μετά, όλα κοιτούν το χθες. Αυτό δημιουργεί μόνο νοσταλγία και όχι κοινωνικό ρεύμα», σημειώνει.
Αν η σημερινή εποχή δεν ευνοεί τη δημιουργία τραγουδιών που συνδυάζουν τη μαζική απεύθυνση με τη διαχρονικότητα, τι επιφυλάσσει το μέλλον για τη μουσική; «Κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει», λέει ο κ. Φράγκος που θεωρεί σημαντικό να επανέλθει η μαζικότητα, αυτό που λέμε «mainstream». Η κ. Καφεντζή από την πλευρά της θεωρεί ότι η συντηρητική τάση που παρατηρείται στη μουσική βιομηχανία είναι κάτι που συμβαίνει σε πολλούς τομείς σε μεταβατικές περιόδους. «Είτε μιλάμε για αυτοκρατορίες, για βιομηχανίες ή για επιχειρήσεις. Τα καλά νέα είναι πως τίποτα δεν κρατάει για πάντα».
_____________________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: Rob Grabowski / Invision / AP, File

