Η έλξη για τους εγκαταλελειμμένους χώρους είναι μια έλξη αρχέγονη. Αλλά θα έλεγε κανείς ότι στον 18ο αιώνα, η ρομαντική περιέργεια για τα ερείπια γνώρισε ένταση αρχικά από τον μεγάλο γύρο των περιηγητών αλλά και σε μικρότερη κλίμακα από τα ερειπώδη αββαεία στη Βρετανία ως τα λείψανα της μετανεαπολεόντειας Ευρώπης στις αρχές του 19ου αιώνα. Στις μέρες μας, η έλξη προς τα σπαράγματα ερειπίων στην αστική ζωή, στις μητροπόλεις, στον αστικό ιστό, στις αποβιομηχανοποιημένες ζώνες και στα σχολάζοντα κτίρια και αρχοντικά, γεννούν διαρκώς βλέμματα. Βλέμματα και χειρονομίες.
Μπροστά στα έργα του ζωγράφου Ανδρέα Βεντούρη ξετυλίγονται όλες αυτές οι κορδέλες των συνειρμών που πηγαίνουν πίσω σε έναν χρόνο αρχαίο, ιστορικό, κοινωνικό και προσωπικό. Παρουσιάζει έως τις 22 Φεβρουαρίου μια μεγάλη σοδειά έργων του, ζωγραφική να χορταίνει το βλέμμα και τις αισθήσεις, στην γκαλερί Genesis του Γιώργου Τζάνερη, στην οδό Ιπποκράτους 122. Η έκθεση με τίτλο «Η ανάσα του κενού», σε επιμέλεια του ιστορικού τέχνης Αντρέα Ιωαννίδη, ανοίγει ένα ψυχικό τοπίο, ένα αμάλγαμα χώρου και χρόνου, που διακλαδίζεται σε ατραπούς της ίδιας της ζωγραφικής διαδικασίας.

Ο Ανδρέας Βεντούρης καθώς στέκεται μπροστά στα έργα του μοιάζει να έχει σωματοποιήσει αυτήν την ώσμωση με τους εγκαταλελειμμένους χώρους. Είναι όλα εσωτερικά από την Αθήνα και τον Πειραιά, ένα σχολάζον αστικό απόθεμα, αστικός ιστός που λανθάνει. Η ερείπωση αφυπνίζεται από παθητική παρακαταθήκη σε ενεργητική συνειδητοποίηση. Τα εργοστάσια, που ζωγραφίζει ο Ανδρέας Βεντούρης, στη Δραπετσώνα, π.χ., αναβαπτίζονται στο φως και το χρώμα μιας αδιόρατης μνήμης, φευγαλέας σαν ανάμνηση ονείρου. Ωστόσο, αυτά τα ερείπια, μέσα στα οποία η απουσία πρωτοστατεί με σάρκα και αίμα, ανανεώνουν μια παλιά συζήτηση στη ζωγραφική αλλά και ευρύτερα στην ιστορία των ιδεών. Πώς ένα σπάραγμα και ένας ερειπιώνας μπορούν να κινητοποιήσουν τόσο βαθιά το ψυχικό υπόστρωμα; Ο Ανδρέας Βεντούρης έχει μετουσιώσει αυτήν την αίσθηση του κενού με υλικά το φως και το χρώμα. Το φως του διαχέεται ως μια διάσταση αυτόνομη και το χρώμα του ιδιαίτερα επεξεργασμένο οργανώνει το οπτικό βάθος σε λαγούμια της συνείδησης.
Τα εγκαταλελειμμένα δώματα του άχρονου βλέμματος επανέρχονται με μια ποιητικότητα σχεδόν καβαφική. Συνδέονται με εικόνες καταχωνιασμένες στη μνήμη από ελληνιστικές πόλεις, βρετανικά αββαεία, καθολικά μοναστήρια, βομβαρδισμένους ναούς, ρημαγμένους πύργους και ατελείωτες σκιές από σπίτια με μόνη σκιά την απουσία των ενοίκων. Με αυτό το χρώμα μιας συλλογικής μνήμης, ο Ανδρέας Βεντούρης επανασυστήνει στην τρέχουσα εικαστική σκηνή τον αστικό ερειπιώνα. Δεν τον βάφει με τα χρώματα της μελαγχολίας. Τον ανελκύει στο μεταίχμιο ενός φωτός και τον παραδίδει έτοιμο για ανάληψη.
Η εικαστική ιστορία των ερειπίων και των κενών χώρων είναι μια υπόθεση που υπερβαίνει και τη ζωγραφική και την αγάπη για τα κτίρια. Διυλίζεται σε μια υπόθεση χρώματος και φωτός στο τοπίο της θαμπής μνήμης.

