Είναι γνωστό ότι οι κινηματογραφιστές –και οι συγγραφείς– «κλέβουν» χαρακτήρες για ταινίες από τους ανθρώπους γύρω τους: μικρά γνωρίσματα, συμπεριφορές, ακόμη και ατόφιες προσωπικότητες, τις οποίες μεταφέρουν απευθείας στο σενάριο. Σπάνια ωστόσο προσλαμβάνουν τον ίδιο τον άνθρωπο να υποδυθεί, περίπου, τον εαυτό του. Αυτή την τολμηρή απόφαση πήρε ο Χρήστος Πυθαράς στο «Κυνήγι», το οποίο κυκλοφορεί εδώ και λίγες ημέρες στις αίθουσες. «Ο ήρωας είναι ξεκάθαρα μυθοπλαστική κατασκευή με ρεαλιστικά όμως δανείσματα ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών του Γιαννη Μπελή, του ανθρώπου που παίζει τον ρόλο, όπως το ότι είναι σιδεράς στο επάγγελμα και κυνηγός πουλιών. Θεματικές όμως και δραματουργικοί άξονες, όπως η ιδιότυπη σχέση με τη μητέρα, η έννοια της μοναξιάς, η επαφή με τη φύση, το συναίσθημα ότι κάτι σε έχει ξεπεράσει, προέρχονται από βιώματα, προσωπικές εμπειρίες και συναισθήματα», διευκρινίζει ο Ελληνας σκηνοθέτης.
Ο Γιάννης του φιλμ περνάει μια περίοδο σιωπηλού θρήνου μετά τον θάνατο της μητέρας του, ενώ συμπονά τον σκύλο του διπλανού διαμερίσματος ο οποίος κακοποιείται από το αφεντικό του. Ο αληθινός Γιάννης είναι, σύμφωνα με τον Πυθαρά, «παλιάς κοπής άνδρας με ό,τι σημαίνει αυτό στα καλά και στα κακά του, έχει δουλέψει πολύ με το κορμί και τα χέρια του, είναι βαρύς και παράλληλα χαβαλετζής, με πολλές γνώσεις και πρακτικές ικανότητες, που πολλές φορές προτιμάει να μη μιλήσει για να μην τα πάρει όλα ο… διάολος».
Ο μοναχικός αυτός ήρωας δρα πότε μέσα στο φυσικό τοπίο, ως κυνηγός, και πότε μέσα στα στενά όρια της μεγαλούπολης και της εργατικής πολυκατοικίας όπου μένει. «Η σύγκρουση και αντίστιξη πόλης και φύσης είναι θεματικό μοτίβο σε πράγματα που έχω κάνει κινηματογραφικά και μάλλον αυτό συμβαίνει γιατί με αφορά προσωπικά, αυτή η αλλαγή που βιώνει ένας άνθρωπος ή καλύτερα ο ίδιος, μέσα μου, όταν ζω στην τ(ρ)αχύτητα της πόλης και πώς με κάνει να νιώθω μέσα στη φύση του βουνού ή της θάλασσας. Τυγχάνει να συμβαίνει το ίδιο και με τον Γιάννη, οπότε η επικοινωνία μας επί τούτω δεν χρειαζόταν πολλά λόγια».
Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, υπάρχει σε όσα δείχνονται μια αίσθηση-αισθητική περιορισμού, όπως συμβαίνει και στην ίδια την ιστορία, η οποία προτιμά (σοφά) να μην ανοιχτεί σε πολλά διαφορετικά θέματα. «Η έννοια του μικρόκοσμου μου είναι πολύ γοητευτική. Είτε αυτός είναι της γειτονιάς μιας εργατικής συνοικίας, όπως στην ταινία μας, είτε ενός χωριού, είτε ακόμη και της απομόνωσης ενός ανθρώπου μέσα σε ένα καθαρά φυσικό τοπίο. Δεν είναι ότι δεν μου αρέσουν, αλλά μάλλον δυσκολεύομαι να διαχειριστώ μεγαλύτερες ιστορίες και αφηγήσεις και ίσως δεν με συναρπάζουν εντέλει. Οταν τα πράγματα είναι μικρότερης κλίμακας, νιώθω ότι είναι πιο σαρκικά, πιο οικεία, σου μυρίζουν πιο γνώριμα. Το τοπίο και ο χώρος της ελληνικής επαρχίας νιώθω πως βρίθουν περίεργων και ιδιαίτερων ιστοριών, χαρακτήρων και συμπεριφορών, ενταγμένων σε ένα περιβάλλον που αισθητικά μπορεί να έχει πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από τη μεγάλη πόλη των διαμερισμάτων της ή των μεγαλοαστικών σπιτιών της», καταλήγει ο Χρήστος Πυθαράς.

