Υπάρχουν βιβλία που δεν θέτουν απαιτήσεις στον αναγνώστη. Αλλα προϋποθέτουν κάποιες γνώσεις ή έναν σημαντικό βαθμό προσοχής προκειμένου να γίνουν κατανοητά. Υπάρχουν κι εκείνα που θέτουν ως απαίτηση από τον αναγνώστη να αποστασιοποιηθεί από τις ίδιες του τις θέσεις, προκαταλήψεις, την ιδεολογία κτλ., πριν ακόμη τα πιάσει στα χέρια του.
Ενα από αυτά είναι το «Ο πόλεμος ενάντια στη Δύση» (εκδ. Liberal Books) του Βρετανού δημοσιογράφου και πολιτικού σχολιαστή Ντάγκλας Μάρεϊ (Douglas Murray). Και αυτό διότι είναι από τις περιπτώσεις εκείνες των βιβλίων που συνήθως κρίνονται θετικά ή αρνητικά προτού ή και χωρίς κανείς τα διαβάσει. Αυτό, μέχρι ενός σημείου, είναι εύλογο, λόγω του ειδικού χαρακτήρα του. Διότι το «Ο πόλεμος ενάντια στη Δύση» είναι ένα βιβλίο πολεμικής και ως τέτοιο προκαλεί αντιδράσεις απλώς και μόνον με την ύπαρξή του.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που στρέφεται ενάντια στη λεγόμενη «woke ατζέντα» και στην «cancel culture», αλλά όχι απλώς και μόνον επειδή ο συγγραφέας διαφωνεί με αυτές. Οπως φανερώνει και ο τίτλος του, εκείνο που ενδιαφέρει τον Μάρεϊ είναι να καταδείξει ότι αυτές οι ιδεολογίες προσπαθούν να πλήξουν τον δυτικό πολιτισμό συθέμελα και στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση.
Ο Μάρεϊ στρέφεται ενάντια στη λεγόμενη «woke ατζέντα» και στην «cancel culture». Τον ενδιαφέρει να καταδείξει ότι αυτές οι ιδεολογίες προσπαθούν να πλήξουν τον δυτικό πολιτισμό.
Βασικό χαρακτηριστικό του είναι η αμεσότητα της σκέψης και της επιχειρηματολογίας του συγγραφέα. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να παρουσιάσει τα επιχειρήματά του όσο γίνεται πληρέστερα και ξεκάθαρα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, τα επιχειρήματα δεν εστιάζουν στη θεωρία. Αντιθέτως, αντλούνται από την εμπειρία. Ως δημοσιογράφος, ο Μάρεϊ έχει καταγράψει πλήθος γεγονότων, πρωτίστως από το παρόν αλλά και από την Ιστορία, τα οποία στη συνέχεια αναλύει χωρίς να επιχειρεί να τα προσαρμόσει διαστρέφοντάς τα, ώστε να ταιριάξουν στην πολεμική επιχειρηματολογία του.

Η κεντρική θέση του δίνεται από τον τίτλο του βιβλίου και ξεκαθαρίζεται στις πρώτες κιόλας προτάσεις του: «Τα τελευταία χρόνια έχει καταστεί σαφές ότι ένας πόλεμος βρίσκεται σε εξέλιξη: ο πόλεμος ενάντια στη Δύση. Αυτός δεν είναι όπως προηγούμενοι πόλεμοι, όπου συγκρούονται στρατοί και ανακηρύσσονται νικητές. Είναι ένας πολιτισμικός πόλεμος και διεξάγεται κατά τρόπο ανελέητο ενάντια σε όλες τις καταβολές της δυτικής παράδοσης και σε ό,τι καλό αυτή η παράδοση έχει δημιουργήσει».
Αμεσα ή έμμεσα, με ή χωρίς πρόθεση, πραγματικοί ή φανταστικοί (όταν φαντάζεσαι έναν πολιτισμικό πόλεμο και ξεκινάς την άμυνα, τότε σίγουρα τον αρχίζεις) έχουν λάβει χώρα πολιτισμικοί πόλεμοι σε διάφορες εποχές. Για παράδειγμα, η πολιτισμική κατάκτηση των Ρωμαίων από τους αρχαίους Ελληνες μετά την πολεμική κατάκτηση των Ελλήνων από τους Ρωμαίους (αν και συχνά εκφράζεται με υπερβολικό τρόπο, αυτή η κατάκτηση δεν παύει να ισχύει σε κάποιον, σημαντικό βαθμό), ή η (θεωρούμενη ή πραγματική) πολιτισμική επίθεση στην Ευρώπη και, στη συνέχεια στον κόσμο ολόκληρο, από την αμερικανική υπο/κουλτούρα, η οποία ξεκίνησε πριν από την παγκοσμιοποίηση και σίγουρα υπήρξε σημαντικός παράγοντας για την πραγμάτωσή της.
Στην παγκοσμιοποίηση
Οι πολιτισμικοί πόλεμοι έχουν μια πολύ σημαντική ιδιαιτερότητα, ιδίως στην εποχή της παγκοσμιοποίησης: είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν στην αρχή τους ή και να διακριβωθεί η πραγματική έκτασή τους. Το παραδέχεται και ο Μάρεϊ, όταν σημειώνει ότι δεν είχαν γίνει αντιληπτοί από την αρχή ούτε αυτός ούτε η κλίμακα της εξέλιξής του. Ωστόσο, ο πόλεμος αυτός είναι σε πλήρη ανάπτυξη, αφού πλήττει τη Δύση σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτισμού της, ακόμη και στις πλέον διακριτές μεταξύ τους, όπως ο χριστιανισμός και ο Διαφωτισμός.
Σε αντίθεση με άλλους πολιτισμικούς πολέμους, όπου ο εχθρός ήταν κάποιος «Αλλος», από άλλη χώρα ή έθνος, ο σύγχρονος λαμβάνει χώρα εντός των «τειχών». Με άλλα λόγια, αυτοί που επιτίθενται στον δυτικό πολιτισμό, για τον Μάρεϊ, είναι άνθρωποι που ζουν σε δυτικές χώρες. Οσο για τον πρωταρχικό λόγο που το κάνουν, αυτός δεν είναι άλλος από τον στόχο κάθε πολέμου: την επικράτηση (μέσω της καταστροφής της υφιστάμενης πολιτισμικής κατάστασης), οπότε και την αλλαγή πολιτισμικού πλαισίου.
Ας μη γελιόμαστε. Δεν πρόκειται για κάτι παράδοξο, αφού, εξάλλου, η εκάστοτε κυρίαρχη τάξη επιδιώκει την επιβολή της κοσμοθεωρίας της, ως τρόπο για τη διατήρηση της επικράτησής της. Από την άλλη, ούτε είναι παράδοξο ότι κάποια μειοψηφία επιχειρεί να επιβληθεί στην πλειοψηφία ή να την επηρεάσει σοβαρά. Γινόταν, γίνεται και σίγουρα θα συνεχίσει να γίνεται. Εξάλλου, αν αφαιρέσουμε την επίφαση του «διαλόγου», διαπιστώνουμε ότι το βασικό χαρακτηριστικό της δημοκρατίας μας είναι η σύγκρουση (ρητή ή υπόρρητη), αντί για την κατανόηση και τη συνδιαλλαγή.
Ο τρόπος με τον οποίον ο συγγραφέας επιδιώκει να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους της Δύσης είναι ο πλέον αποτελεσματικός: η κατάδειξη του ανορθολογισμού τους. Από τη στιγμή που δεν πρόκειται για κάποια θρησκευτική πίστη, όπου εκ των πραγμάτων υπάρχει ένα υπερλογικό ή ανορθολογικό στοιχείο, η κατάδειξη της ανορθολογικότητας ενός επιχειρήματος είναι η στιγμή της κατάρρευσής του. Κι αν κάποιος συνεχίσει να υποστηρίζει το επιχείρημα αυτό, τότε ο ίδιος θέτει εαυτόν εκτός ορθολογικού πλαισίου, δηλαδή του πλαισίου που εξαρχής είχε θέσει ως βάση για την ίδια την υπόσταση της σκέψης του.
Ορθολογισμός
Η μέθοδος του Μάρεϊ αποτελεί ταυτόχρονα και το κριτήριο για την αξιολόγηση της προσπάθειάς του. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Και ο ίδιος φαίνεται να μην επιδιώκει κάτι άλλο. Η πρόσκληση προς τον αναγνώστη είναι ξεκάθαρη: Ελα να διαπιστώσουμε ποιος σκέφτεται και ενεργεί ορθολογικά. Δεν τίθεται θέμα πίστης σε κάτι, ούτε τυφλής υποταγής σε μια ιδεολογία, ούτε και είναι δυνατόν να έχουν δίκιο και ο συγγραφέας και ο αναγνώστης ή να συμφωνήσουν ότι διαφωνούν. Ενας από τους δύο έχει δίκιο. Το ζήτημα είναι ποιος.
Το γενικό ανορθολογικό πλαίσιο που εντοπίζει ο Μάρεϊ είναι η καταδίκη της Δύσης για θλιβερές ή και αποτρόπαιες πράξεις που έχει κάνει εντός ή εκτός των ορίων της, ενώ οι χώρες εκτός Δύσης, παρά το ότι έχουν κάνει αντίστοιχες ή και χειρότερες πράξεις, όχι μόνο δεν επικρίνονται, αλλά δεν αγγίζονται καν.
Αυτό το γενικό πλαίσιο εξειδικεύεται σε όλες τις βασικές όψεις του δυτικού πολιτισμού (φυλή, ιστορία, θρησκεία, λογοτεχνία, μουσική κτλ.), οπότε δεν έχει νόημα να επιχειρηθεί εδώ η παρουσίαση κάποιων αντιπροσωπευτικών περιστατικών. Ωστόσο, κάποιες ενδεικτικές, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, περιπτώσεις μπορούν να αναφερθούν, για να δοθεί μια γενική εικόνα του περιεχομένου του βιβλίου.
Στο πεδίο του φυλετισμού, ο Μάρεϊ αναφέρει την περίπτωση της Ρόμπιν ντι Αντζελο, η οποία ήταν μια «άσημη ακαδημαϊκός» και λευκή, και σε ένα βιβλίο της το 2018 υποστηρίζει «ότι όχι μόνο όλοι οι λευκοί ήταν ρατσιστές, αλλά και ότι εκείνοι που δεν τους άρεσε να τους λένε ότι ήταν ρατσιστές, ή ενίσταντο στο να αποκαλούνται ρατσιστές, απλώς παρείχαν περαιτέρω αποδείξεις του ρατσισμού τους». Αν ο ρατσισμός δεν είναι παρά η απόδοση ενός χαρακτηριστικού σε μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων (π.χ. «οι μαύροι είναι κατώτεροι άνθρωποι»), το οποίο προβάλλεται ως αρνητικό και εγγενές, πώς θα χαρακτηριζόταν η απόφανση «όλοι οι λευκοί είναι ρατσιστές»;
Μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση είναι η καταδίκη του Διαφωτισμού, κατά την οποία ο Βολταίρος κατηγορείται ότι μετέδιδε «το σκοτάδι, όχι τον διαφωτισμό», αγνοώντας π.χ. την κριτική του κατά της δουλείας στο έργο του «Καντίντ ή Η αισιοδοξία». Επίσης, γίνεται επίθεση στον φιλόσοφο Ντέιβιντ Χιουμ και επιχειρείται η ακύρωση της συμβολής του στη δυτική φιλοσοφία, λόγω του ότι σε μια υποσημείωση στο δοκίμιό του «Of National Characters» χαρακτηρίζει κατώτερους τους μαύρους έναντι των λευκών – υποσημείωση που ποτέ κανείς δεν έκρυψε, αλλά ούτε και υπερασπίστηκε. Με τα σύγχρονα δεδομένα, θα πρέπει να καταδικάσουμε τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, έναν φιλόσοφο που αποδεδειγμένα υπήρξε υποστηρικτικής του ναζισμού, έστω κι αν το έργο του επηρέασε ακόμη και φιλοσόφους ριζοσπάστες αριστερούς όπως ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο οποίος μάλιστα είχε καταφερθεί και εναντίον της ΕΣΣΔ.
Στον ευρύτερο χώρο της πολιτισμικής δημιουργίας, οι επικριτές της Δύσης αντιμετωπίζουν τις επιρροές που δέχθηκαν Δυτικοί καλλιτέχνες από καλλιτέχνες ή και γενικότερα πολιτισμούς εκτός Δύσης όχι ως «επίδραση», αλλά ως «πολιτισμική οικειοποίηση». Αυτό σημαίνει ότι οι δυτικοί καλλιτέχνες δεν θαύμασαν και ενσωμάτωσαν στις δημιουργίες τους στοιχεία άλλων πολιτισμών, εμπλουτίζοντας το έργο τους, αλλά και τον δυτικό πολιτισμό, τιμώντας ταυτόχρονα την πολιτισμική πηγή. Αντιθέτως, σύμφωνα με τους επικριτές, προέβησαν σε κλοπή πνευματικής περιουσίας. Σαν να προσπαθούσαν (ή και να προσπαθούν) οι καλλιτέχνες να κρύψουν τις επιρροές τους και να τις παρουσιάσουν ως απολύτως προσωπικό δημιούργημα.

Ενα τέτοιο βιβλίο πολεμικής δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνει και επιχειρήματα υπέρ της θέσης που υπερασπίζεται ο συγγραφέας. Αυτό κάνει ο Μάρεϊ, αν και με αρκετή συντομία, παρουσιάζοντάς τα ως υποθετική απάντηση σε ένα πραγματικό περιστατικό, όπου ένας μαύρος παρουσιαστής (Λάμοντ Χιλ) ρώτησε τον λευκό ακτιβιστή και συνεργάτη του Ινστιτούτου Μανχάταν: «Αν σου έλεγα τώρα, “Κρίστοφερ, τι σου αρέσει στο να είσαι λευκός;” τι θα έλεγες;». Ο Μάρεϊ, μεταξύ άλλων, ως απάντηση αναφέρει επιτεύγματα της Δύσης, όπως το ελεύθερο εμπόριο, η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, τα εντυπωσιακά έργα τέχνης, ακόμη και το γεγονός ότι η κατεύθυνση των πλοίων των μεταναστών είναι αποκλειστικά προς βορρά κτλ.
Ο Ντάγκλας Μάρεϊ δεν έγραψε το «Ο πόλεμος ενάντια στη Δύση» για να δημιουργήσει οπαδούς. Το έγραψε για να αφυπνίσει τους αναγνώστες, αφενός, σχετικά με τον κίνδυνο αλλοίωσης του δυτικού πολιτισμού, το οποίο είναι εντελώς διαφορετικό από την αναπόφευκτη επίδραση που δέχεται από άλλους πολιτισμούς, και, αφετέρου, ως προς την επικράτηση μιας ανορθολογικής σκέψης, η οποία ενδιαφέρεται μόνο να διατυπώνει κατηγορίες, αντί να θεμελιώνει επιχειρήματα και να αναπτύσσει ένα λόγο που δεν θα αντανακλά απλώς μια συγκεκριμένη ιδεολογία, αλλά κυρίως θα προτρέπει σε άμεση ή έμμεση βία προκειμένου να επιβληθεί. Και αυτό σίγουρα δεν ανήκει στη δυτική παράδοση, καθώς, ενώ έχει επιχειρηθεί κατά καιρούς, ευτυχώς αποτυγχάνει κάθε φορά.
Ποιος είναι ο Ντάγκλας Μάρεϊ
Γεννήθηκε το 1979 στο Λονδίνο, είναι πολιτικός και πολιτισμικός σχολιαστής και δημοσιογράφος. Συνεργάζεται με το Spectator, ενώ έχει γράψει και για τους Times, την Telegraph, τη New York Post, το National Review κ.ά. Είναι συγγραφέας των βιβλίων: «Neoconservatism: Why we need it», «The Strange Death of Europe: Immigration, Identity, Islam», «The Madness of Crowds: Gender, Race and Identity» και «Ο πόλεμος ενάντια στη Δύση» (εκδ. Liberal Books). Εχει βρεθεί στο στόχαστρο προοδευτικών σχολιαστών, ενώ έχει κατηγορηθεί ως ισλαμοφοβικός. Είναι ανοιχτά ομοφυλόφιλος, αλλά απορρίπτει την ιδέα της ύπαρξης άλλων φύλων πέρα από το αρσενικό και το θηλυκό, ενώ ισχυρίζεται ότι η ομοφοβία έχει σε μεγάλο βαθμό εξαλειφθεί στον δυτικό κόσμο.
*Ο κ. Μιχάλης Κατσιμίτσης είναι επιστημονικός συνεργάτης ΕΚΠΑ, μεταφραστής, επιμελητής.

